Ο ισχυρισμός ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι μεροληπτικά, εμπεριέχει έναν σαφή αλλά ψευδή υπαινιγμό ότι οι μάρτυρες δεν μπορούν να είναι αξιόπιστοι αν βρίσκονταν κοντά σ’ αυτόν για τον οποίο δίνουν τη μαρτυρία τους.
Αυτό είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο. Οι επιζήσαντες του εβραϊκού Ολοκαυτώματος ήταν κοντά στα γεγονότα που περιέγραψαν στον κόσμο. Αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που τους κάνει να είναι σε θέση να ξέρουν καλύτερα απ' όλους τι συνέβη. Ήταν εκεί και το έζησαν.
Το ίδιο ισχύει και για ιη μαρτυρία που δίνει κάποιος στο δικαστήριο για κάποια επίθεση που δέχτηκε. Ισχύει επίσης για αυτούς που έλαβαν μέρος στην εισβολή στη Νορμανδία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι μάρτυρες της Καινής Διαθήκης δεν πρέπει να απορρίπτονται με το αιτιολογικό ότι βρίσκονταν κοντά στα γεγονότα που περιγράφουν.
Και προσθέτει:
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν τέσσερις αυτόπτες μάρτυρες ενός φόνου. Υπάρχει και κάποιος που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος λίγο αργότερα και είδε μόνο το σώμα του θύματος. Κάποιος άλλος άκουσε από δεύτερο χέρι για το φόνο. Στη δίκη ο δικηγόρος της υπεράσπισης λέει:
«Αν εξαιρέσουμε τους τέσσερις αυτόπτες μάρτυρες, η κατηγορία δεν μπορεί να σταθεί και πρέπει να απαλλαχθεί ο κατηγορούμενος λόγω έλλειψης στοιχείων».
Οι άλλοι ίσως σκεφτούν ότι ο συνήγορος προσπαθεί να τους παραπλανήσει. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου και οι ένορκοι στρέφουν την προσοχή τους από τις ισχυρές αποδείξεις στις ασθενείς, και η συλλογιστική τους είναι σαφώς εσφαλμένη.
Εφόσον οι μάρτυρες της Καινής Διαθήκης ήταν οι μόνοι αυτόπττες μάρτυρες είναι πλάνη να στρέφουμε την προσοχή στις μη χριστιανικές κοσμικές πηγές. Παρόλα αυτά είναι σκόπιμο να δείξουμε πόσες αποδείξεις για τον Ιησού μπορούμε να συλλέξουμε από πηγές πέραν της Καινής Διαθήκης (Geisler, BECA, 381).
… O Bultman συγκεκριμένα έχει πολύ σωστά παρατηρήσει ότι οι πιστοί της Καινής Διαθήκης ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί του Ιησού, αλλά μετά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό τους έκανε λιγότερο ακριβείς παρατηρητές και αφηγητές του τι συνέβη.
Η εικασία είναι ότι η θετική του μεροληψία υπέρ του Ιησού και του έργου του τους έκανε λιγότερο προσεκτικούς στην περιγραφή των όσων έζησαν και στη διατήρησή τους. Μάλιστα κατέφυγαν και σε υπερβολές για να ενισχύσουν την πίστη στο Χριστό.
Τέτοια επιχειρήματα συνήθως γίνονται με τη βοήθεια μιας αναλογίας που αφορά μάρτυρες δικαστηρίου.
Όμως μια διαφορετική αναλογία, π.χ. από το χώρο μιας αίθουσας διδασκαλίας ίσως είναι πιο κοντά στην κατάσταση των συγγραφέων των ευαγγελίων, που ήταν, τελικά, μαθητές του Διδασκάλου.
Σε μια αίθουσα διδασκαλίας, ποιός είναι πιθανότερο να πιάσει κάθε λέξη που λέει ο δάσκαλος και να κρατήσει πλήρεις και σωστές σημειώσεις, ένας τυχαίος ακροατής ή ο μαθητής που είναι αφοσιωμένος στην άποψη του δασκάλου; Σίγουρα σε κάθε περίπτωση θα προτιμούσαμε τις σημειώσεις του μαθητή. Διασώζουν τη σοφία του δασκάλου με κάθε προσοχή επειδή το άτομο που τις καταγράφει πιστεύει ότι θα έχουν αξία και μετά τις εξετάσεις. Οι μαθητές επειδή πίστευαν στην ιδιαίτερη αξία όλων όσων είπε ο Ιησούς, σίγουρα κατέβαλαν προσπάθειες να διατηρήσουν τις διδασκαλίες του με ακρίβεια (Erickson,WBF,131-132)
(Ζητώ Αποδείξεις, Josh McDowell, εκδ. ο Λόγος, σελ. 120-121 & 652)