Το παν εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο κτίζουμε της ζωή μας.
Όλοι εσείς, αδελφοί μου, γνωρίζατε κάποιον κ. Ν. που έπασχε από προοδευτική παράλυση- ανίατη ασθένεια. Ήρθε εδώ και προσευχηθήκαμε γι’ αυτόν. Καθόταν σε αναπηρική καρέκλα. Μετά λοιπόν από την προσευχή, του είπα:
«Εμείς δεν είμαστε θαυματουργοί. Είμαστε απλοί και αμαρτωλοί άνθρωποι, αλλά ωστόσο προσευχηθήκαμε στον Θεό να δείξει το έλεος Του σε σας».
Και ξαφνικά, με φωτεινό από ευτυχία βλέμμα είπε:
«Αλλά έζησα τον Θεό κατά της διάρκεια της προσευχής και αυτό είναι για μένα σημαντικότερο από τη θεραπεία».
Με κατέπληξε το γεγονός, επειδή οι εξωτερικές συνθήκες ήταν πολύ ήσυχες. Τί άκριβώς έζησε ο άνθρωπος αυτός; Είχε ανώτατη μόρφωση και οικονομικώς ήταν αρκετά πλούσιος, ώστε να έχει ζήσει σε συνθήκες κοινωνικής ανέσεως. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των μορφωμένων ανθρώπων, έτσι και αυτός ήταν αδιάφορος προς την πίστη
και την Εκκλησία.
Η δε γυναίκα του ήταν μάλλον αρνητικά τοποθετημένη απέναντι στην Εκκλησία. Εκείνο που με συγκίνησε ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος, ούτε ο παραμικρός, που να τον ανάγκαζε να πει: «Μα έζησα τον Θεό»!
Αν σύμφωνα με την πίστη μας υπάρχει αιώνιος και προαιώνιος Νους που δημιούργησε τα πάντα, τότε με ποιόν τρόπο ο άνθρωπος θα γνωρίσει ότι Αυτός ο Δημιουργός των πάντων τον άγγιξε; Αν υπάρχει δυνατότητα για τον άνθρωπο να γνωρίσει την επαφή του αιωνίου αυτού Πνεύματος, σημαίνει ότι υπάρχει στον άνθρωπο όχι μόνο η ικανότητα για τη γνώση του υλικού κόσμου ή του κοσμικού είναι που μας περιβάλλει, αλλά και κάτι ακόμη μεγαλύτερο...
Και όταν η αίσθηση της παρουσίας του Θεού αρχίζει να προσεγγίζει όλο και συχνότερα τον άνθρωπο, αυτός αλλάζει σε όλες τις εκδηλώσεις του, στις εκτιμήσεις του για τα πάντα. Για παράδειγμα, ο κ. Ν που είπε «αλλά έζησα τον Θεό» ενώ ήταν καταδικασμένος να πεθάνει, και μετά την προσευχή αυτή, προχώρησε ήσυχα και με χαρά στον θάνατο και όλη η οικογένειά του άλλαξε τρόπο ζωής.
(αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμος Α, σελ. 370-371)