Στεναγμούς αλαλήτους.
Ο μέγας θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας Ωριγένης, ανέβηκε κάποτε στον άμβωνα για να κηρύξη.
Το πολυπληθές ακροατήριο, με συγκρατημένη την αναπνοή, περίμενε ν’ ακούση το διάσημο ομιλητή. Ο Ωριγένης άνοιξε, κατά τη συνήθειά του, την Αγία Γραφή, για να κηρύξη εντελώς αυτοσχέδια, επί του πρώτου γραφικού χωρίου, που θα συναντούσε.
Τα μάτια του έπεσαν στα λόγια του Προφήτου:
«Και είπεν ο Θεός τω αμαρτωλώ˙ ίνα τί συ εκδιηγεί τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματός σου;» Πώς εσύ ο αμαρτωλός εξαγγέλλεις τα προστάγματά μου και πιάνεις τις εντολές μου στο στόμα σου;
Οι λόγοι αυτοί σαν βέλος ξέσχισαν την καρδιά του ομιλητού... Μέσα από τις γραμμές αυτές, αναδύθηκε έξαφνα ένα μεγάλο κάτοπτρο, στο οποίον κατοπτρίστηκε ο γίγας εκείνος της αρετής και είδε ολόκληρη την αμαρτωλότητά του.
Προσπάθησε ν’ αρχίση το λόγο. Μάταια όμως. Ένας κόμπος του έπνιγε το λαιμό. Ξέσπασε σε δάκρυα και κατέβηκε από τον άμβωνα, χωρίς να κηρύξη.
Το ακροατήριο παρακολουθούσε έκπληκτο τα συμβαίνοντα. Και επήρε το μεγάλο μάθημα του βωβού εκείνου κηρύγματος. Χωρίς λόγια και ρητορικά άνθη, το κήρυγμα εκείνο του Ωριγένους, που έγινε «στεναγμοίς αλαλήτοις», υπήρξε το πιο καρποφόρο κήρυγμα του μεγάλου Θεολόγου.
Η ίδια κατάνυξη, που κατέλαβε τον ομιλητή σαν άνοιξαν μπροστά του τον καθρέφτη της αγιότητος τα λόγια του Προφήτη, συνεκλόνισε και τις ψυχές των ακροατών μπροστά στην αγιότητα του Ομιλητού, που την απεκάλυπτε η ασυγκράτητη συγκίνησή του.
Από το βιβλίο «Ύδωρ εκ Πέτρας»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο 482)