Η Αμυντική Ιατρική
Ήταν μετά από κάποιες αργίες που απούσιαζε από το νοσοκομείο και κατά τη διάρκεια της παράδοσης και του σχολιασμού των νοσηλευομένων στη ΜΕΘ (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας), στη σειρά των κρεββατιών πέρασαν γρήγορα ένα από αυτά, με μια σύντομη αναφορά:
«Δυστυχώς αυτός ο ασθενής πεθαίνει χωρίς να μπορούμε να του προσφέρουμε τίποτε πια».
Μετά το τέλος της παράδοσης και κάνοντας πλέον μόνος επίσκεψη στους ασθενείς, διεπίστωσε ότι επρόκειτο για έναν νέο άνδρα γύρω στα πενήντα, που είχε υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου προ πενταετίας και κατά τη διάρκεια των αργιών μετά από γερό φαγοπότι, είχε αισθανθεί έναν οξύ πόνο στο στομάχι Τον πόνο αυτό τον απέδωσε στην κατάχρηση του φαγητού που είχε κάνει και χρησιμοποιώντας σόδες και κατευναστικά του στομάχου, προσπαθούσε να τον καταστείλει. Μετά την πάροδο πολλών ωρών αποφάσισε να καλέσει ασθενοφόρο, το οποίο τον οδήγησε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ένα νέο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Παρά την παρέμβαση που έγινε και την επείγουσα διάνοιξη του ενόχου για το έμφραγμα αγγείου, η βλάβη που είχε ήδη συμβεί ήταν μεγάλη και το αποτέλεσμα όλης αυτής της περιπέτειας ήταν να οδηγηθεί στη ΜΕΘ με εικόνα βαριάς καρδιακής ανεπάρκειας (καρδιογενές σοκ), με υψηλές δόσεις φαρμάκων υποστήριξης, οι οποίες χρειαζόταν να αυξάνονται συνέχεια, μέχρι σημείου που πλέον φαινόταν να μην έχουν αποτέλεσμα και ο ασθενής να χάνει έδαφος, οδηγούμενος προς τον θάνατο.
Διάφορες παρεμβάσεις που μπορούσαν να γίνουν, ήταν επικίνδυνο να οδηγήσουν πρώιμα στον θάνατο, λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητας της καταστάσεως και έτσι να δημιουργηθεί ο κίνδυνος οι ήδη ανήσυχοι συγγενείς να καταγγείλουν τους γιατρούς ότι με τις επιλογές τους οδήγησαν τον ασθενή στο τέλος. Έτσι οι γιατροί ενήργησαν αμυντικά και αφού εξάντλησαν τις ασφαλείς τεχνικές, ενημέρωσαν το περιβάλλον του ασθενούς ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο.
Συμβαίνει πολλές φορές οι γιατροί να προτάσσουν τη δική τους ασφάλεια με το επιχείρημα: «Αφού θα πεθάνει, ας μην πεθάνει τουλάχιστον στα χέρια μου κατά την παρέμβαση». Είναι ο αντίποδας όσων συζητήθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο όπου αντιστρέφοντας μπορούμε να πούμε:
«Στις περιπτώσεις που ο ιατρός, στηριζόμενος στις γνώσεις, στο αισθητήριο, στην εμπειρία, στην αγάπη προς τον ασθενή και στην πίστη του στον Θεό, αισθάνεται πως πρέπει να χρησιμοποιήσει μέσα που θεραπεύουν, αυτό δεν κηλιδώνει την ηθική του ακεραιότητα».
Η περίπτωση να πεθάνει ένας ασθενής κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας που αν πετύχαινε, θα μπορούσε να του σώσει τη ζωή, δε συνιστά ηθική αναστολή για τον γιατρό που επιχειρεί και τους συγγενείς που επιτρέπουν.
Άλλες φορές, ενώ οι γιατροί προτείνουν, οι συγγενείς φοβούμενοι μην κατηγορηθούν ότι προκάλεσαν τον θάνατο με την έγκριση μιας παράτολμης πράξης, είναι αρνητικοί. Το κομβικό σημείο για τη σωστή απόφαση είναι το πόσο χρήσιμη είναι για τον ασθενή η παρέμβαση που συζητείται. Αν κριθεί ότι μπορεί να τον βοηθήσει, θα πρέπει να επιχειρείται με όποιο, λογικό βέβαια, κίνδυνο.
Η βασική αρχή: «το όφελος πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τον κίνδυνο», μπορεί να αποτελέσει μία βάση για τη λήψη μιας απόφασης.
Στην περίπτωση του ασθενούς που αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου, έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση που θα ξεπερνούσε κάποια εμπόδια. Ο ασθενής είχε ελπίδα να αναστραφεί η πορεία του, αν τοποθετείτο μια ειδική αντλία σε συνέχεια της καρδιάς, η λεγάμενη ενδαορτική αντλία, που έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η τοποθέτησή της είναι αιματηρή και στις συνθήκες που βρισκόταν ο ασθενής, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανακοπή και αδυναμία επαναφοράς του στη ζωή. Όμως το μηχάνημα αυτό θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα στην καρδιά και την ευκαιρία να αναλάβει, χωρίς υπερβολικές δόσεις φαρμάκων που προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα στον οργανισμό. Ακόμη ο ασθενής, για να υποβοηθηθεί η οξυγόνωσή του, θα έπρεπε να διασωληνωθεί και να τεθεί σε μηχανικό αερισμό. Αυτό έκρυβε τον κίνδυνο να πέσει η πίεση σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ο ασθενής να μην μπορέσει ποτέ να επανέλθει. Πρώτα έγινε συνεννόηση με τους καρδιοχειρουργούς και τους αναισθησιολόγους. Παρά τις αντιρρήσεις που είχαν, ο γιατρός της ΜΕΘ τους εξήγησε ότι θα μιλήσει στους συγγενείς και θα πάρει αυτός όλη την ευθύνη.
Αφού δέχθηκαν, κάλεσε τους συγγενείς, τους εξέθεσε την κατάσταση και τους εξήγησε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια αχτίδα ελπίδας, αν με τον κίνδυνο θανατηφόρων επιπλοκών, προχωρούσαν στις παρεμβάσεις που προαναφέρθηκαν. Αυτοί δέχθηκαν πρόθυμα, αφού γνώριζαν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Όλα συν Θεώ έγιναν χωρίς προβλήματα, ο ασθενής πήρε εξιτήριο μετά από 15 ημέρες, ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή, βρήκε μια καινούρια εργασία στο αντικείμενό του, προσαρμοσμένη στις νέες ανάγκες του και μετά από δύο χρόνια ο γιατρός της ΜΕΘ κλήθηκε και στους γάμους του πρώην μελλοθανάτου, όπου του έγινε η τιμή να καθίσει στο τραπέζι των νεόνυμφων.
(Νικόλαος Κ. Παναγιωτόπουλος, 20 χρόνια στην Εντατική, Νέα Σμύρνη 2017, σελ. 35-38)