(γράφει ο όσιος Θεόδωρος στον πνευματικό του π. Πλάτωνα από τον οποίο χωρίστηκε λόγω εξορίας)
Τί χρήσιμο λοιπόν και ευπρόσδεκτο να πω στην άγια ψυχή σου, γλυκύτατε πατέρα μου;
Ποιός με απομάκρυνε από το πάντοτε ποθητό πρόσωπό σου, από τη γλυκόλαλη συνομιλία μαζί σου,
από τη σωτήρια καθοδήγησή σου;
Συ είσαι το φως μου, το λυχνάρι που φωτίζει πάντοτε τους σκοτεινούς λογισμούς της ψυχής μου,
το ραβδί που στηρίζει την ατονία της καρδιάς μου, η μεταβολή της λιποψυχίας μου, η αλοιφή της προθυμίας μου, ευαγγέλιο, χαρά, εορτή, ορθή κρίση.
Χωρίς εσένα και ο ήλιος είναι για μένα σκυθρωπός.
Εγώ δεν θα ήθελα να βλέπω τον αέρα, αλλά να κυττάζω την εικόνα του προσώπου σου.
Τίποτε δεν μου ήταν ευχάριστο από αυτά που υπάρχουν πάνω στη γη χωρίς τη δική σου συντροφιά.
Γιατί τί είναι πιο ποθητό από τον αληθινό πατέρα, και μάλιστα λαμβανόμενο σε σχέση με τον Θεό;
Αυτό το γνωρίζει το παιδί που αγαπά τον πατέρα του και είναι πραγματικά γνήσιο.
Και ποιά η ανάγκη για πολλά λόγια; Θα εξομολογηθώ αυτό που πάθαινα. Ότι δηλαδή πολλές φορές και χωρίς να αναγκάζομαι να έρθω στο άγιο κελλί σου, εντελώς ανεπαίσθητα, σαν κάποιος να με τραβούσε, ερχόμουν μπροστά σου, ώστε πολλές φορές όταν με ρωτούσες,
“Γιατί ήρθες;”, να μην μπορώ να απαντήσω, επειδή η σωτηρία μου ήταν κρεμασμένη σε σενα.
Και ποιός δεν προστρέχει στο φως;
(οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου Έργα, εκδοσεις ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β σελ. 17-19)