Το βάλσαμον.
Ανέκαθεν το ανθρώπινον πνεύμα στάθηκε με έκσταση μπροστά στην παγερή σιωπή του τάφου.
Διερεύνησε με αγωνία το μυστήριο του θανάτου και ρώτησε με επιμονή:
«Από που έρχομαι και που πηγαίνω;».
Αλλά στην αγωνιώδη αυτή ερώτηση, του δόθηκαν οι πιο αντίθετες απαντήσεις:
«Από το Μηδέν στο Πουθενά», απάντησε αποκαρδιωτικά η αυτάρεσκη Απιστία.
«Εκ του θανάτου εις την Ζωήν», απέδειξε ο Ιησούς «παρά τη πύλη» της Ναΐν.
Και ο μεν σκεπτικιστής αποσβολωμένος μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, αναφωνεί μελαγχολικά μαζί με τον Ιούλιο Σιμόν:
« Γεννήθηκα με την άγνοια. Έζησα με την αμφιβολία. Πεθαίνω με την αβεβαιότητα. Ω! υπέρτατον Ον, λυπήσου με !».
Ο Χριστιανός όμως αντιμετωπίζει το θάνατο με τις γαλήνιες επιθανάτιες λέξεις του Λακορνταίρ:
«Θεέ μου, Θεέ μου, άνοιξέ μου, άνοιξέ μου ! και τον χαιρετίζει όπως ο περίφημος αστρονόμος Βιγουρδάν στον επικήδειο του μεγάλου μαθηματικού Πουανκαρέ:
«Δεν σου απευθύνω τελευταίον αποχαιρετισμόν — είπε προς τον νεκρό — αλλά καλήν συνάντησιν εις τα πέραν του τάφου, τα οποία το λογικόν βλέπει εν εσόπτρω, τα οποία η καρδία μαντεύει και όπου ο Θεός επαγγέλλεται αθάνατον ειρήνην εις όλους τους εργάτας του αγαθού».
Το «Μη κλαίε» λοιπόν, της Ναΐν, δεν στάθηκε βάλσαμο για την τραυματισμένη καρδιά μιας μονάχα μητέρας. Υπήρξε δύναμις και παραμυθία για μυριάδες ψυχές.
Και πάντα, όταν σέρνουμε βαρύ το βήμα πάνω στον τάφο αγαπημένων νεκρών, όταν ο πόνος σπαθίζη την ψυχή μας και το δάκρυ ρέη καφτό από τα μάτια μας, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να παύση τους λυγμούς, να στειρεύση το δάκρυ, να εμπνεύση την ελπίδα, παρά η μυστική, η αιωνία κι αθάνατη φωνή της Ναΐν: «Μη κλαίε».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο536)