(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 690-697 )
II. Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1095 - 99 μ.Χ.
Τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα που προσεφέρθησαν, προσήλκυσαν πλήθη κόσμου υπό τας σημαίας. Πλήρης άφεσις αμαρτιών που θα τους απήλλασσε από όλα τα αμαρτήματά των παρεχωρείτο εις εκείνους που θα έπιπταν εις την μάχην. Οι δουλοπάροικοι ήσαν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την γην με την οποίαν ήσαν δεμένοι, οι πολίται εξηρούντο από τους φόρους, οι χρεώσται απηλλάσσοντο από τους τόκους, οι φυλακισμένοι ελάμβαναν χάριν και οι κατάδικοι εις θάνατον μπορούσαν να μετατρέψουν την ποινήν εις εφ’ όρου ζωής στρατιωτικήν υπηρεσίαν εις την Παλαιστίνην.
Χιλιάδες αλήται προσεχώρησαν εις την ιεράν αυτήν εκστρατείαν. Άνθρωποι κουρασμένοι από την απέλπιδα αθλιότητα των, τυχοδιώκται έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα, δευτερότοκοι που επιθυμούσαν να αποκτήσουν και εκείνοι φέουδον εις τα εδάφη της Ανατολής, έμποροι που αναζητούσαν νέας αγοράς δια τα προϊόντα των, ιππόται, οι όποιοι ύστερα από την κατάταξιν των δουλοπαροίκων των έμειναν χωρίς χειρώνακτας, δειλοί που ήθελαν να απαλλαγούν από την κατηγορίαν της ανανδρίας, συνηνώθησαν με τας ειλικρινώς φιλόθρησκους ψυχάς δια να απελευθερώσουν την χώραν οπού εγεννήθη και απέθανεν ο Χριστός. Η προπαγάνδα που γίνεται συνήθως εις κάθε πόλεμον, υπεγράμμιζε τας αθλίας συνθήκας υπό τας οποίας ζούσαν οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, τας θηριωδίας των μουσουλμάνων, τας ύβρεις που εξετόξευε η μωαμεθανική πίστις. Οι μουσουλμάνοι παριστάνοντο ως λατρεύοντες άγαλμα του Μωάμεθ και ευσεβείς μυθογράφοι ανέφεραν ότι ο προφήτης εις κρίσιν επιληψίας έγινε βορά των χοίρων. Τα μυθικά πλούτη της Ανατολής και αι μελαγχροιναί καλλοναί της θα προσεφέροντο ως ανταμοιβή εις τους γενναίους.
Τα ποικίλα αυτά αίτια δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να συγκεντρώσουν ομοιογενές πλήθος, επιδεκτικόν στρατιωτικής οργανώσεως. Εις πολλάς περιπτώσεις, αι γυναίκες και τα παιδιά επέμεναν να συνοδεύσουν τον σύζυγον ή τον πατέρα των και ίσως δεν είχαν άδικον διότι πολλαί πόρναι κατετάγησαν εις την υπηρεσίαν των πολεμιστών. Ο Ούρβανός καθώρισε τον μήνα Αύγουστον του 1096 ως ημερομηνίαν αναχωρήσεως, αλλά οι ανυπόμονοι χωρικοί που είχαν στρατολογηθή πρώτοι, δεν μπορούσαν να περιμένουν: Η πρώτη ομάς που περιελάμβανε 12.000 περίπου πρόσωπα (μεταξύ των όποιων 8 μόνον ιππότας) ανεχώρησε από την Γαλλίαν τον Μάρτιον υπό την αρχηγίαν του Πέτρου του Ερημίτου και του Γκωτιέ του Απένταρου. Άλλη, δυνάμεως 5.000 ανδρών αναχώρησε από την Γερμανίαν υπό την αρχηγίαν ενός ιερέως, του Γκόττσαλκ, τρίτη δε από την Ρηνανίαν υπό τον κόμιτα Εμίκο του Λαϊνίνγκεν. Τα άτακτα αυτά σώματα επετίθεντο εναντίον των Ιουδαίων της Γερμανίας και Βοημίας, δεν πειθαρχούσαν εις τας εκκλήσεις του τοπικού κλήρου και των αστών και μετ’ ολίγον εξεφυλίσθησαν εις ορδήν κτηνών που εκάλυπταν με ευσεβή φρασεολογίαν την δίψαν των δι’ αίμα.
Οι στρατολογηθέντες έφεραν μαζί των, όταν ανεχώρησαν, ελαχίστην ποσότητα τροφής και χρήματος, οι δε άπειροι αρχηγοί των δεν είχαν προβλέψει δια τον ανεφοδιασμόν των. Άλλοι υπετίμησαν την απόστασιν που είχαν να διανύσουν και καθώς προχωρούσαν κατά μήκος του Ρήνου ή του Δουνάβεως, τα παιδιά ερωτούσαν εις κάθε στροφήν του δρόμου εάν η πόλις που έβλεπαν ήτο η Ιερουσαλήμ. Όταν το χρήμα των εξηντλήθη και ήρχισαν να υποφέρουν από την πείναν, ηναγκάσθησαν να λεηλατούν τους αγρούς και τας πόλεις που συναντούσαν εις τον δρόμον των. Μετ’ ολίγον εις όλα αυτά προσέθεσαν την βίαν και την αρπαγήν. Οι πληθυσμοί ανθίσταντο ενεργώς.. Αι πόλεις τους έκλειαν τας θύρας των και άλλαι εβιάζοντο να τους ευχηθούν καλό ταξίδι.
Τελικώς έφθασαν προ της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς χρήματα, αποδεκατισμένοι ατό την πείναν, τον λιμόν, την λέπραν, τους πυρετούς, και τας μάχας που διεξήγον κατά την πορείαν των. Εκεί εγένοντο δεκτοί από τον Αλέξιον, επειδή όμως δεν εύρισκαν αρκετήν τροφήν, εισέδυσαν δια της βίας εις τα προάστια και ελεηλάτησαν τας εκκλησίας, τας οικίας και τα ανάκτορα. Δια να απαλλάξη την πρωτεύουσάν του από τας θρησκευτικάς εκείνας ακρίδας, ο Αλέξιος τους επρομήθευσε λέμβους δια να διασχίσουν τον Βόσπορον, τους απέστειλε τρόφιμα και τους εκάλεσε να περιμένουν μέχρις ότου φθάσουν τα καλύτερον εξωπλισμένα αποσπάσματα. Πεινασμένοι και ανυπόμονοι οι Σταυροφόροι ηγνόησαν τας συμβουλάς αυτάς και εβάδισαν προς την Νίκαιαν. Ένα πειθαρχημένον τμήμα Τούρκων, αποτελούμενον από ικανωτάτους τοξότας, εξήλθε της πόλεως και εξεμηδένισε το πρώτον σώμα της Πρώτης Σταυροφορίας. Ο Γκωτιέ ο Απένταρος ήτο μεταξύ των νεκρών, αλλά ο Πέτρος ο Ερημίτης που είχεν αηδιάσει από την απείθαρχον αυτήν ορδήν παρέμεινε εις την Κωνσταντινούπολιν και έζησεν εκεί εν ασφαλεία μέχρι του 1115.
Εν τω μεταξύ οι φεουδάρχαι που είχαν φορέσει τον σταυρόν συνεκέντρωσαν ο καθένας τον στρατόν του. Δεν υπήρχαν μεταξύ αυτών βασιλείς. Πράγματι ο Φίλιππος ο Α' της Γαλλίας, ο Γουλλιέλμος ο Β’ της Αγγλίας και ο Ερρίκος ο Δ' της Γερμανίας είχαν όλοι των αφορισθή την στιγμήν κατά την οποίαν ο Ουρβανός εκήρυττε την Σταυροφορίαν. Κατετάγησαν όμως πολλοί κόμιτες και δούκες, όλοι σχεδόν Γάλλοι ή Φράγκοι, διότι η Πρώτη Σταυροφορία ήτο κατά μέγα μέρος γαλλική επιχείρησις και μέχρι της ημέρας εκείνης η Εγγύς Ανατολή ωνόμαζε Γάλλους όλους τους δυτικούς Ευρωπαίους. Ο δούξ Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (μικρόν κτήμα εις το Βέλγιον) συνεδύαζε τας ιδιότητας του στρατιώτου και του μοναχού, ήτο δηλαδή γενναίος και ικανός εις τον πόλεμον και την διοίκησιν και αφοσιωμένος εις τα θεία μέχρι φανατισμού.
Ο κόμης Βοημούνδος του Τάραντος ήτο υιός του Ροβέρτου του Γυϊσκάρδου. Είχε κληρονομήσει το θάρρος και την ικανότητα του πατρός του και ωνειρεύετο να απόσπαση από τας βυζαντινός κτήσεις της Εγγύς Ανατολής τμήματα δια να σχηματίση βασίλειον δια τον εαυτόν του και τους Νορμανδούς πολεμιστάς του. Συνωδεύετο από τον ανεψιόν του Ταγκρέδον του Ωτβίλ, ο οποίος έγινε ο ήρως της «Ελευθερωθείσης Ιερουσαλήμ» του Τάσσου. Ήτο ωραίος, ευγενής, γενναιόφρων, αγαπούσε την δόξαν και την περιουσίαν και εθαυμάζετο από όλους ως ο ιδανικός χριστιανός Ιππότης. Ο Ραϋμόνδος, κόμης της Τουλούζης, ο οποίος άλλοτε είχε πολεμήσει εναντίον του Ισλάμ εις την Ισπανίαν, αφιερώθη κατά τα γηρατειά του εις την υπόθεσιν και προσέφερε τα μεγάλα πλούτη του εις τον μεγαλύτερον πόλεμον. Ο οργίλος όμως χαρακτήρ του ηδίκησε την ευγένειαν του και η φιλαργυρία του εκηλίδωσε την αφοσίωσίν του προς τα θεία.
Αι στρατιαί αυταί κατευθύνθησαν προς την Κωνσταντινούπολιν από διαφόρους δρόμους.
Ο Βοημούνδος επρότεινε εις τον Γοδεφρείδον να καταλάβουν την πόλιν, ο Γοδεφρείδος όμως ηρνήθη, διότι, όπως είπεν, είχεν έλθη δια να πολεμήση τους απίστους. Αλλά η ιδέα εύρεν πολλούς οπαδούς. ΟΙ ρωμαλέοι και σχεδόν βάρβαροι ιππόται της Δύσεως περιφρονούσαν τους εκλεπτυσμένους και καλλιεργημένους ανατολίτας ευγενείς ως αιρετικούς που ζούσαν εκφυλισμένοι εις την πολυτέλειαν. Εθαύμαζαν με έκπληξιν και φθονούσαν τα συσσωρευμένα εις τας εκκλησίας, τα ανάκτορα και τας αγοράς του Βυζαντίου πλούτη και επίστευαν ότι η περιουσία αυτή έπρεπε να περιέλθη εις τους γενναίους. Ο Αλέξιος εγνώριζεν ίσως τας προθέσεις των σωτήρων του και η πείρα που απέκτησε από την ορδήν των χωρικών (δια την ήτταν της οποίας η Δύσις τον κατηγορούσε ως υπεύθυνον) τον έπεισε να είναι επιφυλακτικός, ίσως και δόλιος. Εκείνος είχε ζητήσει βοήθειαν εναντίον των Τούρκων, δεν επερίμενε όμως να συγκεντρωθούν εις τας πύλας του αι συνησπισμέναι δυνάμεις ολοκλήρου της Ευρώπης.
Άλλωστε δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος ότι οι πολεμισταί εκείνοι απέβλεπαν μόνον εις την Ιερουσαλήμ και όχι εις την Κωνσταντινούπολη, ούτε εάν εδέχοντο να αποδώσουν εις την αυτοκρατορίαν του τα άλλοτε βυζαντινά εδάφη τα οποία θα ανεκατελάμβαναν από τους Τούρκους. Προσέφερε εις τους Σταυροφόρους τρόφιμα και χρήματα, μέσα μεταφοράς, στρατιωτικήν ενίσχυσιν και, δια τους αρχηγούς, τα πάντοτε ευπρόσδεκτα φιλοδωρήματα, εις αντάλλαγμα δε εζήτησε από τους ευγενείς να δώσουν εις αυτόν όρκον πίστεως και να του υποσχεθούν ότι όλα τα εδάφη που θα κατελάμβαναν θα παρεχωρούντο εις αυτόν. Οι ευγενείς που είχαν καταπραϋνθή από τα δώρα έδωσαν τον όρκον.
Εις τας άρχάς του 1097, αι στρατιαί αριθμούσαν περί τους 30.000 άνδρας και υπό την ηγεσίαν ανεξαρτήτων αρχηγών διέσχισαν τα Στενά. Ευτυχώς οι Μουσουλμάνοι ήσαν περισσότερον και από τους χριστιανούς διηρημένοι. Όχι μόνον η ισλαμική δύναμις είχεν εξαντληθή εις την Ισπανίαν και εσπαράσσετο εις την βόρειον Αφρικήν από τας θρησκευτικάς έριδας, αλλά, εις την Ανατολήν, οι Φατιμίδαι χαλίφαι της Αίγυπτου κατείχαν την νότιον Συρίαν, ενώ οι εχθροί των οι Σελτζούκοι Τούρκοι κρατούσαν την βόρειον Συρίαν και το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας. Η Αρμενία επανεστάτησε εναντίον των κατακτητών της Σελτζούκων και προσεχώρησε εις τους «Φράγκους». Έτσι αι στρατιαί της Ευρώπης προήλασαν μέχρι της Νίκαιας, την οποίαν επολιόρκησαν. Κατόπιν της εγγυήσεως του Αλεξίου, η τουρκική φρουρά παρεδόθη εις τας 19 Ιουνίου του 1097.
Ο Έλλην αυτοκράτωρ ύψωσε την αυτοκρατορικήν σημαίαν εις την ακρόπολιν, επροστάτευσε την πόλιν από την λεηλασίαν και καθησύχασε τους φεουδάρχας αρχηγούς με σημαντικά δώρα, αλλά οι χριστιανοί στρατιώται εκατηγόρησαν τον Αλέξιον ότι ευρίσκετο εις συμμαχίαν με τους Τούρκους. Αφού ανεπαύθησαν επί μίαν εβδομάδα, οι Σταυροφόροι εξεκίνησαν δια την Αντιόχειαν. Πλησίον του Δορυλαίου συνήντησαν τουρκικήν στρατιάν υπό την αρχηγίαν του Κιλίτζ Αρσλάν, κατήγαγαν αιματηράν νίκην (1 Ιουλίου 1097) και διέσχισαν την Μ. Ασίαν χωρίς να συναντήσουν άλλους εχθρούς εκτός από την έλλειψιν ύδατος και τροφίμων και την ζέστην, εις την οποίαν δεν είχαν συνηθίσει οι Δυτικοί. Άνδρες, γυναίκες, άλογα και σκύλοι επέθαιναν από την δίψαν κατά την διάρκειαν της κοπιώδους εκείνης πορείας των 800 χιλιομέτρων. Αφού διέσχισαν τον Ταύρον, μερικοί από τους ηγέτας απέσπασαν τας δυνάμεις των από τον όγκον του στρατού δια να επιδοθούν εις ιδιωτικός κατακτήσεις - ο Ραϋμόνδος, ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος εις την Αρμενίαν, ο Ταγκρέδος και ο Βαλδουίνος (αδελφός του Γοδεφρείδου) εις την Έδεσσαν, όπου ο Βαλδουίνος με την στρατηγικήν του και με την προδοσίαν ίδρυσε την πρώτην λατινικήν ηγεμονίαν εις την Ανατολήν (1098). Η μάζα των Σταυροφόρων στρατιωτών παρεπονείτο δια τας καθυστερήσεις αυτάς κατά τρόπον απειλητικόν και υπεχρέωσε τους ευγενείς να επαναρχίσουν την πορείαν των προς την Αντιόχειαν.
Η Αντιόχεια, η οποία όπως την περιγράφει ο χρονογράφος της Gesta Fraucorum ήτο «πόλις ωραιοτάτη, ευγενής και ευχάριστος», αντέστη επί 8 μήνας εις την πολιορκίαν. Πολλοί από τους Σταυροφόρους επέθαναν ύστερα από τας ψυχράς χειμερινάς βροχάς, ενώ άλλοι απεδεκατίσθησαν από την πείναν. Μερικοί ανεκάλυψαν ένα νέον είδος τροφής, «τα καλάμια που τα ωνόμαζαν σούκρα», τα οποία μασούσαν. Αυτή πράγματι ήτο η πρώτη φορά κατά την οποίαν οι Φράγκοι έτρωγαν ζάχαριν και έμαθαν τον τρόπον εξαγωγής της από τα καλλιεργημένα φυτά. Αι πόρναι προσέφεραν πολύ επικινδύνους ηδονάς. Ένας αρχιδιάκονος εφονεύθη από τους Τούρκους την στιγμήν που εκοιμάτο εις ένα λειβάδι μαζί με την παλλακίδα του από την Συρίαν.
Τον Μάιον του 1098 διεδόθη ότι μεγάλη τουρκική στρατιά, υπό τας διαταγάς του Καρβογά, άρχοντος της Μοσσούλης, επλησίαζε προς τα εκεί. Αλλά η Αντιόχεια έπεσε εις τας 3 Ιουνίου 1098, μερικάς ημέρας προ της αφίξεως της στρατιάς εκείνης. Πολλοί Σταυροφόροι, φοβούμενοι ότι ο Καρβογάς θα τους εξεδίωκε, ανήλθαν με λέμβους τον ρουν του Ορόντη και εδραπέτευσαν. Ο Αλέξιος που προχωρούσε με ελληνικάς δυνάμεις, επληροφορήθη από τους φυγάδας ότι οι Χριστιανοί είχαν ήδη νικηθή και επανέκαμψε δια να προστατεύση την Μ. Ασίαν, πράγμα που δεν του συνεχώρησαν ποτέ. Δια να ενθαρρύνη τους Σταυροφόρους, ο Πέτρος Βαρθολομαίος, ιερεύς από την Μασσαλίαν, ισχυρίσθη ότι ανεκάλυψε το δόρυ με το οποίον είχαν τρυπήσει την πλευράν του Χριστού.
Όταν οι Χριστιανοί εβάδιζαν εις την μάχην, το δόρυ αυτό εκραδαίνετο ως ιερόν λάβαρον, τρεις δε ιππόται ντυμένοι εις τα λευκά, επρόβαλαν από τους λόφους εις την πρόσκλησιν του παπικού λεγάτου Αδεμάρου και ανέκραζαν ότι ήσαν οι μάρτυρες άγιος Μαυρίκιος, άγιος Θεόδωρος και άγιος Γεώργιος. Εμπνεόμενοι με τον τρόπον αυτόν και συνηνωμένοι υπό την μοναδικήν αρχηγίαν του Βοημούνδου, οι Σταυροφόροι κατήγαγον αποφασιστικήν νίκην. Ο Βαρθολομαίος κατηγορηθείς επί απάτη προσεφέρθη να αποδείξη την αθωότητα του δια της δοκιμασίας επί της πυράς. Επέρασε μέσα από καιόμενα δεμάτια και εξήλθε χωρίς να πάθη φαινομενικώς τίποτε, απέθανεν όμως την επομένην ημέραν είτε από εγκαύματα είτε από υπερκόπωσιν της καρδιάς. Και έτσι το ιερόν δόρυ δεν εχρησίμευσε πλέον ως σημαία του στρατού.
Ο Βοημούνδος έγινε πρίγκιψ Αντιόχειας και επισήμως κατείχε την χώραν ως φέουδον του Αλεξίου, εις την πραγματικότητα όμως την διοικούσε ως ανεξάρτητος μονάρχης. Οι αρχηγοί του στρατού εδήλωσαν ότι η προδοσία του Αλεξίου, ο οποίος δεν έσπευσε εις βοήθειάν των, τους αποδέσμευσε από τον όρκον πίστεως. Αφού επί εξ μήνας ανεπαύθησαν και αναδιωργάνωσαν τα εξηντλημένα στρατεύματά των, κατηυθύνθησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τέλος την 7ην Ιουλίου 1099, ύστερα από εκστρατείαν τριών ετών, οι Σταυροφόροι με δύναμιν μόνον 12.000 πολεμιστών έφθασαν πλήρεις ενθουσιασμού και κόπου προ των τειχών της ιεράς πόλεως.
Οι Τούρκοι όμως, οι οποίοι είχαν έλθει δια να πολεμήσουν, είχον εκδιωχθή από την πόλιν υπό ιών Φατιμιδών κατά το προηγούμενον έτος. Ο χαλίφης προσέφερε ειρήνην, εγγυώμενος την ασφάλειαν των προσκυνητών και των χριστιανών κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος απαιτούσαν παράδοσιν χωρίς όρους. Η φατιμιδική φρουρά εκ χιλίων ανδρών αντέστη επί 40 ημέρας.
Την 15ην Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος και ο Ταγκρέδος ανερριχήθησαν εις τα τείχη με τα στρατεύματά των και οι Σταυροφόροι εγνώρισαν την υπερτάτην χαράν της εκπληρώσεως του ευγενούς σκοπού, ύστερα από τόσα δεινά. Τότε, αναφέρει αυτόπτης μάρτυς, ο κληρικός Ραϋμόνδος του Αζίλ,
«καταπληκτικά πράγματα αντικρίσαμε. Από τους Σαρακηνούς άλλοι απεκεφαλίσθησαν... άλλοι ετρυπήθησαν με βέλη ή υπεχρεώθησαν να πηδήσουν από τους πύργους εις το έδαφος, άλλοι εβασανίσθησαν πολλάς φοράς κατά την διάρκειαν της ημέρας και τελικώς εκάησαν ζωντανοί. Εις τους δρόμους έβλεπες σωρούς από κεφάλια, χέρια και πόδια. Παντού ήτο υποχρεωμένος κανείς να πηδά επάνω από πτώματα ανθρώπων και αλόγων».
Άλλοι σύγχρονοι προσέθεσαν μερικάς λεπτομερείας: Ότι δηλαδή γυναίκες εσφάζοντο, βρέφη ηρπάζοντο από τον μαστόν της μητέρας και ερρίπτοντο από τα τείχη ή συνεθλίβοντο επάνω εις στήλας, και ότι 70.000 από τους Μουσουλμάνους που διέμεναν εις την πόλιν εσφάγησαν. Οι επιζήσαντες Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν εις μίαν συναγωγήν και εκάησαν ζωντανοί. Οι νικηταί συνηθροίσθησαν εις την εκκλησίαν του Αγίου Τάφου, εις το σπήλαιον του οποίου, όπως επίστευαν, είχεν άλλοτε εναποτεθή ο Εσταυρωμένος, και εκεί, αγκαλιασμένοι, έκλαιαν από χαράν και ευχαριστούσαν τον Φιλεύσπλαγχνον Θεόν που τους εχάρισε την νίκην.
III. ΤΟ ΛΑΤΙΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ: 1099-1143
Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, η ακεραιότητης του οποίου ανεγνωρίσθη τελικώς από όλους, εξελέγη διοικητής της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων της με τον μετριόφρονα τίτλον του Υπερασπιστού του Αγίου Τάφου. Εις τα εδάφη αυτά, όπου η βυζαντινή κυριαρχία είχε καταλυθή προ 465 ετών, δεν ετίθετο ζήτημα υποταγής εις τον Αλέξιον, δια τούτο δε το λατινικόν βασίλειον της Ιερουσαλήμ έγινεν εξ αρχής κυρίαρχον κράτος. Ο Έλλην Πατριάρχης υπεχρεώθη να φύγη εις την Κύπρον και αι εκκλησίαι του νέου βασιλείου εδέχθησαν την λατινικήν λειτουργικήν, ιταλόν πριμάτον και την παπικήν κυριαρχίαν.
Το κυρίαρχον όμως κράτος υπεχρεώθη να στηριχθή δια την άμυνάν του εις τας ιδίας του δυνάμεις. Δύο εβδομάδας μετά την απελευθέρωσιν, μία αιγυπτιακή στρατιά ενεφανίσθη προ του Ασκάλωνος δια να ελευθέρωση εκ νέου την πόλιν την οποίαν πολλαί θρησκείαι εθεωρούσαν ως αγίαν. Ο Γοδεφρείδος τον ενίκησε, αλλά απέθανε μετά ένα έτος (1100). Ο αδελφός του, ολιγώτερον ικανός από αυτόν, ο Βαλδουίνος ο Α΄(1100 - 18) έλαβε τον μεγαλοπρεπέστερον τίτλον του βασιλέως. Υπό την βασιλείαν του Φούλκου, κόμιτος του Ανζού (1131 - 43) το νέον κράτος περιλάμβανε το μεγαλύτερον μέρος της Παλαιστίνης και της Συρίας, οι Μουσουλμάνοι όμως κρατούσαν ακόμη το Χαλέπι, την Δαμασκόν και την Έμεσσαν.
Το βασίλειον διηρέθη εις τέσσαρας φεουδαλικάς ηγεμονίας με πρωτευούσας την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και την Τρίπολιν, η κάθε μία δε από αυτάς κατετμήθη εις φέουδα ουσιαστικώς ανεξάρτητα, των οποίων οι χωροδεσπόται εκήρυτταν τον πόλεμον, έκοβαν νομίσματα και υπεστήριζαν την αυτονομίαν των εις κάθε ευκαιρίαν. Ο βασιλεύς εξελέγετο από τους χωροδεσπότας αυτούς και ηλέγχετο από εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν υποκειμένην εις τον πάπαν. Το βασίλειον εξησθένισε δια της παραχωρήσεως πολλών λιμένων - της Ιάφας, της Τύρου, της Άκρης, της Βηρυτού, του Ασκάλωνος - εις την Βενετίαν, την Πίζαν ή την Γένουαν ως αντάλλαγμα της ναυτικής βοηθείας των και της δια θαλάσσης μεταφοράς τροφίμων.
Η διάρθρωσις και ο νόμος του βασιλείου διετυπώθησαν εις την Σύνοδον της Ιερουσαλήμ, εις μίαν από τας περισσότερον λογικάς και σκληράς κωδικοποιήσεις του διοικητικού φεουδαλικού συστήματος. Οι χωροδεσπόται έγιναν ιδιοκτήται ολοκλήρου της χώρας, αφού υπήγαγον τους προηγουμένους ιδιοκτήτας, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, εις την τάξιν των δουλοπαροίκων και τους επέβαλαν φεουδαλικάς υποχρεώσεις αυστηροτέρας από οιονδήποτε ευρωπαϊκόν κράτος. Ο εντόπιος χριστιανικός πληθυσμός έβλεπε την μουσουλμανικήν κατοχήν ως χρυσούν αιώνα.
Το νεαρόν βασίλειον είχε πολλά αδύνατα σημεία, εύρε όμως νέον μοναδικόν στήριγμα εις τα νέα τάγματα των μοναχών στρατιωτών. Από του 1048, οι έμποροι του Αμάλφι είχαν επιτύχει από τους Μουσουλμάνους την άδειαν να κτίσουν νοσοκομείον εις την Ιερουσαλήμ δια τους πτωχούς ή ασθενείς προσκυνητάς. Περί το 1120, το προσωπικόν του ιδρύματος αναδιωργανώθη από τον Ραϋμόνδον τον Φρεαρίτην και μετεσχηματίσθη εις θρησκευτικόν τάγμα αφωσιωμένον εις την αγνότητα, την πενίαν και την πειθαρχίαν, καθώς και εις την προστασίαν των Χριστιανών της Παλαιστίνης, προστασίαν, εννοείται, στρατιωτικήν. Το τάγμα αυτό των Ιπποτών ή Νοσοκόμων του Αγίου Ιωάννου έγινε ένα από τα ευγενέστερα φιλανθρωπικά ιδρύματα του χριστιανικού κόσμου.
Περί την ιδίαν εποχήν, (1119), ο Ούγος Παγιόν και οκτώ άλλοι σταυροφόροι ιππόται ετάχθησαν επισήμως εις την μοναχικήν πειθαρχίαν και την στρατιωτικήν υπηρεσίαν της χριστιανοσύνης. Επέτυχαν από τον Βαλδουίνον τον Β' την παραχώρησιν διαμερίσματος το οποίον εχρησιμοποίησαν ως κατοικίαν, πλησίον του ναού του Σολομώντος, απεκλήθησαν δε αργότερα δια τούτο Ναΐται. Ο άγιος Βερνάρδος κατέστρωσε δι' αυτούς αυστηρόν κανόνα, εις τον οποίον δεν επειθάρχησαν επί πολύ. Τους επαινούσε επειδή ήσαν «πολύ εξησκημένοι εις την τέχνην του πολέμου» και τους συνιστούσε να «πλένωνται σπανίως» και να κόβουν τα μαλλιά των σύρριζα.
«Ο χριστιανός που φονεύει άπιστον εις τον ιερόν πόλεμον - έγραφεν ο Βερνάρδος εις τους Ναΐτας εις ένα απόσπασμα αντάξιον του Μωάμεθ - ας είναι βέβαιος δια την ανταμοιβήν του. Θα είναι ακόμη ασφαλέστερος εάν φονευθή και ο ίδιος. Ο χριστιανός δοξάζεται με τον θάνατον του ειδωλολάτρου, επειδή έτσι δοξάζεται ο ίδιος ο Χριστός».
Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν να φονεύουν με συνείδησιν εάν θέλουν να κερδίζουν τους πολέμους. Οι Νοσοκόμοι φορούσαν μαύρο ένδυμα με λευκόν σταυρόν εις το αριστερό μανίκι, οι Ναΐται λευκόν ένδυμα με ερυθρόν σταυρόν εις τον μανδύα, εμισούντο δε αμοιβαίως. Αφού επί ένα διάστημα επροστάτευσαν τους προσκυνητάς, οι Νοσοκόμοι και οι Ναΐται επέρασαν εις την επίθεσιν εναντίον των σαρακηνών ακροπόλεων. Αν και οι Ναΐται δεν υπερέβαιναν τους 300 και οι Νοσοκόμοι τους 600, εις τα 1180, η συμβολή των εις τας μάχας των Σταυροφόρων εθεωρείτο ουσιώδης και εκέρδισαν την φήμην των εμπείρων πολεμιστών.
Και τα δύο τάγματα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν οικονομικά πλεονεκτήματα και πράγματι τα εξησφάλιζαν από την Εκκλησίαν και το Κράτος, από πλουσίους και πτωχούς. Κατά τον 13ο αιώνα κατείχαν μεγάλα κτήματα εις την Ευρώπην, μοναστήρια, πόλεις και προάστια. Και τα δύο τάγματα εξέπληξαν Χριστιανούς και Σαρακηνούς με την ανέγερσιν τεραστίων οχυρών εις την Συρίαν, όπου—αν και είχαν ταχθή εις την πενίαν και την στέρησιν - ζούσαν πολυτελώς όταν ανεπαύοντο από τους κόπους του πολέμου. Εις τα 1190, οι γερμανοί της Παλαιστίνης, βοηθούμενοι από τους συμπατριώτας των που παρέμειναν εις την πατρίδα, ίδρυσαν το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών και έκτισαν νοσοκομείον πλησίον του Αγίου Ιωάννου της Άκρης.
Μετά την απελευθέρωσιν της Ιερουσαλήμ, οι περισσότεροι Σταυροφόροι επανέκαμψαν εις την Ευρώπην και άφησαν πίσω των στρατόν με επικινδύνως χαμηλόν ηθικόν.
Πολλοί προσκυνηταί ήλθαν εν τω μεταξύ αλλά ελάχιστοι παρέμειναν εκεί δια να πολεμήσουν. Προς βορράν, οι Έλληνες ανέμεναν την ευκαιρίαν να ανακαταλάβουν την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και τας άλλας πόλεις τας οποίας διεκδικούσαν ως βυζαντινάς. Προς ανατολάς, οι Σαρακηνοί που απειλούντο από τας χριστιανικάς επιδρομάς και μουσουλμανικάς προκλήσεις, αναδιωργανώθησαν και συνηνώθησαν. Μωαμεθανοί πρόσφυγες που διέφυγαν από την Ιερουσαλήμ διηγούντο με φρικτάς λεπτομερείας την πτώσιν της πόλεως εις χείρας των χριστιανών. Κατέλαβαν το Μέγα Τζαμί της Βαγδάτης και απήτησαν όπως αι μουσουλμανικαί στρατιαί ελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ και τον ιερόν Θόλον του Βράχου από τας μιαράς χείρας των απίστων. Ο χαλίφης δεν είχε τα μέσα να ανταποκριθή εις την παράκλησίν των, αλλά ο Ζάνγκι, ο άρχων της Μοσούλης, ο υιός μιας δούλης, με μικρόν αλλά καλώς διοικούμενον στρατόν, ανακατέλαβε, εις τα 1144, από τους χριστιανούς τα ανατολικά προκεχωρημένα φυλάκια των του Αλ - Ρουά, μερικούς δε μήνας αργότερα κατέλαβε την Έδεσσαν. Ο Ζάνγκι εδολοφονήθη, αλλά ο διάδοχός του Νούρ εντ Ντίν ήτο ισάξιος με αυτόν εις ανδρείαν και ανώτερος εις στρατιωτικήν επιστήμην. Το άγγελμα των γεγονότων αυτών ώθησε την Ευρώπην εις την οργάνωσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας.