Την ελεημοσύνη την είχε κληρονομιά ο Γέροντας από τη μητέρα του. Άδειαζε τα χέρια του κι ο Θεός του τα ξαναγέμιζε περισσότερο και πάλι το ίδιο και πάλι η απάντηση του Ελεήμονος Θεού πιο μεγάλη. Θαύμαζε ο Γέροντας το μεγαλείο της αρετής αυτής και τον πλούτο του Ελέους του Θεού.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό γεγονός. Κάποτε λειτούργησε σ’ ένα χωριό της περιοχής και αφού τελείωσε τη Θεία Λειτουργία, γύριζε με το ζώο στο Μοναστήρι, έχοντας όλο κι όλο στην τσέπη του δέκα - είκοσι δραχμές. Στο δρόμο βλέπει μια γριά να κάθεται έξω από ένα σπιτάκι, κάτω από ένα δένδρο, βρεγμένη, σκεπασμένη μ’ ένα τσουβάλι να τουρτουρίζει. Κατέβηκε με κόπο από το ζώο, γιατί ήταν και φρεσκοχειρουργημένος, και την πλησίασε να την παρηγορήσει. Αυτό ήταν, έλεγε, το καθήκον του. Αφού νουθέτησε το γιο της και τη νύφη της για τη συμπεριφορά τους προς τη γριά μητέρα τους της λέει:
- Πάρε γιαγιά αυτές τις είκοσι δραχμές να πάρεις λίγη ζάχαρη, να κάνεις ένα ζεστό. Άλλα δεν έχω να σου δώσω.
Αφού την παρηγόρησε, ανέβηκε στο ζώο και πήρε το δρόμο για τη Μονή. Πιο πάνω τον σταματάει μια γνωστή του γιαγιά και του λέει:
- Πάτερ Ιάκωβε Πάρε αυτά τα χρήματα, γιατί μου ψέλνεις (μνημονεύεις) το γέρο μου˙ πάρε κι αυτά τ’ αυγά.
Και τούδωσε περί τις διακόσιες δραχμές και αρκετά αυγά.
- Γιαγιά, της λέει, το γέρο σου τον μνημονεύω και χρήματα δε θέλω. Και τ’ αυγά, κότες έχουμε στο Μοναστήρι, κράτησέ τα.
- Όχι πάτερ, μη με προσβάλλεις χονδρικώς, του απαντά η γιαγιά.
Και έτσι αναγκάστηκε να τα κρατήσει. Φτάνοντας στην Ιερά Μονή απέξω τον περίμενε ένας γέροντας από ένα κοντινό χωριό, άρρωστος, και του λέει:
- Πάτερ Ιάκωβε, αν έχεις να μου δανείσεις εκατό δραχμές να πάω στο γιατρό και όταν θα έχω στις ξαναδίνω.
Του λέει τότε ο Γέροντας:
- Πάρε παππού μου αυτές τις διακόσιες δραχμές για το γιατρό και για τα φάρμακα και δεν θέλω να μου τα επιστρέψεις.
Μπήκε στη Μονή και πάλι χωρίς δραχμή στο χέρι. Σε λίγο έρχονται προσκυνητές και του λένε:
- Πάρε πάτερ αυτόν το φάκελο για να μας κάνεις ένα σαρανταλείτουργο, και του δίνουν είκοσι χιλιάδες δραχμές.
Τους λέει ο Γέροντας:
- Θα το κάνω το σαρανταλείτουργο, τα χρήματα όμως δεν τα θέλω.
Τον παρακάλεσαν να τα δεχτεί. Με τα χρήματα αυτά αγόρασαν ένα μανουάλι για τη Μονή, έμειναν και υπόλοιπα και ξοδεύτηκαν, όπως έπρεπε.
«Κάθε μήνα», έλεγε ο Γέροντας, «έχω τις οικογένειες που έχουν ανάγκη και τις οικονομώ τ’ απαραίτητα σε τρόφιμα και σε χρήματα. Ένα δίνω κι ο Θεός δέκα μου δίνει. Μόλις σκεφτώ κάτι να δώσω αμέσως η απάντηση του Θεού μου δίνει πολλαπλάσια. Γι’ αυτό έλεγε χαρακτηριστικά, «δίνε, δίνε κι ο Θεός θα σου δίνει». Ο Γέροντας διακονούσε τους συνανθρώπους του ελεώντας τους υλικά και πνευματικά και αγωνιζόταν με υπεράνθρωπη άσκηση.
Εδώ αναφέρουμε το εξής θαυμαστό γεγονός, όπως το αφηγήθηκε ο Γέροντας: «Επειδή το λάδι της Μονής ήταν λιγοστό και οι εκκλησίες της περιοχής πολλές και οι φτωχοί που ελεούσαμε περισσότεροι, παρακάλεσα την Παναγία μας και τον Άγιο Δαβίδ καθώς και τον Άγιο Προφήτη Ηλία να βοηθήσουν να μη σωθεί το λάδι μας, αλλά για όλους να επαρκέσει. Κατεβαίνοντας λοιπόν μετά τη δέησή μου στην αποθήκη του λαδιού κοιτάζω το δοχείο που είχε μέσα το λάδι και βλέπω να τρέμει το καπάκι του και το λάδι να ξεχειλίζει και να έχει πλημμυρίσει γύρω.
Κατ’ αρχάς νόμισα ότι έπεσε μέσα κανένα ποντίκι, το οποίο στην προσπάθειά του να βγει κουνούσε το καπάκι και χυνόταν το λάδι. Είπα, μάλιστα, μέσα μου: Τι να το κάνω τώρα τόσο λάδι, αν έπεσε μέσα ποντίκι; Ούτε για φαγητό κάνει, ούτε για το καντήλι, αλλά πάλι πώς να έπεσε μέσα αφού το καπάκι είναι στη θέση του; Άνοιξα λοιπόν το καπάκι και διαπίστωσα ότι όχι μόνο ποντίκι δεν έπεσε μέσα, αλλά το λάδι, θαυματουργικώ τω τρόπω, ανέβλυζε από το δοχείο και πλημμύριζε γύρω. Το θαύμα αυτό συνέβη, γιατί προμηθεύαμε με λάδι όλους τους γύρω ναούς και τα εξωκκλήσια για τις ανάγκες τους, αλλά και για την ελεημοσύνη που δίναμε στους φτωχούς».
(Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος, εκδ. πατέρων Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ, σελ. 51-53)