(Στυλιανού Παπαδοπούλου, στο: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τόμος Β, εκδ. Αποστολική Διακονία,σελ. 60-65).
Το σχίσμα και η διαίρεση στην Εκκλησία
«... του εις αίρεσιν εμπεσείν το την Εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν (=από το να πέσει κάποιος σε αίρεση, το να σχίσει την Εκκλησία δεν είναι μικρότερο κακό)» (Εις Εφεσ., Ομιλ. ΙΑ' 5: PG 62, 87).
Συχνά προσάπτεται στον Χρυσόστομο ότι απέφυγε να μιλήσει για το αντιοχειανό σχίσμα, που συγκλόνισε όχι μόνο την τοπική εκείνη Εκκλησία αλλά και όλη την καθολική Εκκλησία. Είδαμε όμως και στην παράγραφο περί των χριστολογικών αντιλήψεών του, ότι δεν κατονόμασε τον δάσκαλό του Διόδωρο Ταρσού και τον συμμαθητή και φίλο του Θεόδωρο Μοψουεστίας, αλλά με κάθε ευκαιρία διατύπωνε τις θέσεις του, που σαφώς ανέτρεπαν ανάλογες θέσεις των παραπάνω επιφανών αντιοχέων.
Των αναλογιών τηρουμένων την τακτική αυτή εφαρμόζει ο Χρυσόστομος προκειμένου και περί του αντιοχειανού σχίσματος. Αν εξαιρέσει κανείς τις αποσχίσεις ένεκα τηρήσεως ιουδαϊκών εθίμων, δεν κατονόμαζε σχισματικούς και υπεύθυνους διαιρέσεων, αλλά επέμενε, από την εποχή του 386/387, ότι δεν υπάρχει φοβερότερη πράξη από την διάσπαση της Εκκλησίας, που ήδη ταλαιπωρείται από τις αιρέσεις. Το γεγονός αποτελεί σχίσιμο του χιτώνα του Κυρίου.
«...ουδέν χείρον φιλονεικίας και μάχης και του την Εκκλησίαν διασπάν και τον χιτώνα, ον ουκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι, τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη. Ουκ αρκούσιν αι λοιπαί αιρέσεις, αλλά και ημείς εαυτούς κατατέμωμεν»; (=τίποτα χειρότερο δεν υπάρχει από φιλονεικία και μάχη και από το να διασπά κάποιος την Εκκλησία, και τον χιτώνα, τον οποίο δεν τόλμησαν οι ληστές να σχίσουν, αυτόν να τον κατακόβει σε πολλά μέρη. Δεν αρκούν οι υπόλοιπες αιρέσεις, αλλά και εμείς κατακόβουμε τους εαυτούς μας;)(Κατά Ιουδαίων Γ’ 1: PG 48, 863).
Το σχίσμα στην Εκκλησία αποτελεί σφαγή, ξέσκισμα, του ίδιου του Χριστού, γεγονός για το οποίο πρέπει ο υπεύθυνός του να φρίττει, γιατί θ’ αντιμετωπίσει φοβερότατη τιμωρία.
«... ο τον Χριστόν σφάττων και διαξαίνων κατά μέλος, ποίας γεέννης ουκ έσται άξιος; ...Τον Δεσπότην σου σπαράττεις και ου φρίττεις; τα μέλη τα δεσποτικά διαξαίνεις και ου τρέμεις; Οίκος εστιν η Εκκλησία πατρικός» (=εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει το Χριστό, ποιάς κόλασης δεν θα είναι άξιος;… Τον Δεσπότη σου κατασπαράζεις και δεν φρίττεις; Τα μέλη τα δεσποτικά ξεσκίζεις και δεν τρέμεις; Σπίτι πατρικό είναι η Εκκλησία)(Εις Εφεσ., Ομιλ. ΙΑ' 5-6: PG 62, 87).
Οι όροι με τους οποίους ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το σχίσμα είναι το ουσιαστικό διαίρεσις και το ρήμα σχίζω. Διαίρεση σημαίνει χωρισμό από το «εκκλησιαστικό σώμα» και αυτοαπομάκρυνση από το «πλήρωμα» της Εκκλησίας. Το ρήμα σχίζω σημαίνει πάλι διαίρεση και σχίσιμο σε πολλά μέρη της Εκκλησίας. Η αυτοαπομάκρυνση από το εκκλησιαστικό σώμα είναι δύο ειδών. Εκείνη που οφείλεται στην έλλειψη αγάπης, άρα στην αδιαφορία για την Εκκλησία, και εκείνη που οφείλεται σε πράξεις που πληγώνουν το σώμα της Εκκλησίας.
«Δύο γάρ εισί διαιρέσεις από του σώματος του εκκλησιαστικού. Μία μεν όταν ψύξωμεν την αγάπην˙ δευτέρα δε όταν ανάξια του τελείν εις εκείνο το σώμα τολμήσωμεν. Εκατέρως γαρ χωρίζομεν εαυτούς του πληρώματος» (=Διότι δύο διαιρέσεις υπάρχουν από το εκκλησιαστικό σώμα. Η μία μεν όταν παγώσουμε την αγάπη. Η άλλη πάλι όταν τολμήσουμε πράγματα που είναι ανάξια να γίνονται σε εκείνο το σώμα. Διότι και με τους δύο αυτούς τρόπους χωρίζουμε τους εαυτούς μας από το πλήρωμα της Εκκλησίας)(Στο ίδιο: PG 62, 85. Βλ. και PG 62, 322).
Αιτία όμως γενικότερη της διαιρέσεως της Εκκλησίας θεωρεί ο Χρυσόστομος την φιλαρχία, που είναι τόσο ταπεινή ώστε να οργίζει («παροξύνει») τον Θεό περισσότερο από κάθε τι.
«Ουδέν ούτως Εκκλησίαν δυνήσεται διαιρείν, ως φιλαρχία. Ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι» (=Τίποτα δεν θα μπορέσει να διαιρεί τόσο την Εκκλησία όσο η φιλαρχία. Τίποτα δεν εξοργίζει τόσο πολύ το Θεό όσο το να διαιρεθεί η Εκκλησία) (Αυτόθι).
Και αναμφίβολα αιτία είναι η φιλαρχία και η αλαζονεία,
«φιλαρχίας εστίν η νόσος» (=η νόσος προέρχεται από φιλαρχία) (PG 62, 86)
«ουδέν ούτως αποσχίζει σώμα Εκκλησίας ως αλαζονεία» (=τίποτα δεν σχίζει τόσο πολύ το σώμα της Εκκλησίας όσο η αλαζονεία)(PG 60, 610)
εφόσον η διαφορά των σχιζομένων δεν οφείλεται στην δογματική διδασκαλία. Εάν είχαν «δόγματα εναντία», θα υπήρχε δικαιολογία της διαιρέσεως. Αλλά οι σχισματικοί «τα αυτά φρονούσι» προς το σώμα το εκκλησιαστικό (αυτόθι). Η μόνη δηλαδή νόμιμη θεολογικά αιτία για απόσχιση από την Εκκλησία είναι η αιρετική διδασκαλία κάποιων που προΐστανται της Εκκλησίας.
«Ει τα αυτά δόγματα, ει τα αυτά μυστήρια, τίνος ένεκεν έτερος άρχων ετέρα Εκκλησία επιπηδά;» (=αν υπάρχουν τα ίδια δόγματα, αν υπάρχουν τα ίδια μυστήρια, για ποιο λόγο να επιπηδά σε άλλη Εκκλησία άλλος επίσκοπος;) (PG 62, 86).
Οι σχισματικές μάλιστα καταστάσεις και οι διαιρέσεις αποβαίνουν αιτία να κατηγορούν οι εθνικοί τους χριστιανούς για κενοδοξία και φιλαρχία και να τους γελοιοποιούν ανάλογα.
«Οράτε, φησίν (= οι εθνικοί), ότι πάντα κενοδοξίας πεπλήρωται τα χριστιανών και φιλαρχία παρ’ αυτοίς και απάτη» (=Βλέπετε, λένε, ότι τα πάντα στους Χριστιανούς είναι γεμάτα από κενοδοξία και σε αυτούς υπάρχει φιλαρχία και απάτη;)(Αυτόθι).
Προσπαθώντας ο Χρυσόστομος να δείξει το μέγεθος του κακού που δημιουργεί το σχίσμα, καταφεύγει σε ρήση άγιου άνδρα, του οποίου όμως δεν αναφέρει το όνομα. Είναι τόσο βαρύ και σκληρό αυτό που θέλει ο Χρυσόστομος να πει για το σχίσμα, ώστε προτιμάει, για να γίνει ευκολότερα δεκτός ο βαρύς του λόγος, να προβάλλει ό,τι σεβάσμιος άγιος είχε σχετικά διατυπώσει˙ την αμαρτία του σχίσματος δεν εξαλείφει ούτε ο μαρτυρικός θάνατος.
«Ανήρ δε τις άγιος είπε τι δοκούν είναι τολμηρόν, πλην αλλ’ όμως εφθέγξατο. Τί δη τούτο εστιν; "Ουδέ μαρτυρίου αίμα ταύτην δύνασθαι εξαλείφειν την αμαρτίαν” έφησε» (=Κάποιος άγιος άνδρας είπε κάτι που φαίνεται τολμηρό, αλλά όμως το είπε. Ποιο είναι αυτό λοιπόν; Είπε ότι «ούτε το αίμα του μαρτυρίου δεν μπορεί να εξαλείψει αυτήν την αμαρτία»)(Στο ίδιο, PG 62, 85).
Η εξήγηση που δίνει για την απόλυτη και φρικτή καταδίκη του υπευθύνου σχίσματος, είναι ότι αυτός με τις διαιρετικές - σχισματικές του πράξεις πολεμάει την Εκκλησία, για την οποία σταυρώθηκε ο Χριστός. Τι νόημα έχει να μαρτυράει κανείς για του Χριστού την δόξα, εάν με τις πράξεις του αμαυρώνει την δόξα αυτή. Εφόσον άρα μένει κάποιος στο σχίσμα, η αξία του τυχόν μαρτυρίου του μηδενίζεται. Το σχίσμα δεν είναι κατώτερο του διωγμού της Εκκλησίας, αφού μάλιστα με τους διωγμούς η Εκκλησία έδειξε την λαμπρότητά της, ενώ με τις διαιρέσεις πάντα «καταισχύνεται» (Αυτόθι).
Η βλάβη του σχίσματος την Εκκλησίαν «παρά τοις εχθροίς καταισχύνει, όταν υπό των ιδίων τέκνων πολεμήται» (=την ντροπιάζει στους εχθρούς, όταν πολεμιέται από τα ίδια της τα παιδιά)(Αυτόθι).
Τέλος, παρατηρούμε ότι παρ’ όλα όσα σκληρά διατυπώνει ο Χρυσόστομος, δεν φαίνεται να θεωρεί μη Εκκλησία τους σχισματικούς, αυτούς που «χώρισαν εαυτούς του πληρώματος του εκκλησιαστικού». Γι’ αυτό άλλωστε συγκεκριμενοποιεί τις τιμωρίες που τους αναμένουν και τους ονομάζει «ίδια τέκνα» της Εκκλησίας, που όμως την πολεμούν. Επισημαίνει επίσης ότι ο Παύλος «αδελφούς ονομάζει» (PG 61, 23) και αυτούς που διήρεσαν την Εκκλησία της Κορίνθου (Α’ Κορ. 1,10). Και η απόλυτη φράση του, την όποια παραθέσαμε στην αρχή της παραγράφου (ότι το σχίσμα δεν είναι μικρότερο κακό από την αίρεση), αναφέρεται, νομίζουμε, στην τιμωρία των υπευθύνων του σχίσματος, ενώ θέλει και να καυτηριάσει και να προλάβει αυτούς που ελαφρά τη καρδία και χωρίς περίσκεψη ακολουθούν αυτούς που σχίζουν - διαιρούν την Εκκλησία.
«Ταύτα μοι ειρήσθω προς τους αδιαφόρως δίδοντας εαυτούς τοις σχίζουσι την Εκκλησίαν» (=αυτά τα λέω για αυτούς που χωρίς να νοιάζονται παραδίνουν τους εαυτούς τους σε αυτούς που σχίζουν την Εκκλησία)(PG 62, 86).
Δεν φαίνεται, λοιπόν, να θεωρεί τους σχισματικούς μη Εκκλησία, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί για ζητήματα ζωτικά των σχισματικών, όπως είναι η έγκυρη - αληθινή χειροτονία, που συνιστά Μυστήριο. Δεν αρκεί να ομολογεί κανείς ορθή πίστη. Οφείλει ο πιστός ν’ αγωνίζεται για την έγκυρη χειροτονία όσο και για τα δόγματα.
«Αρκείν τούτο ηγείσθε, ειπέ μοι, το λέγειν ότι ορθόδοξοι εισι, τα της χειροτονίας δε οίχεται και απόλωλε; Και τι το όφελος των άλλων, ταύτης ουκ ηκριβωμένης; (=πες μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λες ότι είναι ορθόδοξοι, τα σχετικά όμως με τη χειροτονία έφυγαν και χάθηκαν; Και ποιο το όφελος των άλλων αν αυτή δεν είναι εξακριβωμένη;)
Ώσπερ γαρ υπέρ της πίστεως, ούτω και υπέρ ταύτης μάχεσθαι χρή» (=διότι όπως ακριβώς πρέπει να μαχόμαστε για την πίστη, έτσι και για αυτήν)(Αυτόθι).
Πάντως, έμμεσα έστω, προϋποθέτει ο Χρυσόστομος τα σχίσματα και τις διαιρέσεις «ιάσιμα» φαινόμενα, όπως τα χαρακτήριζε ο Μέγας Βασίλειος (Κανόνας A' από την Επιστολή του 125, 1: ΒΕΠΕΣ 55, 151).
Στο ζήτημα τούτο επιχειρεί βαθύτερη τομή ο Χρυσόστομος κι εξηγεί ότι τα σχίσματα δεν οφείλονται σε διαφορά στην πίστη, αλλά σε διάσταση «γνώμης», διαθέσεως, ένεκα «φιλονεικίας» από ανθρώπινη αδυναμία.
«Ουδέ γαρ από του διεστάναι κατά την πίστιν τα σχίσματα εγίνετο, αλλά από του την γνώμην διηρήσθαι κατά ανθρωπίνην φιλονεικίαν» (=διότι τα σχίσματα δεν έγιναν από διαφορά στην πίστη, αλλά από διαίρεση της γνώμης λόγω ανθρώπινης φιλονεικίας) (Εις Α' Κορ., Ομιλ. Γ 1: PG 61, 23).
Και πρόκειται για ανθρώπινη αδυναμία, διότι διακρίνει την συμφωνία στα νοήματα από την «γνώμη».
«Έστι δε και τοις νοήμασι συμφωνούντα (= τον άνθρωπον), μηδέπω και τη γνώμη συμφωνείν» (Αυτόθι). Η θεωρητική συμφωνία στην διδασκαλία δεν εξασφαλίζει την ταυτότητα διαθέσεως ή ενεργειών και άρα την ομόνοια.
«Επειδή γαρ είπεν “ίνα το αυτό λέγητε” (Α' Κορ. 1, 10), μη νομίσητε, φησίν, ότι μέχρι ρημάτων είπον είναι την ομόνοιαν· την γαρ από διανοίας συμφωνίαν επιζητώ» (=επειδή δηλαδή είπε (ο Παύλος) ¨να λέτε το ίδιο¨, μη νομίσετε, λέει, ότι είπα ότι η ομόνοια πρέπει να είναι μέχρι τα λόγια· διότι επιζητώ τη συμφωνία από τη διάνοια) (Εις Α' Κορ., Ομιλ. Γ' 1: PG 61, 23).
Σχίσματα με αφορμή την νηστεία
Περισσότερο συγκεκριμένα συνδέει ο Χρυσόστομος τα σχίσματα και τις διαιρέσεις με θέματα πρακτικά, όπως η νηστεία, η διαφορά στην οποία οδηγούσε κάποιους αντιοχειανούς, που ακολουθούσαν ιουδαϊκά έθιμα, σε απόσχιση από το πλήρωμα της Εκκλησίας και σε ακοινωνησία. Ο χρόνος και ο τρόπος νηστείας δεν πρέπει να σχίζουν την Εκκλησία.
«Μη τοίνυν φιλονεικώμεν, μηδέ εκείνο λέγωμεν "τοσούτον ενήστευσα χρόνον και νυν μεταθήσομαι;” ...Αισχύνη γαρ εστιν ου το μεταβάλλεσθαι προς το βέλτιον, αλλά το μένειν επί της ακαίρου φιλονεικίας» (= Ας μη φιλονεικούμε λοιπόν, ούτε να λέμε εκείνο το «τόσο χρόνο νήστεψα και τώρα θα αλλάξω;» … Διότι ντροπή δεν είναι το να μεταβληθούμε προς το καλύτερο, αλλά το να επιμένουμε στην άκαιρη φιλονεικία) (Κατά ιουδαίων Γ 5: PG 48, 869).
Οι για τέτοιους λόγους φιλονεικίες και αποσχίσεις χαρακτήριζαν τους ιουδαίους και ουσιαστικά είναι σκιαμαχίες, που αποβαίνουν εις βάρος των όντως μεγάλων και σπουδαίων ζητημάτων της πίστεως. Και ενώ δεν είναι «έγκλημα» ο διαφορετικός χρόνος της νηστείας, γίνεται ασυγχώρητο σφάλμα το σχίσμα, που προκαλείται με τέτοια αφορμή. Το σχίσμα τούτο είναι ασυγχώρητο και πολύ τιμωρητέο, διότι οδηγεί σε ακοινωνησία, σε μη μετοχή στην λειτουργική ζωή της Καθολικής Εκκλησίας και άρα στην δημιουργία παρεκκλησιαστικής σχισματικής ομάδας.
«Μη τοίνυν σκιομαχώμεν, μηδέ των τυχόντων φιλονεικούντες, εν τοις μεγάλοις εαυτούς καταβλάπτωμεν. Το μεν γαρ τώδε ή τώδε χρόνω νηστεύσαι ουκ έγκλημα, το δε σχίσαι Εκκλησίαν και φιλονείκως διατεθήναι και διχοστασίας εμποιείν και της συνόδου διηνεκώς εαυτόν αποστερείν ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει τιμωρίαν» (=Ας μη σκιαμαχούμε λοιπόν και ας μη βλάπτουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα πράγματα, φιλονεικώντας για τα ανάξια λόγου. Γιατί δεν αποτελεί έγκλημα το να νηστεύουμε αυτήν ή την άλλη περίοδο, αλλά έγκλημα, και μάλιστα ασυγχώρητο και άξιο καταδίκης και πρόξενο μεγάλης τιμωρίας, είναι η διαίρεση της Εκκλησίας, ο διαπληκτισμός, η σπορά της διχόνοιας, και η συνεχής αποστέρηση του εαυτού μας από τις συνάξεις των πιστών) (Κατά Ιουδαίων Γ' 5: PG 48, 872).
Η Εκκλησία, επιμένει ο Χρυσόστομος με αφορμή την από μέρους χριστιανών τήρηση εθίμων ιουδαϊκών, ποτέ δεν θεώρησε πρωτεύον και θεμελιώδες τον χρόνο της νηστείας. Ο ορισμός της νυν περιόδου νηστείας έγινε μόνο χάριν της ομόνοιας.
«Ουδέ γαρ η Εκκλησία χρόνων ακρίβειαν οίδεν. Αλλ ’ επειδή παρά την αρχήν πάσιν έδοξε τοις πατράσι διηρημένοις ομού συνελθείν και ταύτην ορίσαι την συμφωνίαν αγαπώσα, κατεδέξατο το επιταχθέν» (=ούτε και η Εκκλησία αναγνωρίζει την υποχρεωτική και ακριβή τήρηση των καιρών. Αλλά επειδή από την αρχή φάνηκε καλό στους πατέρες, που ήταν διασκορπισμένοι παντού, να μαζευτούν και να ορίσουν την ημέρα αυτή, η Εκκλησία αγαπώντας τη συμφωνία αποδέχτηκε την απόφαση) (Αυτόθι).
Θέματα μη δογματικά δεν πρέπει να οδηγούν σε σχίσμα, ακόμα και αν η Εκκλησία σφάλλει. Ακραία περίπτωση, βέβαια, συγγνωστή όμως για τον Χρυσόστομο.
«Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου» (= Διότι και αν ακόμη η Εκκλησία έσφαλλε, δεν θα ήταν το κατόρθωμα από την ακριβή τήρηση των χρόνων τόσο μεγάλο, όσο είναι το έγκλημα που προέρχεται από τη διαίρεση και το σχίσμα αυτό) (Στο ίδιο: PG 48, 870).