«Το επιχείρημά μου κατά του Θεού συνίστατο στην άποψη ότι το σύμπαν έμοιαζε φοβερά σκληρό και άδικο.
Πώς, όμως, είχε γεννηθεί μέσα μου αυτή η ιδέα του δικαίου και του αδίκου;
Κανείς δεν ονομάζει μια γραμμή τεθλασμένη, παρά μόνο εάν έχει κάποια ιδέα για το πώς μοιάζει μια ευθεία γραμμή. Με τι σύγκρινα αυτό το σύμπαν όταν το χαρακτήριζα άδικο;
Αν όλο το παιχνίδι ήταν κακό και ανόητο από το Α μέχρι το Ω, για να το πω απλά, γιατί τότε εγώ, που υποτίθεται ότι ήμουν κομμάτι του παιχνιδιού, αντιδρούσα απέναντί του τόσο βίαια; Κάποιος αισθάνεται βρεγμένος όταν πέφτει στο νερό, κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ζώο του νερού: ένα ψάρι δεν θα αισθανόταν ποτέ βρεγμένο.
Βέβαια, θα μπορούσα να είχα παρατήσει την όλη ιδέα μου περί δικαιοσύνης λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ατομική μου άποψη. Αν, όμως, έκανα κάτι τέτοιο, τότε θα κατέρρεε και το επιχείρημά μου κατά του Θεού, μιας και το επιχείρημα στηριζόταν στο γεγονός ότι έλεγα πως ο κόσμος ήταν πραγματικά άδικος, όχι ότι απλώς δεν ικανοποιούσε το προσωπικό μου γούστο.
Έτσι, προσπαθώντας ακριβώς να αποδείξω ότι ο Θεός δεν υπάρχει —με άλλα λόγια, ότι όλη η πραγματικότητα ήταν παράλογη—, διαπίστωσα ότι έπρεπε να υποθέσω πως ένα τμήμα της πραγματικότητας - συγκεκριμένα, η ιδέα την οποία είχα περί δικαιοσύνης- ήταν γεμάτο από νόημα. Συνεπώς ο αθεϊσμός αποδεικνύεται πολύ απλοϊκός.
Αν το σύμπαν στο σύνολό του δεν έχει κανένα νόημα δεν θα διαπιστώναμε ποτέ ότι δεν έχει κανένα νόημα:
όπως ακριβώς, εάν δεν υπήρχε φως στο σύμπαν κι ως εκ τούτου πλάσματα με μάτια, ποτέ δεν θα ξέραμε ότι είναι σκοτάδι.
Το σκοτάδι θα ήταν λέξη δίχως κανένα νόημα». (C. S. Lewis)
(στο: αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, "Πιστεύω στο Θεό", εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, σ. 207-208)