Όχι βέβαια για ν’ απαριθμήσω στον Θεό τις αρετές μου.
Όχι για να καυχηθώ για τα έργα μου.
Όχι για να ικανοποιήσω τη συνείδησή μου, ότι δεν παρέλειψα το "καθήκον"
της προσευχής.
Όχι για να κατακρίνω τους άλλους "αμαρτωλούς", που συνάντησα στο δρόμο μου.
Όχι για ν’ αρχίσω ή να τελειώσω "θρησκευτικά" τη μέρα μου.
Αλλά, για να ζητήσω απ’ τον Πολυεύσπλαχνο να καλύψει με το πολύ έλεός Του:
τα πολλά σφάλματά μου,
τα ατελή και ελλιπή έργα μου,
την έλλειψη αγάπης και κατανοήσεως των αδελφών μου,
τις πολλές μου αμαρτίες.
Γι’ αυτό προσεύχομαι: Για ν’ ανανεώσω τη συναίσθηση της αμαρτωλότητός μου,
αλλά και την εμπιστοσύνη μου στο έλεος του Θεού. Πάντοτε, όταν προσεύχομαι,
πρέπει να νοιώθω απ’ το ένα μέρος τον εαυτό μου κρινόμενο μπροστά στον άγιο
Θεό. Και από το άλλο να νοιώθω ότι πέφτω με εμπιστοσύνη στα χέρια του Πατέρα,
που δέχεται ξανά στη στοργική αγκαλιά Του ένα παιδί που μετανοεί.
"Κύριε δίδαξον υμάς προσεύχεσθαι" [Λουκ. ια΄1].
("Δευτερόλεπτα της ψυχής", σσ.26-27, επισκόπου Ευθ. Στύλιου, εκδ. Αποστολική Διακονία)