Ένα συγκλονιστικό κείμενο-μνημείο! (Ομιλία ΙΑ στην προς Εφεσίους Επιστολή).
Εάν λοιπόν θέλωμεν να απολαμβάνωμεν το Πνεύμα το όποιον έρχεται από την κεφαλήν, ας είμεθα στενά συνδεδεμένοι μεταξύ μας.
Διότι δύο τρόποι αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας υπάρχουν· ο ένας, όταν ψυχράνωμεν την αγάπην, ο δεύτερος δε, όταν τολμήσωμεν πράγματα που είναι ανάξια να γίνωνται εις εκείνο το σώμα˙ διότι και με τους δύο αυτούς τρόπους χωρίζομεν τους εαυτούς μας από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Εάν δε εμείς, που έχομεν ταχθή να οικοδομώμεν και άλλους εις αυτό, πρώτοι γινώμεθα εμείς αίτιοι διά ν’ αποσχίζωνται από αυτήν, τί δεν θα πάθωμεν;
Τίποτε δεν θα ημπορέση να διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτούς οι οποίοι διεμέλισαν το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα.
Διότι εκείνο μεν έγινε προς όφελος της οικουμένης, αν και δεν το έκαναν από αυτόν τον σκοπόν˙ αυτό όμως εις τίποτε πουθενά δεν χρησιμεύει, αλλ’ είναι μεγάλη η βλάβη.
Αυτά δεν λέγονται μόνον προς τους άρχοντας, αλλά και προς τους αρχομένους.
Κάποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτήν την αμαρτίαν.
Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την δόξαν του Χριστού; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστού, πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστός;
Άκουσε τον Παύλον ο οποίος λέγει˙ «Δεν είμαι άξιος να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού». Δεν είναι μικρά αυτή η βλάβη από τους εχθρούς, αλλά πολύ μεγάλη. Διότι εκείνη μεν αναδεικνύει αυτήν και λαμπροτέραν, ενώ αυτή καταισχύνει αυτήν και ενώπιον των εχθρών της, όταν δηλαδή πολεμήται υπό τα ίδια τα τέκνα της. Διότι είναι μεγάλη απόδειξις απάτης το να μεταβάλλωνται έξαφνα και να διάκεινται ως εχθροί αυτοί οι οποίοι εγεννήθησαν και ανετράφησαν μέσα εις την εκκλησίαν και έχουν γνωρίσει με ακρίβειαν τα απόρρητα της πίστεως.
Αυτά δι’ εκείνους οι οποίοι με αδιαφορίαν ακλουθούν εκείνους οι οποίοι διαιρούν την Εκκλησίαν. Διότι και αν ακόμη έχουν αντίθετον προς την Εκκλησίαν πίστιν, και δι’ αυτόν τον λόγον δεν αρμόζει εις εκείνους ν’ αναμιγνύωνται˙ εάν όμως έχουν την ιδίαν πίστιν, τότε πολύ περισσότερον δεν πρέπει να αναμιγνύωνται. Διατί άραγε; Διότι η νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν.
Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετά από αυτούς;
Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν δεν είναι μαζί με εμάς; «Ένας Κύριος, μία πίστις, ένα βάπτισμα». Εάν δε αυτά που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι λανθασμένα. «Ώστε να μη είμεθα πλέον νήπιοι, κλονιζόμενοι και παρασυρόμενοι από κάθε άνεμον διδασκαλίας».
Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν αυτή δεν έγινε κατά τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτήν. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατόν να χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτά και ας τα καταστρέψωμεν.
Μη γένοιτο, λέγει. Σεις τα κάνετε αυτά και λέγετε μη γένοιτο; Πως λέγεις, μη γένοιτο, την στιγμήν που έχουν γίνει ήδη; Εγώ το λέγω και το επιβεβαιώνω αποσκοπών όχι εις ιδικόν μου συμφέρον, αλλ’ εις την ιδικήν σας σωτηρίαν˙ εάν δε κάποιος αδιαφορή, αυτός θα κριθή˙ εάν δε αυτά δεν ενδιαφέρουν εις κάποιον, εμάς όμως μας ενδιαφέρουν. «Εγώ εφύτευσα», λέγει, «ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός έδιδε την αύξησιν».
Πώς θα υποφέρωμεν την ειρωνείαν και τον γέλωτα των ειδωλολατρών; Διότι εάν μας κατηγορούν διά τας αιρέσεις, τί θα είπουν δι’ αυτά; Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντού, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτούς φιλαρχία και απάτη; Απογύμνωσέ τους από το πλήθος, λέγει, και δεν θα είναι τίποτε. Κτύπησε και εξολόθρευσε την νόσον, η οποία διαφθείρει τον όχλον.
5. Θέλετε να είπω αυτά τα οποία λέγουν διά την πόλιν μας; με πόσην ευκολίαν ημπορούν να μας κατηγορούν; Είναι δυνατόν, λέγει, εις όποιον θέλει να εύρη οπαδούς και δεν θα λείψουν ποτέ αυτοί. Ω, πόσον αξιογέλαστον πράγμα! πόσης εντροπής άξια είναι αυτά; Αλλά και τα άλλο είναι αξιογέλαστον και το άλλο είναι εντροπή. Αν μερικοί από εμάς κυριευθέντες από τα πιο φοβερά πράγματα, πρόκειται να υποστούν κάποιο επιτίμιον, είναι πολύς ο τρόμος και ο φόβος παντού μήπως κανείς αποσκιρτήση, λέγει, μήπως αποστατήση εις εκείνους. Χιλιάδες φορές είναι προτιμώτερον ν’ αποσκιρτήση αυτός ο οποίος είναι τέτοιος, και να είναι μαζί με εκείνους˙ δεν λέγω δι’ όσους έχουν πλανηθή, αλλ’ εάν κάποιος χωρίς να παρασυρθή ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν και θέλει να προσχωρήση εις τους αιρετικούς, ας τα κάνη. Διότι πονώ βέβαια και θρηνώ και οδύρομαι και καίγονται τα σπλάχνα μου, ωσάν να στερούμαι ιδικόν μου μέλος, όμως δεν πονώ τόσον, όσον φοβούμαι μήπως αναγκασθώ από αυτό να κάνω τίποτε που δεν πρέπει.
Δεν είμεθα κυρίαρχοι της πίστεώς μας, αγαπητοί, ούτε παραγγέλλομεν αυτά κατά τρόπον δεσποτικόν˙ έχομεν ορισθή διά την διδασκαλίαν του λόγου και όχι διά εξουσίαν ούτε διά δεσποτισμόν˙ έχομεν θέσιν συμβούλων, οι όποιοι συμβουλεύουν. Εκείνος ο οποίος συμβουλεύει λέγει την γνώμην του, χωρίς να εξαναγκάζη τον ακροατήν, αλλ’ αφήνει αυτόν ελεύθερον να προτιμήση τα λεγάμενα˙ εις τούτο μόνον είναι υπεύθυνος, αν δεν είπη αυτά τα οποία πρέπει να διδάξη. Διά τούτο και εμείς τα λέγομεν αυτά και τα διδάσκομεν, διά να μη είναι δυνατόν εις κανένα από σας την ημέραν της κρίσεως να είπη, 'Κανείς δεν μας είπεν τίποτε, κανείς δεν μας εσυμβούλευσε, δεν τα εγνωρίζαμεν, ενομίζαμεν ότι είναι μηδαμινόν το αμάρτημα’.
Διά τούτο τα λέγω και σας παρακαλώ με επιμονήν, ότι το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν. Ειπέ μου, εάν κάποιος υπηρετεί υπό τας διαταγάς κάποιου βασιλέως, και δεν επήγαινε μεν με το μέρος άλλου, ούτε προσεχώρει εις άλλον βασιλέα, αλλ’ έπαιρνε το πορφυρούν ένδυμά του και το εξήπλωνε καταγής, και ολόκληρον διά περόνης το εξέσχιζεν εις πολλά τεμάχια, άραγε θα ετιμωρείτο ολιγώτερον από εκείνους οι οποίοι προσεχώρησαν εις άλλον; Τί δε, εάν μαζί με αυτό, τον ίδιον τον βασιλέα, κρατών από τον λαιμόν, τον έσφαζε και εξέσχιζεν εις κάθε μέλος το σώμα του, ποία καταδίκη θα ήτο αξία των έργων του; Εάν δε κάμνων αυτά εις τον βασιλέα ο οποίος είναι σύνδουλος, θα ετιμωρείσο με την πιο μεγάλην τιμωρίαν, εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει τον Χριστόν, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος; Άραγε αυτής με την οποίαν απειλείται; Δεν νομίζω, αλλά άλλης πολύ πιο φοβεράς.
Να το ειπήτε αυτό όσαι παρευρίσκεσθε — διότι κυρίως αι γυναίκες έχουν αυτό το ελάττωμα — να διηγηθήτε εις όσας απουσιάζουν αυτό το παράδειγμα, να τας φοβήσετε.
Εάν μερικοί νομίζουν ότι μάς θλίβουν και μάς εκδικούνται με αυτό, ας γνωρίζουν καλώς, ότι άσκοπα τα κάνουν αυτά. Διότι εάν θέλης να μάς εκδικηθής, εγώ σου δίδω τρόπον, με τον όποιον θα ημπορέσης να εκδικηθής χωρίς να ζημιωθής˙ μάλλον δε δεν είναι δυνατόν να εκδηκηθής χωρίς να βλαβής, αλλά με μικροτέραν βλάβην˙ κτύπησέ με, πτύσε με δημοσίως όταν με συναντήσης, πλήγωσέ με. Φρίττεις εις την ακοήν αυτών των πραγμάτων; Εάν φρίττης που σου λέγω να κτυπήσης εμένα, δεν φρίττεις όταν κατασπαράσσης τον Κύριόν σου; τα μέλη του Κυρίου ξεσχίζεις και δεν τρέμεις; Οικία πατρική είναι η Εκκλησία˙ ένα σώμα και ένα Πνεύμα. Αλλά θέλεις να με πολεμήσης. Μέχρι εμένα σταμάτησε. Διατί αντί δι’ εμένα πολεμείς τον Χριστόν; μάλλον δε διατί κτυπάς επάνω εις τας πληγάς του; Βέβαια εις καμμίαν περίπτωσιν δεν είναι καλή η εκδίκησις˙ αλλά το να υβρίζης άλλον από εκείνον ο οποίος σε αδικεί είναι πολύ χειρότερον.
Από εμάς ηδικήθης; Διατί λυπείς εκείνον ο οποίος δεν σε ηδίκησεν; αυτό είναι δείγμα μεγίστης παραφροσύνης. Δεν θα το ειπώ ειρωνευόμενος αυτό το όποιον πρόκειται να είπω, ούτε τυχαίως, αλλ’ όπως το σκέπτομαι και όπως το αισθάνομαι. Διά τον καθένα από σας οι οποίοι θλίβεσθε από εμένα και εξ αιτίας αυτής της λύπης βλάπτετε τους εαυτούς σας και πορεύεσθε αλλού, θα ήθελον να πληγώσω το πρόσωπόν μου ή και να απογυμνώσω το σώμα μου διά να βασανισθή διά ράβδου, είτε δικαίως είτε αδίκως με κατηγορείτε, και εις εμένα ας επιτρέψη την οργήν να πέση, παρά να τολμούν αυτά τα οποία τολμούν. Εαν ημπορούσε να γίνη αυτό, τίποτε δεν θα ήτο, το να πάσχη τέτοια ένας μηδαμινός και ανάξιος λόγου άνθρωπος. Άλλωστε θα ημπορούσα να παρακαλέσω εγώ, ο οποίος ηδικήθην και εξυβρίσθην, τον Θεόν, και θα συνεχώρει τας αμαρτίας σας˙ όχι διότι εισακούομαι τόσον πολύ ως να είμαι άγιος, αλλ’ επειδή ο ηδικημένος, όταν παρακαλή υπέρ εκείνου ο οποίος τον ηδίκησεν, εισακούεται πολύ. «Αν αμαρτήση άνθρωπος εναντίον ανθρώπου», λέγει, «ο Θεός θα δεχθή μεσιτείαν δι’ αυτόν». Εάν δε δεν ημπορούσα να το κάνω εγώ, θα ημπορούσα να ζητήσω και να παρακαλέσω αγίους ανθρώπους και θα το έκαμνον. Τώρα όμως ποίον να παρακαλέσωμεν, αφού υβρίζομεν τον Θεόν;
Πρόσεχε ανωμαλίαν. Διότι από όσους ανήκουν εις αυτήν την εκκλησίαν, άλλοι μεν ουδέποτε προσέρχονται ή μίαν φοράν κατ’ έτος, και τότε όπως τύχη˙ άλλοι δε τακτικώτερον μεν, αλλά και αυτοί όπως τύχη, ομιλούντες και αστειευόμενοι διά το τίποτε˙ άλλοι δε, οι οποίοι φαίνονται ότι δήθεν ενδιαφέρονται, αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι προκαλούν αυτήν την συμφοράν. Εάν λοιπόν ενδιαφέρεσθε και φροντίζετε δι’ αυτά, καλύτερον να ταχθήτε και σεις μαζί με τους αδιαφόρους˙ μάλλον δε το καλύτερον είναι ούτε εκείνοι να είναι αμελείς, ούτε σεις τέτοιοι˙ δεν λέγω δι’ εσάς που παρευρίσκεσθε εδώ, αλλά δι’ εκείνους οι οποίοι αποσκιρτούν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς αυτά δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμάς˙ διότι το ένα από τα δύο κατ’ ανάγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτά δι’ εμέ, είμαι έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει.
Αυτά τα είπον, όχι ως προστάσσων, αλλά διά να στερεώσω και να διαφυλάξω εσάς. Επειδή ο καθένας έχει ηλικίαν και ευθύνεται διά τας πράξεις του, παρακαλώ να μη νομίζετε ανευθύνους τους εαυτούς σας, ρίπτοντες το πάν εις εμάς, διά να μη καταστρέφετε τους εαυτούς σας αυταπατώμενοι εις μάτην. Διότι θα δώσωμεν λόγον διά τας ψυχάς σας, αλλ’ όταν εμείς δεν τας επιμελούμεθα πλήρως, όταν δεν παρακαλέσωμεν, όταν δεν νουθετήσωμεν, όταν δεν ικετεύσωμεν. Μετά δε από αυτά, επιτρέψατε και εις εμέ να είπω, «είμαι αθώος από το αίμα όλων σας», και˙ «ο Θεός θα σώση την ψυχήν μου».
Είπατε ό,τι θέλετε και αναφέρατε δικαιολογημένην αιτίαν διά την οποίαν έχετε αποχωρήσει, και θα απολογηθώ. Αλλά δεν έχετε τίποτε να είπητε. Διά τούτο και παρακαλώ έστω και σάς να σταθήτε με γενναιότητα και να επαναφέρετε όσους επλανήθησαν και απεχώρησαν, διά να αναπέμψωμεν μαζί ευχαριστίαν εις τον Θεόν, διότι εις αυτόν ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 20, σελ. 705-715)