Επιστολή 144. Στον πατρίκιο Θεόδωρο.
Άργησα να στείλω το γράμμα, άλλα αυτό οφείλεται στο ότι αργήσαμε να ακούσουμε την απευκταία είδηση της συμφοράς που συνέβη στον δεσπότη μας.
Τί στενόχωρη αλήθεια αγγελία! Μας εγκατέλειψε η αγαπητή κυρία, αποχωρίστηκες από την καλή σύζυγο, αποκόπηκες από την επαινούμενη σάρκα, για την οποία η αγία Γραφή λέγει• «θα γίνουν οι δύο ένα σώμα».
Εφόσον λοιπόν η σάρκα είναι ομολογουμένως μία, είναι φανερό ότι ο διαχωρισμός προκαλεί τέτοια πληγή σ’ αυτούς που χωρίστηκαν, σαν αυτήν που κάνει το μαχαίρι κόβοντας τον ένα άνθρωπο σε δύο. Το κόψιμο είναι πραγματικά οδυνηρό, και το αίμα τρέχει κατά κάποιον τρόπο μπροστά στα μάτια σας, και δεν είναι δυνατόν να βάλει κανείς κατάπλασμα, ούτε επιδέσμους, όσον αφορά την ανθρώπινη βοήθεια.
Εξάλλου αυτή που έφυγε δεν ήταν τυχαία σύζυγος, αλλά πολύ αξιέπαινη και θαυμάσια. Πρώτον βέβαια ότι είχε την ευσέβεια της πίστεως σταθερή, την αγάπη προς τον άνδρα της. περισσότερο από κάθε άλλη, την οποία απαιτεί ο ιερός Απόστολος πριν από όλα στους συζύγους. Γι’ αυτό και έκανε δεήσεις για την κεφαλή της, και προσευχές και επικλήσεις και έμενε ώρες προσηλωμένη στον Θεό, βαδίζοντας ξυπόλητη η μακαρία στις νυχτερινές πορείες, μήπως και με αυτές κάμψει την ευσπλαγχνία του Θεού.
Τί πάλι η φροντίδα της για το σπίτι, η ανατροφή των παιδιών, η περιποίηση των δούλων, το απλό της ήθος, το ανοιχτόκαρδο στους φίλους, το ενωτικό του γένους, η έλλειψη φθόνου προς τις ισότιμες, και η προς όλα σεμνοπρέπεια και κοσμιότητα, τα οποία έκανε αντί για χρυσά εμπλόκια και στολίσματα με μαργαριτάρια, και όταν έκανε εξόδους και όταν εμφανιζόταν στις βασιλικές αυλές;
Αλλ' όμως όλα αυτά έφυγαν, και γίναμε, για να μιλήσω με πάθος, μισοπεθαμένοι και τσακισμένοι, ή καλύτερα, για να μιλήσω ψαλμικά, «σαν νυχτοπούλι που θρηνεί σε έρημο σπίτι, και σπουργίτι που έχασε τον σύντροφό του και μένει μόνο του στη στέγη», βλέποντας το σπίτι άδειο από εκείνην που το φρόντιζε, τα παιδιά μπορστά στα μάτια σας να σας περικυκλώνουν και να περικυκλώνονται, μη έχοντας που να στηρίξουν τα χέρια, από όπου θα πάρουν μητρικό χάδι, γαλουχική εμψύχωση•
το σπίτι σκοτεινό, σαν να το εγκατέλειψε ο ήλιος, κανένας δεν κελαηδεί και στα αυτιά τα δικά σου και των παιδιών και όλων των υποτακτικών, αφού είναι απούσα εκείνη, η πραγματικά καλλίφωνη, που ευχαριστούσε όσους την επισκέπτονταν με την πραγματικά μελωδική συζήτηση και υποδοχή. Όλα αυτά είναι πραγματικά θλιβερά και προκαλούν αναστεναγμούς, και όταν περιγράφονται και όταν τα σκέπτεται κανείς.
Όμως τί να κάνουμε, δέσποτα; Είναι διαταγή του Θεού, ή καλύτερα απόφαση, που μέσω του Δαβίδ ψάλλουμε. «Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος θα ζήσει πάνω στη γη και δεν θα πεθάνει». Έτσι, καθένας, από τον προπάτορά μας Αδάμ μέχρι τώρα, που ήρθε στον κόσμο με γέννηση, θα φύγει πάλι με τη διάλυση στον κόσμο εκείνον τον υψηλότερο και θεομορφώτερο. Γιατί λέγει. «Σπείρεται φθαρτό, ανασταίνεται άφθαρτο. Σπείρεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο. Σπείρεται σώμα ψυχικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό». Γιατί θα γίνουμε ίσοι με τους αγγέλους και υιοί της ανάστασης, αφού το θνητό καταπωθεί από τη ζωή.
Βλέπεις, δέσποτα, ότι, αν και η κυρία μας εγκατέλειψε, όμως μετέβει από το σκοτάδι στο φως, και από τη φθαρτή ζωή, σε αθάνατη κατάληξη; Εκεί θα την δεις ύστερα από λίγο, πηγαίνοντας και συ εκεί. «Ώστε να μη λυπούμαστε, όπως κάνουν οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα», ελπίζοντας ότι με την ανάσταση θα βελτιωθούμε σε μια μακάρια ζωή.
Σας υπενθυμίζω ότι πρέπει μάλλον να συνελθουμε και να προσηλωθούμε στο σπίτι, να φροντίσουμε τα παιδιά, και πριν από όλα φυσικά την πολύτιμη ψυχή μας, κοσμούμενοι, όπως εκείνη η μακάρια με αρετές, και να χαιρόμαστε γι’ αυτό, ότι προπέμψαμε σύζυγο, η οποία θα ικετεύει τον Θεό για μας, και η οποία άφησε σε μας και σε όλους τους γνωστούς υπόδειγμα καλού βίου.
Επιστολή 149. Στον ύπατο Λύκαστον.
Ο ίδιος ο γραμματοκομιστής που φέρνει στην τιμιότητά σου το γράμμα, μας ανήγγειλε τη συμφορά που σε βρήκε, και πραγματικά η λύπη σου με άγγιξε και εμένα. Γιατί ο ίδιος είμαι και στενός συγγενής σου, και συγχρόνως παλιός φίλος και συνομήλικος, και δεν είναι δυνατόν ο γνήσιος φίλος να μη συμπάσχει μαζί με αυτόν που αγαπά όπως και αντίθετα στη χαρά.
Αλλά η αγγελία που δεν την εύχεται κανείς! Μας εγκατέλειψε η κυρία υπάτισσα, όπως λέγεται, γυναίκα από τις παινεμένες, όπως ακούσαμε και από άλλους, και εγώ ο ίδιος με τα μάτια μου απόλαυσα. Πρώτον βέβαια, ότι αγαπούσε τον άνδρα της, πράγμα που από τον Απόστολο χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο στον γάμο. Φρόνιμη, οικοδέσποινα ευπλησίαστη, ευπροσήγορη, ευσεβής, φίλη των πτχών, και το μεγαλύτερο, στολισμένη με σωφροσύνη και επαργυρωμένη με ορθοδοξία, οι καρποί της οποίας, τα παιδιά αποτελούν απόδειξη της καλής ζωής και των δυο σας. Γιατί, όπως το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό του, έτσι και από τα παιδιά φαίνονται ποιοί και πόσο σπουδαίοι είναι οι γονείς τους.
Και επειδή δεν έχω βαθειά γνώση εκείνης της μακαρίτισσας, πώς θα μπορούσα να εκθειάσω τις αρετές της; Αν και μόνο δύο φορές συναντήθηκα και μίλησα μαζί της, κατάλαβα ότι ο Θεός σου χάρισε γυναίκα πραγματικά βοηθόν, όχι σαν την παλιά προμήτορα, αιτία απάτης, αλλά γυναίκα που έγινε για σένα αιτία και στήριγμα σωτηρίας για όλη τη ζωή σου.
Ω, τί συμφορά! Αυτή έφυγε, πέταξε από το μάτια σας, σάς εγκατέλειψε μισοπεθαμένους, αποκομμένους από την καλή σύζυγό σου. Δεν μπορούμε με τα μάτια να βλέπουμε την παρηγοριά που ξεπερνά κάθε παροδική χαρά, ούτε την ενίσχυση στις θλίψεις, ούτε την παρηγοριά στις συμφορές, ούτε την υπόμνηση και βοηθό και σύμπραξη σε όλα τα απαιτούμενα.
Ο ήλιος του σπιτιού έδυσε. Ποιός θα μας προϋπαντήσει, ποιός θα της χαριστεί, ποιός θα μας παρηγορήσει; Ήδη γίναμε σαν πόλη που σκότωσε όλον της τον κόσμο. «Σαν σπουργίτι μόνο πάνω στη στέγη», για να μιλήσω σαν τον Δαβίδ.
Τί λοιπόν; Θα λυπηθούμε πάνω από το μέτρο και θα περιβληθούμε απαρηγόρητο πένθος; Καθόλου βέβαια, καθόλου. ναι καθόλου, πολυπόθητε, αλλά, γνωρίζοντας ότι ο Θεός που μας έδωσε αυτήν από την αρχή να είναι κοινωνός στη ζωή, αυτός τώρα είναι που την παίρνει, ας υπομείνουμε αυτό που συνέβη με ευχαρίστηση, μιμούμενοι εκείνα τα μακάρια λόγια που είπε εκείνος, όχι για την απώλεια γυναίκας, αλλά για τον θάνατο συγχρόνως των δέκα παιδιών του, μαζί με την απώλεια τις προηγούμενες μέρες όλων των υπαρχόντων του, και εκείνη την τελευταία πληγή του σώματος, κατά την οποία ο πρώην βασιλιάς, καθισμένος πάνω στην κοπριά και ξύνοντας το πύο των πληγών του σώματός του με σβώλους από χώμα, είπε τα εξής. «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος τα αφήρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε».
Εάν λοιπόν, φίλε, τα εφαρμόσουμε αυτά στον εαυτό μας και τα πούμε, δεν θα βρεθούμε μακριά από τη μερίδα εκείνων, αλλά και στη μακάρια εκείνη θα το κάνουμε αυτό καλό επιτάφιο, και σ’ αυτά τα βλαστάρια που μας δόθηκαν από τον Θεό θα αποτυπώσουμε μέσω του εαυτού μας εικόνα ζωής τέτοιας που ευχαριστεί τον Θεό.
Γιατί αυτά που ο αιώνιος Θεός, ο Δεσπότης των όλων, κάμνει σε μας, αν δει ότι τα δεχόμαστε με ευχαρίστηση, πώς δεν θα ρυθμίσει και τα παρόντα σε μας καλώς με την παράκληση του αγίου Πνεύματος, και δεν θα κάνει απολαυστικά τα μελλοντικά στους άπειρους αιώνες; Αυτά εγώ, αν και με συντομία, όμως, σαν δικός σου, τα έγραψα με αγάπη και σε παρηγόρησα. Και συ, δέσποτα, δέξου να χαιρετήσεις εκ μέρους μου τα εξαίρετα τέκνα σου.
(οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου Έργα, εκδ. ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Δ σελ. 243-245 και 259-263)