Κάποιος συγγραφεύς υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι νοιώθουν τη ζωή.
Πολλοί την βλέπουν σαν ένα αναπαυτικό κρεββάτι, επάνω στον οποίον ξαπλώνονται και ζητούν να υπηρετούνται απ’ όλους τους άλλους.
Είναι οι οπαδοί του ηδονισμού και της απολαύσεως. Γρήγορα όμως καταντούν οι άνθρωποι αυτοί δυστυχείς, γιατί το κρεββάτι της ζωής δεν είναι τόσο αναπαυτικό όσο το φαντάζονται.
Γι’ αυτό στριφογυρίζουν με αγωνία και πόνο επάνω σ’ αυτό.
Άλλοι αντιλαμβάνονται τη ζωή σαν ένα μεγάλο καλάθι, που αγωνίζονται να το γεμίσουν οπωσδήποτε. Γνώσεις, χρήμα, χτήματα, φήμη, δόξα είναι το υλικό, με το οποίον προσπαθούν να το πληρώσουν.
Είναι οι οπαδοί του παχυλού υλισμού και της μαμωνολατρείας. Αλλ’ αυτό μένει πάντα άδειο, ενώ εκείνοι τρέχουν έως ότου ο θάνατος θέση τέρμα στην πολύμοχθη εκστρατεία τους.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα ανθρώπων, που αντιλαμβάνονται τη ζωή τους σαν ένα λύχνο που καίεται, σαν μια λαμπάδα που λυώνει και φωτίζει το περιβάλλον.
Είναι οι γνήσιοι οπαδοί του Χριστού. Είναι άνθρωποι, που έθεσαν ιδανικό τους όχι να υπηρετηθούν, αλλά να υπηρετήσουν. Είναι οι εργάτες του καλού, ,που θυσιάζονται για να παρηγορήσουν τον πόνο του θλιμμένου, για να περιθάλψουν τον πάσχοντα, για να χύσουν «φώς ιλαρόν» στις τρισκότεινες καρδιές.
Είναι οι λύχνοι, που, τοποθετημένοι «επί την λυχνίαν», λάμπουν «πάσι τοις εν τη οικία».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο642)