(π. Ανδρέας Κονάνος).
ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ, ΑΣΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
Και τι να λέω, πάτερ, όταν προσεύχομαι;
Τίποτε, καλή μου!
Κοίτα Τον, όπως κοίταζες τον πρώτο σου έρωτα στα μάτια
τις πρώτες μέρες της αγάπης σας.
Απλά κοίταζες.
Και χόρταινες, και έλιωνες, και μούδιαζες.
Μα δεν έχω ερωτευτεί, πάτερ.
Εμ, αυτό είναι το πρόβλημά σου.
Δεν νιώθεις έναν έρωτα με το Χριστό;
Τότε είναι αναμενόμενο
να Τον πλησιάζεις έτσι στεγνά και τυπικά.
Τι είναι για σένα ο Χριστός;..
Δεν Τον αγαπάς βιωματικά.
Και δεν έχεις ούτε μια προσλαμβάνουσα παράσταση,
έστω εκ του κόσμου τούτου.
Την προσευχή, την νιώθουν και την κάνουν καλά,
βασικά,
οι ερωτευμένοι.
Αν δεν ξέρεις από έρωτα,
άστο καλύτερα.
Θα μείνεις μόνο στα απ’ έξω.
Η αγωνία σου θα είναι,
¨πώς να τα πω σωστά,
να διαβάσω όλες τις φράσεις,
να μην παραλείψω αυτό ή το άλλο¨.
Όλα επιδερμικά και τυπικά.
Χωρίς πάθος και μεράκι, χωρίς καημό και κάψα.
Όταν προσεύχεσαι, τα μάγουλά σου,
κανονικά, πρέπει να ανάβουν.
Το κορμί σου όλο να καίει,
και η ψυχή να δροσίζεται.
Τα μάτια να κλείνουν,
η καρδιά να φωτίζεται,
και να λιώνει σα βούτυρο πάνω σ’ αναμμένο μάτι.
Οι σφυγμοί άλλοτε τρελοί,
κι άλλοτε αργοί και ήσυχοι,
σα μωρού παιδιού,που κοιμάται βαθιά,
με ανάσα ήρεμη.
Ένα μούδιασμα είναι αυτή η πράξη.
Και μια διαύγεια του νου απίστευτη.
Και μια οξύτητα κι αντίληψη των πάντων.
Και πόθος και πάθος, χωρίς πάθος.
Και δόσιμο.
Και ταξίδι. Και στάση.
Και χαμάμ χαλάρωσης, κι ορειβασία περιπετειώδης,
και εξερεύνεση του Ειρηνικού ωκεανού ταυτόχρονα.
Και μεγάλη κατανόηση.
Κι ενότητα με όλους και όλα.
Και κατάργηση όλων των ¨γιατί¨,
αφού βλέπεις το ¨διότι¨ μιας άλλης τάξης πραγμάτων.
Και αισθάνεσαι μια αλήθεια ανείπωτη,
τέτοια που δεν θες να μιλήσεις ή να πείσεις κανέναν.
Διότι κείνη την ώρα γίνεσαι κι εσύ αλήθεια.
Και ξέρεις ότι αυτό αρκεί.
Διότι ακτινοβολεί μυστικά.
Και δεν σε νοιάζει τίποτε,
διότι νιώθεις ότι όλα είναι λυμένα
και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα,
αφού είσαι πλέον μπροστά στο θεϊκό πεδίο
που όλα είναι διάφανα, ξεκάθαρα και σαφή.
Για όλα αυτά, δεν υπάρχει καλούπι,
κανόνας,
κάτι σίγουρο και σταθερό.