του π. Χαραλάμπους Παπαδοπούλου.
Κοιτούσα την εικόνα του αγίου Δημητρίου, και η μνήμη μου περπάτησε στην Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο ναό του. Θυμήθηκα αυτό το θαύμα του μύρου που τρέχει από το κορμί του αγίου και κερνάει πικραμένες καρδιές. Όχι «καθαρές» πικραμένες, πληγωμένες και αναγκεμένες.
Τι όμορφο να μην αγιάζει μόνο η ψυχή μα και το κορμί. Να σου λέει ο Θεός, ολόκληρο σε θέλω κι ας μας έχουν στο όνομα της «θρησκείας» τεμαχίσει εδώ και αιώνες.
Και το κορμί μετέχει στο αγιασμό, στην δόξα, στην ομορφιά της βασιλείας Του. Έτσι πεσμένο κι αυτό, κουρελιασμένο και ρακένδυτο, απο κάθε "αρετή" και επιβεβαίωση του "εγώ" το ντύνει ο Θεός με την Χάρι Του.
Και κάπου εκεί, στις σκέψεις αυτές, θυμήθηκα τον Άγιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη. Όταν τον έφεραν στο χωριό του την Εθιά, διπλά ακριβώς το δικό μου χωριό. Τρεις μέρες σχεδόν άταφος. Τι φως ήταν αυτό στο πρόσωπο του; Τι λάμψη; Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Μα πιο πολύ δεν θα λησμονήσω, πως στάθηκα σε όλη την εξόδιο ακολουθία στο ύψος το ποδιών του. Στις πατούσες του συγκεκριμένα. Δεν του φορούσαν παπούτσια αλλά κάτι μαύρες κάλτσες. Όταν τελείωσε η ακολουθία, και περάσαμε να το αποχαιρετίσουμε, αισθάνθηκα την ανάγκη να τον ακουμπήσω. Δε μου έφταναν μονάχα οι ευχές ήθελα και μια τελευταία αγκαλιά. Έπιασα τα πόδια του, τα φίλησα και έβραζαν. Ήταν ζεστά και μαλακά. Ήταν το πιο ζεστό κορμί που άγγιξα ποτέ μου, τρεις μέρες άταφο, μα ζωντανό.