Επιστολή 18. Στον σπαθάριο Σταυράκιο.
... Πώς όμως να αρχίσουμε; Ή ποιά δύναμη θα μπορούσε να βρεθεί για το πάθος που συνέβη στις τίμιες ψυχές σας;
Γιατί, όπως ένας γιατρός πηγαίνοντας σε μία δυσκολοθεράπευτη αρρώστια βρίσκεται σε αμηχανία, για το πως θα ενεργήσει την εγχείρηση, έτσι και εγώ αισθάνομαι ίλιγγο για το πως θα απευθύνω τον παρηγορητικό λόγο μου για το βαρύτατο πάθος σας.
Πόσο μεγάλη αλήθεια συμφορά! πόσο μεγάλο κακό! Σας έφυγε το καλό και ωραίο παιδί σας, αυτό που διάνοιξε πρώτο τις μητρικές ώδινες, αυτό με το οποίο αποκτήσατε το όνομα των γονέων, η αρχή της διαδοχής του γένους σας, η ρίζα της παιδοποιίας, το βλαστάρι της λογικής βλαστοφορίας, το, κατά κάποιο τρόπο, πρώτο άνθος της πατρικής καρποφορίας.
Και τί θα μπορούσα να πω περιγράφοντας την ομορφιά του γόνου σας, παρά ότι το παιδί μεγάλωνε και προόδευε στο ανάστημα και στη σύνεση και η χάρη του Θεού ήταν επάνω του, όσο το γνωρίζω και εγώ από μικρό; Πώς λοιπόν αυτό το τόσο νέο, που κόπηκε με το θανατηφόρο μαχαίρι από την ίδια, θα μπορούσα να πω, την λαγόνα σας, να μη προκαλέσει απαρηγόρητον πόνο στις καρδιές σας; Ή ποιός δεν θα θρηνήσει και δεν θα πονέσει ψυχικά μαζί σας, όταν του κόβεται με ξίφος κάποιος από τα μέλη του, όπως συνέβη σε σας;
Και θα στενάξουν δικαιολογημένα και οι πατέρες βλέποντας την απώλεια τέτοιου ωραιότατου παιδιού. Θα θρηνήσουν επίσης και οι μητέρες βλέποντας τη μεταφορά στον τάφο τόσο ωραίου σπλάχνου. Γιατί κόπηκε πραγματικά ένα μέλος σας. Κόπηκε σάρκα σας. Ο πόνος είναι πολύς, το φάρμακο της θεραπείας δυσεύρετο. Σκυθρωπότητα στο σπίτι, πόνος στους υπηρέτες, λύπη στους συγγενείς. Και περισσότερο από αυτούς στον παππού κύριο πατρίκιο και στη γιαγιά, την κυρία πρωτοσπαθαρίνα. Παντού δεινά και λύπη μεγάλη.
Εμπρός όμως, άνδρα γενναίε, συ με την πολλή σύνεση, ο σοφός σε φρόνηση, συ που από πολλά χρόνια έχεις αποκτήσει τη γνώση, θεράπευσε τον εαυτό σου, ίασε τον εαυτό σου.
Ρίξε, σε παρακαλώ, το μάτι της διάνοιάς σου και κοίταξε την κτίση. Κοίταξε τις παλιές γενεές, ξεκινώντας από τον ίδιο τον προπάτορά μας Αδάμ. Κοίταξε και σκέψου ποιός από αυτούς που ήρθαν στο φως έμεινε τον κόσμο αυτό, αλλά αντίθετα, σαν χορτάρι που φυτρώνει, δεν άνθισε γρήγορα και ξεράθηκε με τον θάνατο, ή σαν το ρεύμα του ποταμού, άλλος έφυγε και άλλος ήρθε, αφού το διαδοχικό γένος δεν σταματά, αλλά τρέχει και φεύγει κάθε μέρα; Έτσι και εκείνοι που γέννησαν εμάς, και οι πιο πάνω από εκείνους, και προχωρώντας ο λόγος πίσω φτάνει στην αρχή, ενώ αντίθετα, κατεβαίνοντας θα καταλήξει πάλι στη συντέλεια του σύμπαντος, «και δεν υπάρχει άνθρωπος που θα ζήσει», όπως είναι γραμμένο, «και δεν θα πεθάνει».
Και η παρούσα ζωή είναι μια λειτουργία καθορισμένη και εργασία ημερήσια, και επιστροφή αμέσως στα ίδια, εννοώ τη μετάβαση από τα εδώ προς εκείνα. Πατριάρχες, και έφυγαν˙ προφήτες, και αναχώρησαν˙ πατέρες και μητέρες, και χάθηκαν˙ αδελφοί και φίλοι και συγγενείς, και πέρασαν. Τι έγιναν επίσης οι βασιλείς, οι σατράπες, οι άρχοντες, και κάθε ηλικία και κάθε γένος ανθρώπου; Δεν κατέληξαν όλοι κάτω από τη γη, και θα επανέλθουν ύστερα από λίγο φυτρώνοντας από τη γη;
Αλλ’ αυτό είναι το ζητούμενο˙ Να διανύσουμε την εδώ ζωή μας καλά, και, αφού πολιτευθούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού που μας έπλασε, να επιτύχουμε την παράστασή μας στο εκεί φοβερώτατο κριτήριο ακατάκριτο πράγμα που το δικό σας παιδί βρήκε και πέτυχε σίγουρα και αναμφίβολα. Γιατί λέγει, είναι μακάριος αυτός που, από όσους γεννήθηκαν από γυναίκες, έζησε λίγο, «και εκείνος τον οποίο διάλεξε και παρέλαβε ο Κύριος» στην πρώτη ηλικία, χωρίς να έχει δοκιμάσει τους πειρασμούς των πικρών αμαρτιών αυτής της ζωής.
Έφυγε και ο κύριος Σωτήριχος και πήγε στη συνώνυμή του σωτηρία, όπου απολαμβάνει μουσική εορταζόντων, αγαλλίαση απερίγραπτη, συναρίθμηση με τα βρέφη που αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ, χωρίς να υπηρετεί τη φθορά και τη σάρκα, και ζώντας μέσα στην αιωνιότητα. Από αυτά θέλω να παίρνετε τις αφορμές της παρηγοριάς, από αυτά τις παρακλήσεις.
Γίνε δημιουργός ευφροσύνης και γιατρός όχι μόνο του εαυτού σου, αλλά και της κυρίας σπαθαρίας, η οποία έχει περισσότερη ανάγκη θεραπείας και παρηγοριάς, λόγω της μεγάλης αγάπης της για τον μικρό, κι έπειτα και των υπόλοιπων που σε ενδιαφέρουν, για να φανείς ότι είσαι εκπαιδευμένος στα θεία και κρατιέσαι από τον νόμο του Θεού, και γνωρίζεις που τελικά πηγαίνει αυτός που μετατίθεται, και ιδιαίτερα το δικό σου γλυκύτατο τέκνο.
Ότι δηλαδή δεν πηγαίνει στον θάνατο, ούτε στην ανυπαρξία, αλλά στην αιώνια ζωή και στον Θεό που δημιούργησε τα πάντα. Και έτσι να καταστείς στους πατέρες και σε όλους τους γνωστούς και συγκεντρωμένους στην κηδεία παράδειγμα καλό να αντιμετωπίζουν με ευχαριστία και σύνεση τους αποχωρισμούς των παιδιών και να μη εναντιώνονται στις προσταγές του Θεού.
(οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου Έργα, εκδ. ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β σελ. 89-93)