Η άγνοια του Θεού σκοτώνει την παρουσία του Θεού μέσα μας, ιδιαίτερα μάλιστα
όταν η άγνοια είναι ηθελημένη και συνειδητή. Ένα άγνωστο πρόσωπο είναι νεκρό
πρόσωπο. Τα πρόσωπα που δεν θέλουμε να γνωρίσουμε δεν υπάρχουν για μας. Δεν
μας επηρεάζουν, δεν μας αλλάζουν, δεν μας αφορούν. Τα πρόσωπα που αγνοούμε
είναι για μας νεκρά και αδιάφορα. Μπορεί να ξέρουμε για την ύπαρξή τους, αλλά,
αφού δεν μας ενδιαφέρει να τα γνωρίσουμε, δεν ζωντανεύουν αυτά τα πρόσωπα για
μας ποτέ. Έτσι γίνεται και με τον Χριστό. Μπορεί να γνωρίζουμε ότι υπάρχει. Αν
δεν ενδιαφερθούμε να γνωριστούμε μαζί Του προσωπικά, θα μείνει για μας ένα
πρόσωπο άγνωστο και στην πραγματικότητα νεκρό.
Η γνωριμία με το Χριστό επιτυγχάνεται μέσα από τη συνομιλία μαζί Του και μέσα
Από την ένωσή μας με το πανάγιο πρόσωπό Του. Η συνομιλία με το Χριστό είναι
η προσευχή και η ένωση μαζί Του, είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Η λησμοσύνη του Θεού επίσης, Τον φονεύει μέσα στην ψυχή μας και Τον εξαφανίζει
σιγά-σιγά από τη ζωή μας. Χωρίς να το καταλάβουμε πολλές φορές βάζουμε το Θεό στο περιθώριο. Γίνεται ο Χριστός ένα πρόσωπο στις υποσημειώσεις της καθημερινότητάς μας. Μία παραπομπή στα αζήτητα κεφάλαια της ζωής μας. Ένα
πρόσωπο συμπαθές, αλλά απόμακρο. Μάθαμε κάποτε λίγα πράγματα γι’ Αυτόν, αλλά
δεν επιθυμούμε να μάθουμε Αυτόν τον Ίδιο. Τον θυμόμαστε σε κάποια δυσκολία, στην αρρώστια, στον πειρασμό, στον πόνο. Τον λησμονούμε, όμως, μετά. Μπορούμε να ζούμε χωρίς Εκείνον. Ο Χριστός δεν είναι ζωντανός κάθε δευτερόλεπτο που περνάει για μας. Είναι ένα ξύλινο πρόσωπο, σαν τις ξύλινες εικόνες που Τον εικονίζουν και τις προσκυνάμε αραιά και που. Ένα ξύλινο πρόσωπο κλεισμένο σ’ ένα ξύλινο κουτί, που το βάζουμε στα πιο ψηλά ράφια μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα και αζήτητα. Ο Χριστός γίνεται μία μούμια του παρελθόντος, σκονισμένη, νεκρή, παλιομοδίτικη, ξεπερασμένη. Μία μούμια, που πολλές φορές μπορεί να προκαλεί φόβο και αποστροφή.
Αν όμως, γνωρίσουμε το Χριστό αληθινά, αν Τον βάλουμε στη σκέψη και στην προσευχή μας όσο γίνεται πιο συχνά, ει δυνατόν και αδιάκοπα, αν Τον αγαπήσουμε παράφορα, όπως μα ς αγαπάει κι Εκείνος, αν αφεθούμε σε μία ένωση μαζί Του, τότε θα γίνει ο θησαυρός μας! Θα ζωντανέψει μέσα μας. Θα φέρει στην ύπαρξή μας την αληθινή ζωή, γιατί ο Ίδιος είναι η Ζωή. Αν θέλουμε πραγματικά να γίνουμε κληρονόμοι της δικής Του περιουσίας και Βασιλείας, ας γίνουμε φίλοι Του, αδέλφια Του και παιδιά Του. Ας γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον που έγινε ένα μ’ εμάς. Ας Τον ποθούμε και ας Τον ψάχνουμε, διότι τότε θα κληρονομήσουμε την αδιάσπαστη σχέση μαζί Του, που αυτή είναι η Σωτηρία, η Λύτρωση και ο Παράδεισος.
(αρχιμ. Αστερ;iου Xατζηνικολάου, Η οδός του Κυρίου, εκδ. Σωτήρ, σελ. 24-26)