(Ο άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) τα έτη 373-397 μ.Χ. αντιδρά στην απαίτηση της Ιουστίνας, μητέρας του αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντινιανού και του ιδίου του αυτοκράτορα, να παραδώσει τον ορθόδοξο ναό στους αιρετικούς αρειανούς).
Η Ιουστίνη τότε εζήτησεν εν ονόματι του δευτεροτόκου υιού της και ήδη βασιλέως Ουαλεντινιανού του Β’ να παραχωρήση ο Αμβρόσιος την έξω της πόλεως Πορτιανήν λεγόμενην εκκλησίαν, δια να πανηγυρίση εκεί ομού με τους ευαριθμοτάτους αρειανούς των Μεδιολάνων την εορτή του Πάσχα. Ο Αμβρόσιος απεποιήθη· ευλόγως δε. Παραχωρών τον ορθόδοξον ναόν προς σκοπόν τοιούτον, θα καθίστατο ένοχος επί αναγνωρίσει του αρειανισμού.
Αλλ’ η Ιουστίνη πληγείσα εις τον εγωϊσμό της, προέβαλε νέαν ακόμη θρασυτέραν αξίωσιν. Απήτησε δηλαδή να τη παραχωρηθή μεγαλύτερος ναός, ο της Νέας Βασιλικής, ο οποίος εκείνο εντός αυτής της πόλεως. Ο Αμβρόσιος ηρνήθη και πάλιν. Τότε η βασιλομήτωρ την Κυριακή των Βαΐων, ενώ ο επίσκοπος ελειτούργει εν τη νέα Βασιλική, έστειλε κρυφά στρατιώτας με εντολήν να καταλάβουν την Πορτιανήν και εγκαταστήσουν εν αυτή τον αρειανόν ιερέα Κάστουλον.
Η είδησις διεδόθη αμέσως, εν τη πόλει, πλήθος δε δραμόν εξεδίωξε τον αρειανόν λειτουργόν. Αλλ’ ο γενικός κοχλασμός ηρκείτο εις τούτο μόνον. Η έξαψις των ορθοδόξων υπήρχε τόση κατά της Ιουστίνης, ώστε ηπειλείτο στάσις. Και μόλις προελήφθη η έκρηξίς της δια των παρακλήσεων και των συμβούλων ιερέων και διακόνων, τους οποίους απέστειλεν ο Αμβρόσιος.
Η αγία και μεγάλη Τετάρτη εφώτισε σκηνήν δραματικωτάτην. Ήδη αυτός ο βασιλεύς Ουαλεντινιανός ο Β’, παρακινούμενος υπό της μητρός του, διέταξε στρατιώτας να κυκλώσουν την Νεάν Βασιλικήν. Οι Ορθόδοξοι εξηγέρθησαν· αλλ’ ο μέγας επίσκοπός των έβλεπεν ότι ηδύνατο να συμβή αιματοχυσία, την οποίαν απετροπιάζετο η ευγενής και φιλάνθρωπος ψυχή του. Διέταξε λοιπόν να μη γείνη καμμία αντίστασις ουδ’ επίθεσις κατά των στρατιωτών, απειλήσας δι’ αφορισμού εκείνους, οίτινες ήθελαν τυχόν παρακούσει.
Και συνέβη τότε παράδοξόν τι, το οποίον εμαρτύρει την μεγάλην και ακαταμάχητον επιρροήν του Αμβροσίου. Εξ’ αυτών των στρατιωτών,των σταλέντων να καταλάβουν την Νεάν Βασιλικήν, πολλοί αφήσαντες αυτήν, έσπευσαν εις την Παλαιάν Βασιλικήν, ένθα επληροφορήθησαν ότι ευρίσκετο ο επίσκοπός των. Τον εύρον δε εκφωνούντα λόγον εξ αφορμής περικοπής τινός εκ του βιβλίου του Ιώβ. Και ομιλών περί πειρασμών, μεταφέρων δε την ομιλίαν εις τον εαυτόν του και εις τα τότε συμβαίνοντα, είπε με την χαρακτηρίζουσαν την ψυχήν του δύναμιν και ελευθερίαν
«Με προστάττουσι να παραδώσω την Βασιλικήν· εγώ αποκρίνομαι:
Ούτε εις εμέ είνε θεμιτόν να παραδώσω, ούτε είς σε, αυτοκράτωρ, συμφέρον να παραλάβης αυτήν· τον οίκον του ιδιώτου ανθρώπου δεν έχεις εξουσίαν να αφαρπάσης, και νομίζεις, ότι θέλεις τολμήσει να αφαιρέσης τον οίκον του Θεού ;
-Εις τον αυτοκράτορα, λέγουν, πάντα είνε θεμιτά, πάντα ανήκουν εις αυτόν. Εγώ δε αποκρίνομαι:
μη ματαίως νόμιζε ότι ως αυτοκράτωρ έχεις και δίκαιόν τι επί των θείων πραγμάτων· μη επαίρου, αλλ’ εάν θέλης ίνα ο Θεός προστατεύη την ζωήν και την βασιλείαν σου, υποτάγηθι εις αυτόν. Η Γραφή λέγει: τα του Θεού τω Θεώ, και τα Καίσαρος Καίσαρι. Εις τον Καίσαρα τα παλάτια εις τον ιερέα η Εκκλησία.
- Αλλά λέγουν, ως από μέρους του αυτοκράτορος: «και εγώ πρέπει να έχω εκκλησίαν. Εγώ δε αποκρίνομαι:
«τι κοινόν έχεις συ προς την μοιχαλίδα, τουτέστι προς την εκκλησίαν των αρειανών;»
Έμεινε δε όλην την ημέραν και την νύκτα εκείνην εντός του ναού ο Αμβρόσιος, και ομού μ’ αυτόν πλήθος λαού, εν ύμνοις και ψαλμοίς. Εν τω μεταξύ ο Ουαλεντινιανός ο Β’ συνήλθεν. Αναμετρήσας τα συμβάντα, εννοήσας δε ότι άνευ της συνέσεως του επισκόπου η στάσις θα εξερρηγνύετο, διέταξε τους στρατιώτας να αποχωρήσουν εκ της Νέας Βασιλικής. Η είδησις έφερε μεγάλην χαράν εις όλον τον λαόν, και οι στρατιώται δε, προστρέχοντες εις τα ορθόδοξα θυσιαστήρια, τα κατησπάζοντο.
Αλλά το επόμενον έτος, 386, νέος ενέσκηψε αγών. Η Ιουστίνη ηννόει να εκδικηθή τον Αμβρόσιον και να ικανοποιήση τας αρειανάς της συμπαθείας. Έπεισε λοιπόν τον αυτοκράτορα υιόν της να εκδώση νόμον επιτρέποντα εις τους Αρειανούς να εκκλησιάζωνται, τιμωρούντα δε δια θανάτου τους Ορθόδοξους, οίτινες θ’ ανθίσταντο εις τούτο. Και τότε εζητήθη από τον Αμβρόσιον και πάλιν να παραδώση εις τους Αρειανούς την Εκκλησίαν της Πορτιανής. Αλλ’ η βασιλική αυθαιρεσία εύρεν αντιμέτωπιν την αυτήν επισκοπικήν άρνησιν. Και ο σθεναρός ποιμενάρχης αναφώνησε:
«Ο Ναβουθαί δεν ηθέλησε να παραδώση εις τον βασιλέα Αχαάβ, τον αμπελώνα, τον οποίον είχε παρά των πατέρων αυτού κληρονομίαν· και πρέπει εγώ να παραδώσω την κληρονομίαν του Χριστού; Ο Θεός φυλάξοι με του να παραδώσω την κληρονομιά των πατέρων μου, την κληρονομίαν του Αγίου Διονυσίου, του αποθανόντος εν τη εξορία υπέρ της πίστεως, την κληρονομίαν του ομολογητού Ευστοργίου, την κληρονομίαν του Αγίου Μυροκλέους, και τοσούτων άλλων αγίων επισκόπων προκατόχων μου».
Ο αυτοκράτωρ, μη αναμένων την τόσην τόλμην, παρωξύνθη δεινώς· μη αναμετρών δε τας συνεπείας, απεφάσισε να συλλάβη και να εξορίση τον Αμβρόσιον.
Αλλ’ ούτος μετά του περί αυτόν κλήρου έμεινεν αρκετάς ήμερας και νύκτας εντός του ναού, ενώ ο λαός των Μεδιολάνων εφρούρει έσω και έξω, έτοιμος να θυσιασθή υπέρ του επισκόπου.
Ο αυτοκράτωρ μη θεωρών ακίνδυνον την βίαν, απεπειράθη να επιτύχη δια δόλου. Δια του δημάρχου δηλαδή Δαλματίου εκάλεσε τον Αμβρόσιον, να προσέλθη εις τα ανάκτορα δια να συζητήση επί παρουσία διακεκριμένων αρχόντων μετά του επισκόπου των Αρειανών Αυξεντίου. Αλλ’ η επιβουλή δεν ετελεσφόρησεν.
Ο Αμβρόσιος απήντησεν, ότι εις τα ζητήματα της πίστεως και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας κριταί δύνανται να γείνουν επίσκοποι μόνον. Βασιλεύς τότε και βασιλομήτωρ κατείδον ότι ενυπήρχε πολύς κίνδυνος εις το πολεμείν προς τοιούτον ήρωα της Εκκλησίας και τον αφήκαν ήσυχον.
(Ο Βίοι των αγίων, Μιχαήλ Γαλανού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,τόμος 4, σελ.42-44 στο μήνα Δεκέμβριο)