ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΚΟΜΑ…
Μανώλη Παντερή.
Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα. Ξανάβαλε νερό και το άδειασε όλο δίψα μέσα του. Σα να ‘ταν ατμός, σα να ‘ταν σύννεφο, κινήθηκε εντός του και χάθηκε, κύλησε και ξεχύθηκε, κι ένιωσε πάλι δίψα καυτή να φλογίζει τα σωθικά του. Έκλεισε απελπισμένος τα μάτια και θυμήθηκε ξανά το Δάσκαλο… το Δάσκαλο, το πηγάδι στη Σαμάρεια, την καυτή περιπέτεια της νιότης του.
Ζηλωτής του Νόμου, περίμενε κι εκείνος από νήπιο το Μεσσία. Από παιδάκι, ποτισμένος ως το κόκκαλο με των προφητών τα κηρύγματα, με την ακρίβεια των εντολών, με τις παραδόσεις, καρτερούσε κι εκείνος το Σωτήρα, το βασιλιά του Ισραήλ. Μεγάλωσε σε χρόνια δύσκολα, κάτω από τον φόβο των Ρωμαίων, με αυτή την προσμονή, και να που ένα δειλινό, ότι πατούσε τα είκοσι χρόνια, φάνηκε ο «Δάσκαλος» στο χωριό του. Αλλιώτικος πολύ απ’ ό,τι φανταζόταν, για λίγο δίστασε μα όλοι οι άλλοι ήτανε πεισμένοι: αυτός ήταν ο Μεσσίας.
Όταν μάλιστα το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην ορμή της καρδιάς του. Ήταν η ώρα της απόφασης! Άφησε πίσω χωριό, σόι, χωράφια και ζώα, ακόλουθος Εκείνου. Εκείνου που προσδοκούσε να δει στο θρόνο του Δαυίδ, να ξεσηκώνει το λαό, να διώχνει τους Ρωμαίους, να επιβάλλει το Νόμο σ’ όλη την Οικουμένη, να δικαιώνει τις ελπίδες του περιούσιου Ισραήλ.
Να ρίξουν στη θάλασσα τους άπιστους, τους βέβηλους, να λιθοβολήσουν τον Ηρώδη και τους προδότες του, να σφάξουν τελώνες, πόρνες, μοιχούς, να καθαρίσει ο εκλεκτός λαός απ’ τους μαγαρισμένους! Και να σκύψουν όλοι οι βασιλιάδες της γης στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσουν!
Αλίμονο! Πικρά ποτήρια απογοήτευσης του καίγανε την καρδιά κι η αμφιβολία τον δάγκωνε όλο και πιο βαθιά, μέρα με τη μέρα. Ποιός Βασιλιάς, ποιός θρόνος του Δαυίδ, που ήταν το μεγαλείο και η δόξα; Ο Δάσκαλος γυρνούσε φτωχός, δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Ποιός θα επέβαλλε το Νόμο; Εκείνος φανερά, προκλητικά, παράβαινε το Σάββατο, κατάλυε τις παραδόσεις τα ‘βάζε με τους Φαρισαίους.
Κι όλο παρέες με αμαρτωλούς, με φορομπήχτες, με γυναίκες πουλημένες, του σκοινιού και του παλουκιού. Σεβασμός στους θεσμούς κανείς. Πήγανε μαζί σ’ ένα γάμο, στην Κανά, κι έκανε τον γαμπρό, τον αγαθό τον Σίμωνα, να παρατήσει τη νύφη και να τρέχει ξοπίσω τους. Κι αντί για δύναμη, για βία, για εκδίκηση, δίδασκε και συγγνώμη, αγάπη και ταπείνωση.
Σα να μην έφταναν αυτά, γιάτρευε όλους, πιστούς και απίστους, ακόμα και Ρωμαίους! Κι ο ταλαίπωρος έκανε υπομονή, περίμενε να δει, προσδοκούσε την ώρα να ξυπνήσει ο «Λέων ο εξ Ιούδα», να βρυχήσει, κι οι άπιστοι να σκορπίσουν, να πάρει τα όπλα ο λαός και τότε να δεις που πάνε η «ταπείνωση» κι η «αγάπη» κι η «συγγνώμη». Περίμενε, περίμενε… Κι ο Δάσκαλος ήταν πάντα ίδιος, πάντα πράος, έτοιμος να γιατρέψει, να παρηγορήσει, να καλοπιάσει.
Μιλούσε για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την αγάπη - για την εξέγερση, για ξεσηκωμό, για το Βασίλειο των Ιουδαίων ούτε λέξη. Μία φορά του ζήτησαν να ρίξει φωτιά να κάψει τους αλλογενείς, κι Εκείνος αντί να χαρεί, τους μάλωσε. Κι όλο κάτι παράξενα τους έλεγε, για Σταυρό και για Ανάσταση… Όταν ο λαός τον έψαχνε να τον κάνει μπροστάρη, ηγέτη, βασιλιά, Εκείνος έφευγε, κρυβόταν, χανόταν στις ερημιές για να προσευχηθεί. Κι ο καημένος… όλο κι αμφέβαλλε, όλο και κλονιζόταν, όλο και βούλιαζε στην απογοήτευση…
Μα τούτο πια ήταν από τα απίστευτα! Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο! Που ακούστηκε άντρας Ιουδαίος -και μάλιστα Μεσσίας- να μιλά έτσι απλά, σχεδόν φιλικά, με μια αλλογενή γυναίκα, μια τιποτένια, μια βρωμερή αμαρτωλή, μια Σαμαρείτισσα! Στέκονταν κι οι δυό δίπλα στο πηγάδι και της έλεγε ότι, λέει, Εκείνος είχε το ζωντανό νερό που ξεδιψά για πάντα, της έλεγε πως Εκείνος ήταν ο Χριστός. Μα καλά θα ξέπεφτε ποτέ τόσο πολύ ο Χριστός; Δεν καταλάβαινε επιτέλους ότι πρόδιδε πατρίδα και ήθη, ότι σκανδάλιζε, ότι φερόταν ανάρμοστα. Κι έπειτα, τι ανοησίες ήταν αυτές περί «ζωντανού νερού» και τα υπόλοιπα, κρυφοθεολογίες μπερδεμένες και ύποπτες.
Που ήταν λοιπόν η αξίνα, που το σπαθί, που το λιοντάρι του Ιούδα, που η δύναμη του βασιλιά του Ισραήλ; Αυτός ήταν ο Βασιλιάς; Αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, ο πλάνος, ο αλλοπαρμένος, αυτός ο «Ναζωραίος», όπως τον έλεγαν; Μια Σαμαρείτισσα, το πηγάδι το «ζωντανό νερό»… Τα παράτησε όλα και γύρισε στο χωριό του, στους δικούς του, στην παλιά ζωή του.
Το έμαθε αργότερα ο «Δάσκαλος» σταυρώθηκε, δεν αντιστάθηκε. Τον έσφαξαν σαν πρόβατο.
Οι άλλοι μαθητές λέγανε πως αναστήθηκε –ανοησίες, πάει η ελπίδα, πάει το Βασίλειο, πάει η προσδοκία στο βρόντο… Ξανάγινε αγρότης, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, ζηλωτής πάντα του Νόμου, τα έμαθε κι αυτά στην προσμονή του Μεσσία. Όλα γίνανε όπως πρώτα, δεν ήταν τίποτε, μια κουταμάρα της νιότης του ήτανε, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Όλα; Ποιος ξέρει; Να, παράξενο πράμα…
Θυμάται τώρα πάλι το πηγάδι στη Σαμάρεια, τη γυναίκα, τον Δάσκαλο, το ζωντανό νερό. Η ζωή του έγινε όπως πρώτα. Μα από τη μέρα εκείνη δεν κατάφερε ποτέ πια να ξεδιψάσει… Γέμισε άλλο ένα ποτήρι. Το ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα, όλο δίψα καυτή. Και δεν κατάλαβε πως ήταν κερασμένο με δυό σταγόνες δάκρυ, από τα βουρκωμένα μάτια του..
Από το βιβλίο Ώρα 5 και 28, Εκδ. «ΧΦΕ»
(Βιβλίο: Ένα ποτήρι ακόμα, εκδ. Ακρίτας, σελ. 99-103)