Επιστολή 29. Στον ορφανοτρόφο Λέοντα.
Θέλαμε να παραβρεθούμε εμείς οι ίδιοι και να μοιραστούμε την συμφορά που σας βρήκε σχετικά με το μακάριο γιο σας, περιπόθητε κύριε μου, ώστε να μη θρηνήσουμε με γράμμα το πάθημά σας και να μοιραστούμε μαζί σας τη θλίψη.
Γιατί πώς δεν είναι αξιολύπητο και πώς δεν είναι εμβρόντητο να πάθετε στέρηση του παιδιού του παιδιού σας, και να χάσετε κατά κάποιο τρόπο τον έμψυχο θησαυρό, τον πλούτο της γονικής διαδοχής, τον πολυπόθητο καρπό της μητρικής θηλής, τον γεμάτο κάλλος οφθαλμό του σπιτιού, τη μεγάλη χαρά της γιαγιάς, το καμάρι όλων των συγγενών;
Ήρθε ο πρώτος καρπός, και άγουρος αρπάχθηκε από τα χέρια των γονιών του.
Βλάστησε ο δεύτερος, και τον αφάνισε ο πικρός θάνατος.
Άνθισε το τρίτο βλαστάρι, παρηγοριά των προηγουμένων, με πολλά και ωραία άνθη, πολύ ωραία, διανύοντας τον τρίτο χρόνο της ζωής του, στο οποίο κρέμονταν οι ψυχές των γονιών του, και αλλοίμονο για τη συμφορά! Γιατί ο θάνατος του έκοψε τη μιλιά, έφυγε κι αυτό από τα μάτια σας, και το πιο αξιολύπητο, χωρίς την παρουσία του προσώπου του πατέρα του.
Και πώς πρέπει να διατραγωδήσω τη συμφορά; Σχίστηκε η καρδιά σας, του πατέρα, της μητέρας, της κυρίας, της πατρικίας, και ξίφος δίκοπο πέρασε μέσα και από τις δύο.
Και το παράλογο αυτό δεν μπορεί να το γιατρέψει ούτε λόγος, ούτε παρηγοριά, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά μόνο ο Θεός, ο οποίος έτσι ρύθμισε τα όρια της ζωής μας. Γιατί αυτός είναι, δέσποτά μου, που πήρε το τριπόθητο παιδί σας, όπως πήρε και τα προηγούμενα.
Είναι λυπηρό, και μάλιστα πολύ, για σας, όχι όμως οπωσδήποτε και για εκείνα που πάρθηκαν από τον Θεό. Γιατί, έχοντας αναχωρήσει από τα εδώ καθαρά και ακηλίδωτα από αμαρτίες, ως νεογέννητα, προς την μακάρια και χωρίς πάθη ζωή, γιορτάζουν στους κόλπους του Αβραάμ συντροφιά με άγια νήπια, αναπέμποντας ύμνους μαζί με παιδιά που φέρουν μέσα τους τον Χριστό. Ώστε δεν χάθηκαν τα κάλλιστα παιδιά σας, αλλά σώθηκαν για σας και σας περιμένουν.
Και θα τα δείτε ύστερα από λίγο, όταν θα τελειώσει η χρονική αυτή ζωή, γεμάτα χαρά και αγαλλίαση, όχι σε μικρή ηλικία, αλλά άνδρες τέλειους κατά το μέτρο του τέλειου αναστήματος του Χριστού, όπως έχει γραφεί.
Γι αυτό παρακαλούμε και ικετεύουμε με τις σκέψεις αυτές να ψάλλετε μέσα σας αληθινά, εξουδετερώνοντας έτσι την αμέτρητη λύπη της ψυχής. Γιατί ο Κύριος μας έδωσε μέτρα, ώστε και τη φυσική αγάπη μας να εκδηλώνουμε, και τα όρια της αυτάρκειας να μη ξεπερνάμε. Γιατί το ένα κινεί το θείο σε συμπάθεια, ενώ το άλλο μας κάνει να αντιδρούμε στις εντολές της Πρόνοιας. Και το ένα ευχαριστεί εκείνους που έφυγαν, ενώ το άλλο στενοχωρεί συνήθως αυτούς που βρήκαν ανάπαυση.
Γιατί ο καθένας θέλει να χαίρεται με τη χαρά του, και όχι να προκαλεί λύπη σ’ αυτούς που ομολογούν ότι τους αγαπούν. Εμείς μάλιστα πιστεύουμε ότι θα μείνει και πάλι έγκυος η κυρία αρχειοφύλακας, και θα γεννήσει υιό που δεν θα είναι βραχύβιος, αλλά θα ζήσει πολλά χρόνια για τη διαδοχή του γένους, μόνον εάν μετριάσουμε το πάθος και αποδώσουμε στον δεσπότη Χριστό με έργα και με λόγια τις ευχαριστήριες προσφορές υπέρ του παιδιού.
(οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου Έργα, εκδ. ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β σελ. 141-145)