1) "Κάποιος μοναχός, Πέτρος στο όνομα, πήγε να ζήσει κοντά σε έναν ηλικιωμένο μοναχό σε κάποιον τόπο ερημικό και δασώδη που λεγόταν Εβασά.
Ο γέροντας αυτός του διηγήθηκε ότι πριν κατοικήσει στην ερημιά, είχε αρρωστήσει και πέθανε.
Σύντομα όμως ξαναγύρισε στο σώμα και έλεγε ότι είδε τα βασανιστήρια του άδη και αμέτρητους τόπους φωτιάς, διαβεβαίωνε μάλιστα ότι είδε και κάποιους ισχυρούς του κόσμου τούτου κρεμασμένους μέσα στις φλόγες. Καθώς λοιπόν τον πήγαν και αυτόν για να τον ρίξουν εκεί, παρουσιάστηκε ξαφνικά, όπως έλεγε, ένας ολόλαμπρος άγγελος, ο οποίος δεν άφησε να τον ρίξουν στην φωτιά, αλλά του είπε:
“Πήγαινε, και μετά από αυτά βλέπε πώς θα ζήσεις, προσέχοντας τον εαυτό σου”.
Με τα λόγια αυτά, τα μέλη του ξαναζεστάθηκαν σιγά σιγά, ξύπνησε από τον ύπνο του αιώνιου θανάτου και διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν. Από εκεί και πέρα σε τόσες νηστείες και αγρυπνίες έδωσε τον εαυτό του, επειδή είδε και φοβήθηκε τα βασανιστήρια του άδη, ώστε και να σώπαινε η γλώσσα του, μιλούσε ο τρόπος της ζωής του. Έτσι λοιπόν ο θάνατος του πραγματοποιήθηκε με τη θαυμαστή πρόνοια του Θεού, για να μην πεθάνει αιώνια.
Επειδή η ανθρώπινη καρδιά έχει πάρα πολύ βαριά σκληρότητα, η παρουσίαση των βασανιστηρίων ίσως κάποτε να μπορέσει να τη φέρει σε μετάνοια. κάποτε όμως αυτό σε μερικούς γίνεται αιτία για μεγαλύτερη καταδίκη, όταν αυτοί, αφού είδαν εκείνα τα φοβερά και γύρισαν στην εδώ ζωή, έμειναν πάλι ίδιοι και αδιόρθωτοι, και δεν έχουν πια καμιά δικαιολογία."
(Ευεργετινός, τόμος Α, εκδ. το περιβόλι της Παναγιας, σελ.84-85)
2) "ΈΝΑΣ νέος πόθησε ν' αφιερώση τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίση.
-Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείση. Έφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου χριστιανή.
Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνη τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μή δίνη σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαρειά και λίγο έλειψε να πεθάνη. Ένας αδελφός, που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτη εξαντλημένος σε βαθιά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε κι εκείνη η δυστυχισμένη και σάστισε.
-Κι εσύ, γυιέ μου, του είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσης την ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τη δίκαιη εκείνη παρατήρησι, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθή. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη ν΄άνοιγε πιο βαθειά ο Άδης να τον κρύψη, παρά ν' ακούη τον έλεγχο της μάνας του. Στη δύσκολη θέσι που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
-Πάρτε τον πίσω. Του χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθή.
Ύστερα απ' αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε ιδεί κι ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
-Μην κάνης έτσι, Αδελφέ, του έλεγαν οι Γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από την υπερβολική σου θλίψι.
-Αν δεν υπέφερα, Πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μήτερας μου, πώς θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνη ο Κριτής μπροστά στους Αγγέλους, στους Δικαίους και σ' όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνη;
Με τη μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σε αγιότητα."
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία, σελ. 163)
3) "Δεν θα παραλείψω να σου αναφέρω και την ιστορία του Ησυχίου του Χωρηβίτη. Αυτός ζούσε πάντοτε με πλήρη αμέλεια, χωρίς να φροντίζει καθόλου για την ψυχή του.
Κάποτε λοιπόν ασθένησε πάρα πολύ βαρειά, ώστε για μια ολόκληρη ώρα φαινόταν ότι είχε πεθάνει. Συνήλθε όμως πάλι, και μας παρακάλεσε να φύγομε αμέσως όλοι. Έκτισε τότε τη θύρα του κελλιού του, και έμεινε μέσα σ' αυτό δώδεκα χρόνια, χωρίς να μιλήσει καθόλου με κανένα.
Δεν γευόταν τίποτε άλλο, παρά μόνο ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο εκστατικός μπροστά σε όλα εκείνα που είχε δεί κατά την έκστασή του εκείνη. Τόσο πολύ είχε βυθισθεί στη σκέψη του, ώστε να μην αλλάξει ποτέ στο εξής η όλη έκφραση του. Φαινόταν πάντοτε σαν ηλίθιος, χύνοντας αθόρυβα πάντοτε δάκρυα θερμά.
Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, ξεφράξαμε τη θύρα, μπήκαμε μέσα, και παρά τα πολλά παρακάλια μας, αυτό μόνο ακούσαμε να μας λέγει.
“Συγχωρήστε με. κανένας, που συνειδητοποιήσε το νοήμα της μνήμης του θανάτου, δεν θα μπορέσει να αμαρτήσει ποτέ”.
Εμείς μείναμε κατάπληκτοι βλέποντας αυτόν που ήταν τόσο αμελής προηγουμένως, να έχει μεταμορφωθεί μέσα σε μιά στιγμή, σημειώνοντας αυτή τη μακάρια αλλοίωση και μεταμόρφωση. Αφού τον θάψαμε με ευλάβεια στο κοιμητήριο που βρίσκεται κοντά στο κάστρο, όταν ύστερα από μερικές ημέρες αναζητήσαμε το άγιο λείψανό του, δεν το βρήκαμε.
Ο Κύριος δηλαδή με το θαύμα αυτό επιβεβαίωσε την επιμελημένη και αξιέπαινη μετάνοιά του, ώστε να διορθώσουν τον εαυτό τους και όλοι εκείνοι που θα θελήσουν και μετά την πολλή αμέλεια που έδειξαν στο παρελθόν."
(Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναΐτου,εκδ ΕΠΕ σελ. 185-187)
4) "Κάποιος αδελφος ρώτησε έναν Γέροντα: "Τι να κάνω;". Και του είπε ο Γέροντας:
"Οφείλουμε να χύνουμε δάκρυα πάντοτε". Συνέβη κάποτε κάποιος από τους πατέρες να πεθάνει και μετά από πολλή ώρα επανήλθε στον εαυτο του και τον ρωτήσαμε:
"Τι είδες εκεί αββά;"
Και μας είπε τότε κλαίοντας: "Άκουσα εκεί έναν ασταμάτητο θρήνο απ' αυτούς που έλεγαν αλίμονό μου. Το ίδιο και εμείς οφείλουμε να λέμε πάντοτε".
(Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Α, εκδ. "Το γενέσιο της Θεοτόκου", σελ. 351-353)
5) Όταν ο άγ. Αθανάσιος των σπηλαίων του Κιέβου πέθανε και επανήλθε στη ζωή μετά από δύο ημέρες, οι άλλοι μοναχοί “τρομοκρατήθηκαν βλέποντας τον. άρχισαν τότε να τον ρωτούν πώς είχε γίνει κάτι τέτοιο, και τί είχε δεί και ακούσει ενόσω ήταν έξω από το σώμα του. Σε όλες τις ερωτήσεις απάντησε λέγοντας μόνο:
“Σώστε τον εαυτό σας!”
Και όταν οι αδελφοί επίμονα τον ρωτούσαν να τους πεί κάτι ψυχωφελές, εκείνος τους συνέστησε την υπακοή και την αδιάκοπτη μετάνοια.
Αμέσως μετά ο Αθανάσιος εγκλείστηκε σε ένα σπήλαιο, όπου παρέμεινε συνεχώς επί δώδεκα χρόνια, χύνοντας ακατάπαυστα δάκρυα μέρα και νύχτα, τρεφόμενος με λίγο ψωμί και νερό μέρα παρά μέρα, και μη συζητώντας με κανέναν για όλο εκείνο το διάστημα.
Όταν έφτασε η ώρα του θανάτου του, επανέλαβε στους συγκεντρωμένους αδελφούς τις εντολές του για υπακοή και μετάνοια, και απεβίωσε ειρηνικά έν Κυρίω”.
(Η ψυχή μετά τον θάνατο, Σεραφείμ Ρόουζ, εκδ. Μυριόβιβλος, σελ. 269)