...Ζήτησε λίγο καιρό (ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός, έγινε επίσκοπος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 270 μ.Χ.) από αυτόν που τον είχε επιστρατεύσει στην ιερωσύνη, για να κατανοήσει το μυστήριο στις λεπτομέρειές του.
Δε νόμιζε πως έπρεπε, όπως λέει ο Απόστολος, να προσβλέπει στη σάρκα και στο αίμα, αλλά ζητούσε να του γίνει η φανέρωση των μυστικών από το Θεό. Και δεν τόλμησε να κηρύξει, προτού με κάποιο σημείο του αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Σκεφτόταν κάποτε όλη τη νύχτα για το λόγο της πίστης και ανακινούσε κάθε λογής συλλογισμούς (γιατί υπήρχαν και τότε μερικοί που παραχάραζαν την ορθή διδασκαλία με την πειθώ των επιχειρημάτων, κάνοντας ακόμα και τους φρόνιμους ν’ αμφιβάλλουν συχνά για την αλήθεια).
Ενώ λοιπόν τότε αγρυπνούσε γι’ αυτή την αλήθεια και συλλογιζόταν, του παρουσιάζεται στο ξύπνιο του ένας γηραλέος με ανθρώπινη μορφή, ιεροπρεπής στο ντύσιμό του, που μαρτυρούσε πολλή αρετή με τη χάρη του προσώπου του και την κοσμιότητα της εμφάνισής του. Το θέαμα του προκάλεσε φόβο και, αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι, ρωτούσε να του πει ποιος ήταν και γιατί είχε έρθει. Εκείνος, αφού καταπράυνε την ταραχή της ψυχής του με ήρεμη φωνή και του είπε ότι του παρουσιάστηκε με θείο πρόσταγμα για όσα αυτός αμφισβητεί, για να διευκρινιστεί η αλήθεια της ευσεβούς πίστης, αναθάρρησε με το λόγο του και τον κοίταζε μ’ ευχάριστη έκπληξη.
Έπειτα εκείνος πρότεινε ίσια μπροστά το χέρι, σα να του έδειχνε με τα τεντωμένα του δάχτυλα κάτι που είχε παρουσιαστεί προς τα πλάγια. Παρακολουθώντας με το βλέμα την κίνηση του απλωμένου χεριού και βλέποντας απέναντί του ένα διαφορετικό από το προηγούμενο θέαμα με μορφή γυναίκας, πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, ένιωσε πάλι έκπληξη και σκύβοντας προς τον εαυτό του το πρόσωπο, βρισκόταν σε αμηχανία μ’ ό,τι έβλεπε, μη αντέχοντας τα μάτια του την οπτασία (γιατί το παράδοξο της οπτασίας αυτής ήταν αυτό κυρίως, ότι, ενώ ήταν βαθιά νύχτα, έλαμψε ένα φως μαζί με τη μορφή που έβλεπε σα να άναβε μια λαμπάδα ολόφωτη).
Ενώ λοιπόν δεν μπορούσε να αντέξει την οπτασία με τα μάτια του, άκουσε ένα διάλογο αυτών που του είχαν φανερωθεί που συζητούσαν μεταξύ τους για το λόγο της εμφάνισής τους. Από το διάλογο δεν έμαθε μόνο την αληθινή πίστη, αλλά γνώρισε με τα ονόματά τους κι αυτούς που του είχαν φανερωθεί, επειδή καθένας τους απευθυνόταν στον άλλο με το όνομά του.
Λέγεται ότι άκουσε από τη γυναικεία μορφή να παρακαλεί τον ευαγγελιστή Ιωάννη να φανερώσει στο νέο το μυστήριο της πίστης. Κι εκείνος είπε ότι ήταν πρόθυμος να κάνει κι αυτή τη χάρη στη μητέρα του Κυρίου, αφού αυτή ήταν η επιθυμία της. Έδωσε τότε την κατάλληλη κι ευσύνοπτη απάντηση και πάλι τους έχασε από τα μάτια του.
Αυτός αμέσως σημείωσε με γράμματα τη θεία εκείνη διδασκαλία και σύμφωνα μ’ αυτήν κήρυττε έπειτα στην Εκκλησία το λόγο και στους μεταγενέστερους άφησε ένας είδος κληρονομιάς τη θεόσδοτη εκείνη διδασκαλία, με την οποία καθοδηγείται μέχρι σήμερα ο λαός εκείνης της εκκλησίας κι έμεινε ανεπηρέαστη από κάθε αιρετική κακία.
Τα λόγια της διδασκαλίας είναι τα ακόλουθα.
Ένας είναι ο Θεός Πατέρας του ζώντος Λόγου, της πραγματικής σοφίας και δύναμης, με χαρακτήρα αΐδιο, τέλειος, Πατέρας του τέλειου και Πατέρας μονογενούς Υιού.
Ένας Κύριος, μόνος από μόνο, Θεός από Θεό, σφραγίδα και εικόνα της θεότητας, Λόγος ενεργός, σοφία που περιέχει τη σύσταση των πάντων και δύναμη ποιητική όλης της κτίσης·
Υιός αληθινός αληθινού Πατέρα, αόρατος αοράτου, άφθαρτος αφθάρτου, αθάνατος αθανάτου και αΐδιος αϊδίου.
Υπάρχει και ένα Πνεύμα άγιο, που έχει την ύπαρξή του από το Θεό, που φανερώθηκε δηλαδή στους ανθρώπους δια μέσου του Υιού, τέλεια εικόνα του τέλειου Υιού, που είναι ζωή, αιτία των ζώντων, αγία πηγή, αγιότητα που χορηγεί αγιασμό, στο οποίο φανερώνεται ο Θεός Πατέρας, που είναι ο Κύριος όλων και είναι μέσα σε όλα. Και ο Υιός είναι Θεός που συνέχει τα πάντα. Τριάδα τέλεια, που δε μερίζεται ως προς τη δόξα και την αϊδιότητα και τη βασιλεία ούτε είναι ξένη από αυτές τις ιδιότητες.
Δεν υπάρχει λοιπόν στην Τριάδα κανένα κτιστό ούτε κάτι επείσακτο, που δεν υπήρχε προηγουμένως και εισήλθε αργότερα.
Ούτε έλειπε ποτέ ο Υιός από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από τον Υιό. Αλλά πάντοτε η Τριάδα είναι η αυτή, άτρεπτη και αναλλοίωτη.
Όποιος επιθυμεί να πειστεί γι’ αυτό, ας ακούσει την Εκκλησία, στην οποία κήρυττε το λόγο και διασώζονται σ’ αυτούς και τώρα ακόμα γράμματα του μακαρίου εκείνου άνδρα. Αυτά δε συναγωνίζονται με τις θεοχάραχτες εκείνες πλάκες στο μεγαλείο της χάρης; Εννοώ τις πλάκες εκείνες όπου αποτυπώθηκε η νομοθεσία του θείου θελήματος. Όπως δηλαδή αναφέρει η Γραφή, ότι ο Μωυσής πέρασε από τα φαινόμενα και μπήκε με το πνεύμα του μέσα στα αόρατα άδυτα (γιατί αυτό υπαινίσσεται ο γνόφος) κι εκεί διδάχτηκε τα θεία μυστήρια κι έγινε καθοδηγός όλου του λαού προς τη θεογνωσία, την ίδια οικονομία μπορούμε να διαπιστώσουμε και σ’ αυτόν το μεγάλο άγιο.
Όρος σ’ αυτόν δεν ήταν ένας αισθητός γεώλοφος, αλλά το ύψος της επιθυμίας του προς τα αληθινά δόγματα. Γνόφος ήταν το θέαμα το ακατανόητο στους άλλους, πινακίδα η ψυχή του και τα γράμματα επάνω στις πλάκες ήταν η φωνή εκείνου που φανερώθηκε. Με όλα αυτά έγινε σ’ αυτόν και σ’ εκείνους που διδάσκονταν από εκείνον η φανέρωση των μυστηρίων.
Επειδή λοιπόν το όραμα εκείνο τον γέμισε με κάποια παρρησία και θάρρος, όπως κάποιος αθλητής αφού αποχτήσει αρκετή εμπειρία και δύναμη από το γυμναστή του για τους άθλους του κατεβαίνει με θάρρος στο στάδιο και συναγωνίζεται με τους αντιπάλους του, με τον ίδιο τρόπο κι αυτός, αφού με τη δική του φροντίδα και τη συμμαχία της χάριτος που του φανερώθηκε προαλείφθηκε επαρκώς ψυχικά, ρίχνεται τέλος στον αγώνα...
(αγίου Γρηγορίου Νύσσης, "Βίος Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού", εκδ. ΕΠΕ, τ. 9, σελ. 413-419)