Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε ο συμπαθέστερος άνθρωπος, που έχω γνωρίσει.
Εκείνος το θέλησε να είμαι ο γιατρός του. Όταν τον Αύγουστο του 1978, δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια πριν την κοίμησή του, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύθηκε στην Αθήνα, με κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητής της Ιατρικής, πνευματικό τέκνο του, να πάω να τον δω. Είχα ακούσει γι’ αυτόν, αλλά δεν τον είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, στο οποίο τον φιλοξενούσαν κι εκεί τον γνώρισα πρώτη φορά. Ήταν κοντόσωμος, μ’ ένα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανά μάτια και πλούσια γενειάδα.
Όταν τελείωσα την εξέταση, μου είπε:
— Εμείς οι δύο, Γιωργάκη μου, θα τα πάμε καλά. Όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, είπε στα πνευματικά του παιδιά να με πληρώσουν. Διαμαρτυρήθηκα: «Τι λέτε, Γέροντα; Από εσάς να πάρω χρήματα; Ποτέ». «Τότε», λέει ο Γέροντας, «θα σε πληρώσουμε αλλιώς, θα σε πληρώσουμε καλογερικά. Αφού δεν θέλεις χρήματα, θα σου πούμε ιστορίες». Και προέτρεψε το πνευματικό του τέκνο, στο σπίτι του οποίου έμενε, να μου πει πως είχαν γνωριστεί. Και τότε εκείνος άρχισε να μου διηγείται την ακόλουθη ιστορία:
Στο χωριό του είχε ένα χωράφι ένα άλλο πνευματικό παιδί του Γέροντα. Το χωράφι εκείνο δεν είχε νερό. Αυτός ο άνθρωπος γνώριζε την ικανότητα του Γέροντος Πορφυρίου να βρίσκει τα νερά κάτω από τη γη. Έτσι τον παρακάλεσε να πάει και στο δικό του χωράφι να του βρει νερό. Ο Γέροντας δέχθηκε, αλλά ζήτησε απ’ αυτόν, που ήταν, όπως είπαμε, πνευματικό παιδί του, να πάει μόνος του στο χωράφι και να μην πάρει κανένα άλλο μαζί του.
Αυτός, όμως, δεν υπάκουσε και πήρε μαζί του κι ένα ξάδελφό του, διότι έκανε τη σκέψη ότι, αν ο Γέροντας δεν έβρισκε νερό στο δικό του χωράφι, θα μπορούσε να βρει στο χωράφι του ξαδέλφου του, που ήταν δίπλα στο δικό του και να το μοιραστούν.
Όταν, όμως, εκείνος ο ξάδελφος είδε στο χωράφι το Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, εξαγριώθηκε κι άρχισε να του μιλά με πολύ ανοίκειο τρόπο και με υβριστικές εκφράσεις. Δεν πίστευε ο άνθρωπος εκείνος και νόμιζε ότι ο Γέρων Πορφύριος πήγαινε να ξεγελάσει τον ξάδελφό του και μάλιστα να χρηματιστεί απ’ αυτήν την υπόθεση
Στο σημείο αυτό της αφήγησης της ιστορίας πήρε το λόγο ο Γέρων Πορφύριος, για να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία:
«Όπως φώναζε και με ύβριζε και με κατηγορούσε για χίλια δύο πράγματα, του είπα: ‘Σήκωσε τη φανέλα σου να δούμε τις δύο εγχειρήσεις, που έκανες. Διότι, όπως ξέρω ότι εσύ έκανες δύο εγχειρήσεις, έτσι ξέρω κι αν σ’ αυτό το χωράφι, έχει η δεν έχει νερό’.
Μόλις το άκουσε αυτό εκείνος, περισσότερο θύμωσε και περισσότερο με ύβριζε, ότι δήθεν έλεγα ψέματα κι ότι ποτέ δεν έκανε έστω και μία εγχείρηση. Επεκαλείτο μάλιστα και τη μαρτυρία του ξαδέλφου του, του πνευματικού μου παιδιού δηλαδή, ο οποίος όντως συμφωνούσε ότι δεν είχε κάνει ποτέ εγχείρηση ο ξάδελφός του. Δεν δεχόταν, όμως, να σηκώσει τη φανέλα του. Ορμώ τότε επάνω του με μία δύναμη και του ανασηκώνω τη φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομή από εγχείρηση, η οποία ήταν λοξή από το στέρνο προς τα κάτω και μία άλλη τομή, επίσης από εγχείρηση, λοξή κι αυτή, στην κοιλιά, κάτω χαμηλά.
Τι είχε γίνει; Εκείνος ο άνθρωπος, ένα χρόνο πριν, είχε πάει να εργαστεί στην Αμερική. Εκεί έπαθε διάτρηση του στομάχου, τρύπησε το στομάχι του και βγήκαν τροφές στο περιτόναιο. Τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο, του έκαναν εγχείρηση και του έραψαν τη διάτρηση, για να μη φεύγει το περιεχόμενο του στομάχου. Αυτή ήταν η πρώτη τομή, που είχε. Ύστερα, όμως από λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω της εξόδου του περιεχομένου του στομάχου στο περιτόναιο, στην κοιλιακή κοιλότητα δηλαδή, οπότε του έκαναν δεύτερη εγχείρηση κι έτσι δημιουργήθηκε η δεύτερη τομή.
Αυτός, όμως, επιστρέφοντας από την Αμερική στο χωριό του, δεν είπε σε κανένα τίποτε γι’ αυτές τις δύο εγχειρήσεις που είχε κάνει, διότι ορισμένες φορές στα χωριά μας οι κοπέλες δεν παντρεύονται άντρες, που έχουν κάνει εγχείρηση. Κι επειδή ήταν ανύπαντρος, το απέκρυψε».
Και συνέχισε ο Γέρων Πορφύριος:
«Άκου τώρα να σου πω τι έκανε μόλις του σήκωσα τη φανέλα και φάνηκαν οι δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, άρχισε να κλαίει, ν’ αγκαλιάζει τα πόδια μου και να φωνάζει: ‘Πες μου ποιός άγιος είσαι, γιατί εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγιος’. Και κλαίοντας έφυγε τρεχτός για το χωριό.
Μείναμε στο χωράφι το πνευματικό μου παιδί κι εγώ. Πράγματι βρήκα νερό στο χωράφι, αλλά δεν ήταν καλό. Ήταν νερό αλμυρό, λύσσα, της θάλασσας. Μάλιστα, το μέτρησα, ήταν εικοσιεπτά οργιές βάθος.
Σε λίγο βλέπουμε να φτάνει στο χωράφι, που είμαστε, ολόκληρο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα μπροστά, μαζί με τον ιερέα και το δάσκαλο να προπορεύονται. Τι είχε συμβεί; Εκείνος ο εξαγριωμένος άνθρωπος μετεστράφη από τη μία στιγμή στην άλλη, πήγε κλαμένος στο χωριό, κτύπησε τις καμπάνες, πήγε στα καφενεία, μάζεψε τους κατοίκους και τους είπε να πάνε όλοι μαζί να δουν ένα άγιο, ο οποίος βρισκόταν λίγο έξω από το χωριό τους. Τους διηγόταν τι είχε συμβεί και τους έδειχνε τις τομές του από τις δύο εγχειρήσεις, που είχε κάνει. Με πήραν, λοιπόν, στο χωριό και κάθησα εκεί μία εβδομάδα κι εξομολόγησα ολόκληρο το χωριό».
Παρμένο από το βιβλίο Γεροντικόν του εικοστού αιώνος του Κλείτου Ιωαννίδη