Κάτι από τη βιοτή του π. Ελπιδίου:
«Επί μια εβδομάδα ήταν σε κώμα, στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα. Τον είχαν στη Μονάδα Εντατικής Παρακολουθήσεως, με ορούς και με σωλήνες στη μύτη και αλλού. Κρατούσε στο χέρι του το κομποσχοίνι του. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και είχε μάλιστα μια χαρούμενη έκφρασι.
Γυρνούσε ένα-ένα κόμπο το κομποσχοίνι του, αργά-αργά, όπως συνήθιζε να κάνη, όταν προσευχόταν.
Ρώτησα το γιατρό αν καταλάβαινε ο Γέρων Ελπίδιος κι ο γιατρός μου είπε ότι είχε χάσει πλέον κάθε επαφή με το περιβάλλον. Τον ρώτησα τότε γιατί γυρνούσε το κομποσχοίνι του και μάλιστα αργά-αργά, όπως όταν προσευχόταν.
Ο γιατρός μου απάντησε ότι ήταν απλώς μια κίνησι, που του είχε μείνει, αφού δεκάδες χρόνια την έκανε συνεχώς.
Δέχθηκα φυσικά αυτά, που μου είχε πει ο γιατρός και σκέφτηκα να πάρω, για ευλογία, το κομποσχοίνι του Γέροντα και να βάλω στο χέρι του ένα άλλο, που είχα μαζί μου. Τράβηξα, λοιπόν, το κομποσχοίνι από το χέρι του Γέροντα.
Εκείνος τότε άνοιξε το μάτια του, με είδε, άπλωσε το χέρι του, μου άρπαξε το κομποσχοίνι του και συνέχισε να προσεύχεται με το δικό του τρόπο.
Ο Γιατρός τα έχασε. Εμείς τότε — ήμουν μαζί μ’ ένα άλλο αδελφό —σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι, που κάναμε και παλιά.
Όταν, δηλαδή, κάναμε κάτι, που τον ευχαριστούσε, μας έλεγε "σκύψε να σ’ ευλογήσω". Κι εμείς σκύβαμε και μας ευλογούσε στο κεφάλι. Του είπαμε, λοιπόν: "Γέροντα, ήρθαμε από το Άγιο Όρος. Έχεις τις ευχές του Γέροντα και όλων των πατέρων εκεί. Να μας ευλογήσης;".
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Κι εμείς βγάλαμε τους σκούφους μας, σκύψαμε, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μας και μας ευλόγησε με την ιερατική ευλογία. Αυτά όλα έγιναν παρόντος του γιατρού.
Μετά απ αυτό είχε τα χέρια του υψωμένα σε προσευχή και προσευχόταν αδιαλείπτως»(ΙΩ, 150).
(στο: Η ύπαρξη της ψυχής, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, εκδ. Υπακοή, Αθήνα 2017, σελ. 24-25)