Ίνα ώσιν εν.
Οι μαθηταί χωρίς τον Ιησού! Στη σκέψι αυτή ο Ιησούς αγωνιά. Τί θα γίνη όταν εγώ φύγω από κοντά τους;
«Ουκέτι ειμί εν τω κόσμω και ούτοι εν τω κόσμω εισί και εγώ προς σε έρχομαι...».
Και η αγωνία αυτή του Ιησού δικαιώθηκε από τα πράγματα. Οι χριστιανοί διαιρέθηκαν και έχασαν την αγάπη και την ενότητα μεταξύ τους... Και διερωτάται κανείς: Γιατί αυτή η διάσπασις; Μήπως δεν ήταν αρκετή η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία για ν’ αποτρέψη την διαίρεσι; Αν ο Ιησούς ήταν πάντα κοντά στους χριστιανούς δεν θα απεφεύγετο ο χωρισμός;
Όχι δυστυχώς! Και ο Ιησούς να ήταν σωματικά παρών μπορούμε να πούμε ότι η ίδια εξέλιξις θα υπήρχε στην πορεία του Χριστιανισμού. Διότι και όταν ζούσε σωματικά ο Ιησούς ανάμεσα στους μαθητάς του «απώλετο ο υιός της απωλείας». Έγινε ο πρώτος τριγμός στη συνοχή του χριστιανικού σκάφους. Μαζί με τον καλό σπόρο φύτρωσε και το ζιζάνιο.
Έτσι αργότερα τα ζιζάνια αυξήθηκαν μαζί με τον καλό σπόρο των πιστών. Δεν ήταν η σωματική παρουσία του Ιησού που θ’ απέτρεπε τη διαίρεσι του Χριστιανισμού. Άλλωστε ο Ιησούς δεν έπαυσε ούτε στιγμή να είναι παρών στην Εκκλησία του.
Η αιτία της διαιρέσεως δεν βρίσκεται -άπαγε- στον Ιησού, αλλά στους ανθρώπους οπαδούς του. Στα ζιζάνια, που φυτρώνουν στον κόσμο αυτό μαζί με τον καλό σπόρο.
Ο Ιησούς, αν και υπήρχε σωματικά παρών, θα γινόταν -τί φοβερό!- μάρτυς της διασπάσεως του Χριστιανισμού και θ’ αγωνιζόταν για την ανάκτησι της ενότητος και της αγάπης.
Ό,τι ακριβώς κάνει και σήμερα αοράτως. Το νόημα της συνεχιζομένης ιστορίας δεν είναι άλλο παρά μία πίστωσις χρόνου στον αγωνιζόμενο Ιησού και τους ιδικούς του για να μπορέσουν να επισυνάξουν εις εν τα διεσκορπισμένα τέκνα του Θεού (Ιωάν. Ια' 52)
«Η ενότης των Χριστιανών είναι αναγκαία για να φανερώνεται στον κόσμο η αγάπη του Πατρός, που διακηρύχθηκε με τη δωρεά του μονογενούς υιού του, ώστε να γίνουν όλοι οι άνθρωποι ένα εν Χριστώ και να πραγματοποιηθή έτοι η επιθυμία του Ιησού:
«Πάτερ... ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν έσμεν» (Vocabulaire, 1086).
“ΕΚΕΙΝΟΣ”, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ Ευθυμίου Στυλίου, εκδόσεις Γρηγόρη, σελ. 266