Όλα τα δάκρυα δεν είναι καθαρά…
Έπεσες, αμάρτησες, αστόχησες, δηλαδή δεν υπάρχεις σε πληρότητα ζωής όπως ο Χριστός μας αποκάλυψε. Τώρα πλέον έχεις χάσει τη χαρά σου. Ναι, γιατί η χαρά σου ήταν τα κατορθώματά σου. Τα επιτεύγματά σου και όχι ο Θεός. Δεν έπαιρνες τη χαρά από τη σχέση, αλλά από τον νόμο. Η τήρηση ενός νόμου, ενός κανόνα, ήταν που σου έδινε ειρήνη και όχι η σχέση σου με τον Θεό.
Ξέρεις για τι διψάει ο εγωισμός; Για έλεγχο. Θέλει να ελέγχει τα πάντα. Δώσε του νόμους, κανόνες και διατάξεις. Να μπορεί να κυριαρχεί εφαρμόζοντάς τις. Να ικανοποιείται και να αυτοδοξάζεται. Μην του δώσεις όμως σχέση. Μην του δώσεις αβεβαιότητα, ρίσκο, δόσιμο. Εκεί ασφυκτιά. Οι περισσότεροι θρησκευόμενοι αναπαύονται στην τήρηση κανόνων, ώστε να ελέγχουν τη σωτηρία τους. Να την καθορίζουν. Να μετράνε τις αποτυχίες τους, να ξέρουν τι θα αφαιρέσουν και τι θα προσθέσουν στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν και να κερδίσουν τον παράδεισο. Για την δική τους αντίληψη ο παράδεισος είναι επίτευγμα μιας συγκεκριμένης προσπάθειας. Τον κερδίζουν με την αξία τους, γιατί αγωνίστηκαν. Βλέπεις ο εγωισμός μας δεν δέχεται τα δώρα του Θεού. Κι όμως κανείς ποτέ δεν θα είναι άξιος για τον παράδεισο. Σε όλους θα δωριστεί από αγάπη και έλεος.
Αυτή η αίσθηση ότι ο Θεός κατακτιέται, ότι ο παράδεισος ανοίγεται με το έτσι θέλω των δικών μας ατομικών κατορθωμάτων, απέχει πάρα πολύ από την Βασιλεία του Θεού. Γιατί εκεί δεν κυριαρχεί το μέτρημα, αλλά το δόσιμο.
Οι περισσότεροι από εμάς, ακόμη κι όταν εντός του πνευματικού μας αγώνα μιλάμε για αμαρτία, πτώση στα πάθη και μετάνοια, έχουμε μια ψυχολογικού τύπου κατανόηση. Όταν λέει κάποιος πιστός «νιώθω ανάξιος», δεν το λέει σε σχέση με τον Θεό, αλλά κυρίως σε σχέση με τον εαυτό του. Νιώθει ανάξιος, γιατί δεν είναι πλέον αυτό που περίμενε ή θα ήθελε να είναι. Δεν έκανε αυτό που πίστευε ότι μπορεί. Έχει κατατριφθεί εντός του η ειδωλική εικόνα του. Αισθανόταν άξιος όχι χάριν της αγάπης, της αποδοχής και της θυσίας του Χριστού, αλλά χάριν των φαντασιακών αρετών του.
Τώρα αισθάνεται ενοχές. Γιατί άραγε; Μα γιατί δεν πίστεψε ποτέ στην δικαιοσύνη του Θεού που είναι έλεος και αγάπη, αλλά στην δική του δικαιοσύνη, στο νόμο του Εγώ του.
Τώρα νιώθει αποτυχημένος, γιατί δόμησε την επιτυχία του στην έξωθεν καλή μαρτυρία και όχι στην έσωθεν ειρήνη με τον Θεό. Νιώθει ντροπή, γιατί έμαθε να κρίνεται στο βλέμμα του άλλου, στη γνώμη του άλλου, και όχι στο ιλαρό βλέμμα του Χριστού.
Αισθάνεται ότι πλέον δεν τον αγαπάει ο Θεός, αλλά ξεχνά ότι ο Θεός που μας απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και κατά τους Πατέρες της εκκλησίας είναι αμετάβλητος και απαθής. Δεν μεταβάλλεται, δεν έχει συναισθήματα, δεν μας αγαπάει σήμερα περισσότερο , γιατί είμαστε «καλά παιδιά», και αύριο λιγότερο, γιατί είμαστε «κακά παιδιά». Μόνο μας αγαπάει. Πάντα το ίδιο παράφορα, ως μανικός εραστής, κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Εμείς πρέπει να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε μαζί Του και να αισθανθούμε την αγάπη Του. Δεν άλλαξε Εκείνος, εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε για να αισθανθούμε την αγαπητική παρουσία Του.
Τώρα θρηνούμε και κλαίμε. Γιατί; Γιατί χάσαμε τη σχέση με τον Θεό; Μας ενδιαφέρει πραγματικά το πρόσωπό Του; Θέλουμε την παρουσία Του στη ζωή μας;
Μήπως να κοιτάξουμε πιο βαθιά μέσα μας; Να δούμε, είναι άραγε τα δάκρυά μας για τον Χριστό που χάνουμε; Μήπως κλαίμε θρηνώντας την ιδεατή εικόνα μας; Η παντοκρατορία του Εγώ μας τρέμει. Γιατί πάνω κι από τον Θεό πιστεύουμε στα ατομικά μας κατορθώματα. Άλλωστε όλα τα δάκρυα δεν είναι καθαρά. Υπάρχουν και θολά δάκρυα.
(π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Κάθε τέλος μια αρχή, εκδ. Αρμός, σελ.85-88)