(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 697-702).
IV. Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1146-8 μ.Χ.
Ο άγιος Βερνάρδος εκάλεσε τον πάπαν Ευγένιον τον Γ' να απευθύνη νέαν έκκλησιν προς κατάταξιν υπό τα όπλα. Ο Ευγένιος, που είχεν εμπλακή εις διαμάχην με τους απίστους της Ρώμης, παρεκάλεσε τον Βερνάρδον να αναλάβη ο ίδιος το έργον αυτό. Η σκέψις ήτο σοφή, διότι ο άγιος ήτο μεγαλύτερος άνθρωπος από εκείνον τον οποίον είχε βοηθήσει να αναγορευθή πάπας. Όταν εγκατέλειψε το κελλί του εις το Κλερβώ, δια να κηρύξη την Σταυροφορίαν εις τους Γάλλους, ο σκεπτικισμός που εκρύπτετο εις την καρδιάν κάθε πιστού παρεμερίσθη και οι φόβοι τους οποίους είχαν διεγείρει αι αφηγήσεις περί της Πρώτης Σταυροφορίας διελύθησαν. Ο Βερνάρδος ήλθε προσωπικώς εις τον βασιλέα Λουδοβίκον τον Ζ’ και τον έπεισε να φορέση τον σταυρόν. Με τον βασιλέα εις το πλευρόν του, απηυθύνθη τότε προς το πλήθος εις την Βεζελέ (1146), όπου αμέσως μετά το τέλος του λόγου του οι άνθρωποι κατετάσσοντο ομαδόν. Οι σταυροί που είχαν προετοιμασθή, απεδείχθησαν πολύ ολίγοι και ο Βερνάρδος έκοψε το ένδυμά του δια να κατασκευασθούν με αυτό συμπληρωματικά εμβλήματα. «Πόλεις και πύργοι είναι άδειοι- έγραφε εις τον πάπαν – ένας μόνον άνδρας αναλογεί επί επτά γυναικών και παντού υπάρχουν χήραι των οποίων οι σύζυγοι ζουν ακόμη».
Αφού έτσι διήγειρε τον ενθουσιασμόν εις την Γαλλίαν, επέρασε εις την Γερμανίαν, όπου η φλογερά ευγλωττία του έπεισε τον Κονράδον τον Γ' να δεχθή την Σταυροφορίαν ως μοναδικόν τρόπον καταπαύσεως των μεταξύ Γουέλφων και Χοενστάουφεν ερίδων δια των οποίων εσπαράσσετο από μακρού το βασίλειόν του. Πολλοί ευγενείς ηκολούθησαν τον Κονράδον, μεταξύ δε αυτών και ο νεαρός Φρειδερίκος της Σουαβίας που έγινε αργότερα Βαρβαρόσσας και απέθανε κατά την Τρίτην Σταυροφορίαν.
Το Πάσχα του 1147, ο Κονράδος και οι γερμανοί του εξεκίνησαν και κατά την Πεντηκοστήν, ο Λουδοβίκος και οι γάλλοι του τον ηκολούθησαν εις αρκετήν απόστασιν, μη γνωρίζοντες εάν οι Γερμανοί ή οι Τούρκοι ήσαν οι χειρότεροι εχθροί των. Δια τους Γερμανούς, άλλωστε, ελαχίστη διαφορά υπήρχε μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, τόσαι δε βυζαντιναί πόλεις ελεηλατήθησαν εις το πέρασμά των, ώστε οι άνθρωποι έκλειναν τας θύρας των και επρομήθευαν τρόφιμα εις τους Σταυροφόρους με καλάθια που τα κρεμούσαν από τα τείχη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, αυτοκράτωρ τότε της Ανατολής, προσεφέρθη ευγενώς να βοηθήση τους ευγενείς φιλοξενουμένους του δια να διέλθουν τον Ελλήσποντον εις την Σηστόν, αντί να διασχίσουν την Κωνσταντινούπολιν, αλλά ο Κονράδος και ο Λουδοβίκος ηρνήθησαν. Μερικοί συνεβούλευσαν τον Λουδοβίκον να καταλάβη την Κωνσταντινούπολιν εν ονόματι της Γαλλίας, ο Λουδοβίκος αντετάχθη, αλλά και πάλιν οι Έλληνες επληροφορήθησαν τα συμβαίνοντα. Τους ετρόμαζε το παράστημα και αι πανοπλίαι των ιπποτών της Δύσεως, διεσκέδαζε όμως τους φόβους των το πλήθος των γυναικών που ακολουθούσε τους ιππότας.
Ο Λουδοβίκος συνωδεύετο από την ενοχλητικήν Ελεονώραν του και πολλοί τροβαδούροι ακολουθούσαν την βασίλισσαν. Οι κόμιτες της Φλάνδρας και της Τουλούζης συνωδεύοντο από τας κομήσσας των, αι οποίαι μετέφεραν πλήθος αποσκευών, δεμάτων και κιβωτίων με στολίδια και κοσμήματα δια να προστατεύσουν την ομορφιάν των από τας περιπέτειας του κλίματος, του πολέμου και του χρόνου. Ο Μανουήλ που εβιάζετο να μεταφέρη τας δύο στρατιάς πέραν του Βοσπόρου, εφωδίασε τους Έλληνας με υποτιμημένον νόμισμα δια να το χρησιμοποιούν εις τας συναλλαγάς των με τους Σταυροφόρους. Εις την Ασίαν, η σπάνις των τροφίμων και αι υψηλαί τιμαί που εζητούσαν οι Έλληνες, έγιναν αιτίαι πολλών ερίδων μεταξύ σωτήρων και προστατευομένων, ο Φρειδερίκος δε ο Βαρβαρόσσας ελυπείτο διότι το σπαθί του έπρεπε να χύση αίμα χριστιανικόν δια να αποκτήση το προνόμιον να συναντήση τους απίστους.
Ο Κονράδος επέμεινε, παρά την συμβουλήν του Μανουήλ, να ακολουθήση το δρομολόγιον της Πρώτης Σταυροφορίας. Εις πείσμα ή εξ αιτίας των Ελλήνων οδηγών των, οι Γερμανοί έπεσαν εις σειράν ανύδρων ερήμων και μουσουλμανικών παγίδων και έχασαν πολλούς άνδρας. Εις το Δορυλαίον όπου η Πρώτη Σταυροφορία είχεν ηττηθή από τον Κιλίτζ Αρσλάν, η στρατιά του Κονράδου συνήντησε τον όγκον των μουσουλμανικών στρατευμάτων και υπέστη τόσον συντριπτικήν ήτταν ώστε μόνον ένας επί δέκα χριστιανών διεσώθη.
Η γαλλική στρατιά, που ηκολούθει εις απόστασιν εξηπατήθη από ψευδείς φήμας περί γερμανικής νίκης, επροχώρησε αμέριμνος και απεδεκατίσθη από την πείναν και τας μουσουλμανικάς επιδρομάς. Όταν έφθασαν εις την Ατταλίαν, ο Λουδοβίκος διεπραγματεύθη με τους έλληνας πλοιάρχους την διεπεραίωσιν του στρατού του δια θαλάσσης εις την Ταρσόν και την Αντιόχειαν, τας οποίας κατείχαν τότε οι Χριστιανοί. Οι πλοίαρχοι εζήτησαν υπερβολικήν τιμήν και ο Λουδοβίκος με τους περισσοτέρους ευγενείς, την Ελεονώραν και πολλάς κυρίας επεβιβάσθησαν των πλοίων δια να μεταβούν εις την Αντιόχειαν εγκαταλείποντες τον γαλλικόν στρατόν εις την Ατταλίαν. Αι μωαμεθανικοί δυνάμεις επετέθησαν κατά της πόλεως και έσφαξαν εκεί όλους σχεδόν τους Γάλλους (1148).
Ο Λουδοβίκος ήλθε εις την Ιερουσαλήμ με τας κυρίας, όχι όμως και με τον στρατόν του, ενώ ο Κονράδος έφθασε εκεί με τα άθλια υπολείμματα των στρατευμάτων εκείνων που είχαν αναχωρήσει από την Ρατισβόννην. Με τους επιζώντας και με τους στρατιώτας που υπήρχαν ήδη εις την πρωτεύουσαν, κατηρτίσθη νέος στρατός, ο οποίος εβάδισε εναντίον της Δαμασκού υπό την κοινήν αρχηγίαν του Κονράδου, του Λουδοβίκου και του Βαλδουίνου του Γ' (1143-62). Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας ηγέρθησαν έριδες μεταξύ των ευγενών επί του ζητήματος του μελλοντικού κυριάρχου της Δαμασκού. Μουσουλμάνοι πράκτορες εισεχώρησαν εις την χριστιανικήν στρατιάν και έπεισαν μερικούς αρχηγούς να ακολουθήσουν πολιτικήν αδρανείας ή αποχωρήσεως. Όταν έφθασε η είδησις ότι οι εμίραι του Χαλεπίου και της Μοσούλης προχωρούσαν με ισχυράς δυνάμεις δια να βοηθήσουν την Δαμασκόν, οι συνήγοροι της αποχωρήσεως υπερίσχυσαν. Η χριστιανική στρατιά διεσπάσθη και τελικώς έφυγε προς την Αντιόχειαν, την Άκρην και την Ιερουσαλήμ. Ο Κονράδος επέστρεψε ασθενής και ντροπιασμένος εις την Γερμανίαν, η Ελεονόρα και οι περισσότεροι γάλλοι ιππόται επανήλθαν εις την Γαλλίαν. Ο Λουδοβίκος παρέμεινε επί ένα ακόμη έτος εις την Παλαιστίνην, επισκεπτόμενος, ως προσκυνητής, διαφόρους αγίους τόπους.
Η Ευρώπη έμεινε κατάπληκτη από την κατάρρευσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας. Όλοι ήρχισαν να διερωτώνται πώς ήτο δυνατόν ο Παντοδύναμος να αφήση τους υπερασπιστάς του να ταπεινωθούν, άλλοι επετίθεντο εναντίον του αγίου Βερνάρδου, επειδή ο ασύνετος οραματιστής έστειλε τόσους ανθρώπους εις τον θάνατον, μερικοί δε, οι περισσότερον θαρραλέοι, ήρχισαν να αμφισβητούν τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστεως. Ο Βερνάρδος απήντησε ότι αι βουλαί του Θεού είναι άγνωστοι και ότι η καταστροφή ήτο ίσως η τιμωρία δια τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει οι χριστιανοί. Από τότε όμως η φιλοσοφική αμφιβολία που έσπειρεν ο Αβελάρδος (απέθανε εις τα 1142) εύρε απήχησιν μεταξύ του λαού. Ο ενθουσιασμός δια την Σταυροφορίαν ηλαττώθη και ο Αιών της Πίστεως προητοιμάζετο να αμυνθή, δια πυρός και σιδήρου, εναντίον της παρεισφρύσεως ξένων πίστεων ή εναντίον της αθεΐας.
V. ΣΑΛΑΔΙΝΟΣ
Εν τω μεταξύ, ένας περίεργος και πρωτότυπος πολιτισμός ανεπτύσσετο εις την χριστιανικήν Συρίαν και Παλαιστίνην. Οι Ευρωπαίοι που είχαν εγκατασταθή εκεί από του 1099, υιοθέτησαν σιγά- σιγά την ανατολικήν ενδυμασίαν, το τουρμπάνι και το κυματιστόν μακρόν ένδυμα, που ταίριαζαν καλύτερα εις τας κλιματικάς συνθήκας της ερήμου. Η εξοικείωσις, άλλωστε, με τους μουσουλμάνους που ζούσαν εις το εσωτερικόν του βασιλείου ηλάττωσε την αμοιβαίαν δυσπιστίαν και εχθρότητα. Μουσουλμάνοι έμποροι εισήρχοντο ελευθέρως εις τα χριστιανικά καταστήματα και επωλούσαν εκεί τα εμπορεύματά των, εξ άλλου οι μουσουλμάνοι και ιουδαίοι ιατροί επροτιμώντο από τους χριστιανούς ασθενείς. Ο χριστιανικός κλήρος επέτρεπε εις τους μουσουλμάνους να ασκούν την λατρείαν των εις τα τζαμιά, το δε Κοράνιον εδιδάσκετο ελευθέρως εις τα αραβικά σχολεία της Αντιοχείας και της Τριπόλεως.
Τα χριστιανικά και μουσουλμανικά κράτη επέτρεπαν την ελευθέραν δίοδον ταξιδιωτών και έμπορων δια των συνόρων των. Επειδή ελάχισται χριστιαναί γυναίκες είχαν ακολουθήσει τους Σταυροφόρους, ενυμφεύθησαν γυναίκας της Συρίας και μετ’ ολίγον οι απόγονοί των με το ανάμικτον αίμα αποτελούσαν το μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού. Η αραβική έγινε η καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων του λαού. Χριστιανοί ευγενείς συμμαχούσαν με μουσουλμάνους εμίρας εναντίον αντιπάλων των χριστιανών και μουσουλμάνοι εμίραι ζητούσαν πολλάς φοράς την βοήθειαν των «πολυθεϊστών» κατά τας κρισίμους στρατιωτικάς ή διπλωματικάς στιγμάς των. Οι χριστιανοί συνεδέθησαν δια προσωπικής φιλίας με τους μουσουλμάνους.
Ο Ίμπν Ζουμπαΐρ, που εταξίδευσε εις την Συρίαν περί το 1183, έγραφεν ότι οι συμπατριώται του μουσουλμάνοι που ζούσαν εκεί ευημερούσαν και ετύγχανον καλής μεταχειρίσεως εκ μέρους των Φράγκων. Ελυπείτο διότι έβλεπε την Άκρην «να βρίθη από γουρούνια και σταυρούς», διατηρούσε όμως την ελπίδα ότι οι άπιστοι εκείνοι θα εξεπολιτίζοντο βαθμιαίως κατόπιν της επαφής των με τον ανώτερον πολιτισμόν.
Κατά τα σαράντα ειρηνικά έτη που ηκολούθησαν την Δευτέραν Σταυροφορίαν, το Λατινικόν Βασίλειον της Ιερουσαλήμ συνέχιζε πάντοτε να σπαράσσεται από εσωτερικάς διαμάχας, ενώ οι μουσουλμάνοι εχθροί του ήρχισαν να αποκαθιστούν την ενότητά των. Ο Νούρ εντ Ντιν εξήπλωσε την κυριαρχίαν του από του Χαλεπίου μέχρι της Δαμασκού (1164), μετά τον θάνατόν του δε ο Σαλαδίνος συνήνωσε υπό την διοίκησίν του την Αίγυπτον και την Ισλαμικήν Συρίαν (1175). Οι γενουάται, βενετοί και πιζανοί έμποροι ανεστάτωσαν τους λιμένας της Ανατολής με τας θανασίμους εχθρότητάς των. Οι ιππόται αλληλεμάχοντο δια την βασιλικήν εξουσίαν και όταν ο Γκύ ντε Λουζινιάν επέτυχε να ανέλθη εις τον θρόνον της Ιερουσαλήμ (1186) η δυσαρέσκεια εξηπλώθη μεταξύ όλων των ευγενών. «Εάν ο Γκύ είναι βασιλεύς έλεγε ο αδελφός του Γοδεφρείδος εγώ πρέπει να είμαι θεός».
Ο Ρεζινάλντ του Σατιγιόν ανεκήρυξε τον εαυτόν του μονάρχην εις την ωχυρωμένην πόλιν του Κάρακ, πέραν του Ιορδάνου πλησίον των αραβικών συνόρων, και πολλάς φοράς παρεβίασε την ανακωχήν που είχε κλείσει ο Σαλαδίνος με τον λατίνον βασιλέα. Διεκήρυξε την πρόθεσίν του να εισβάλη εις την Αραβίαν, να καταστρέψη τον τάφον του «καταραμένου εκείνου καμηλάτου» εις την Μεδίναν και να κατεδαφίση την Καάβαν της Μέκκας. Με την μικράν δύναμίν του εκ τυχοδιωκτών ιπποτών, επεβιβάσθη εις πλοία εις την Ερυθράν Θάλασσαν, προσήγγισε εις την Ελ. Άουρα και από εκεί εβάδισε κατά της Μεδίνας. Υπέστησαν όμως επίθεσιν από αιγυπτιακόν απόσπασμα και εσφάγησαν όλοι εκτός από μικρόν αριθμόν ιπποτών που διέφυγαν μαζί με τον ίδιον τον Ρεζινάλντ, ενώ οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν ωδηγήθησαν εις την Μέκκαν και εθυσιάσθησαν αντί αιγών κατά την διάρκειαν του ετησίου προσκυνήματος (1183).
Ο Σαλαδίνος, ο οποίος ηρκείτο, μέχρι της εποχής αυτής, εις μικράς επιδρομάς κατά της Παλαιστίνης, ετραυματίσθη τότε εις την πίστιν του, ανεδιωργάνωσε τον στρατόν με τον οποίον είχε καταλάβει την Δαμασκόν και αντεμετώπισε τας δυνάμεις του Λατινικού Βασιλείου εις την ιστορικήν πεδιάδα του Εσδρέλωνος (1183). Μερικούς μήνας αργότερα επετέθη κατά του Ρεζινάλντ εις το Κάροκ, δεν κατώρθωσε όμως να εισέλθη εις το φρούριον. Εις τα 1185 υπέγραψε τετραετή ανακωχήν με το Λατινικόν Βασίλειον, αλλά εις τα 1186, ο Ρεζινάλντ, που τον είχε κουράσει η ειρήνη, επετέθη εναντίον μουσουλμανικού καραβανίου, κατέσχε πλουσίαν λείαν και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και την αδελφήν του Σαλαδίνου. «Αφού ελπίζουν εις τον Μωάμεθ— έλεγε ο Ρεζινάλντ— ας έλθη τότε ο ίδιος να τους σώση» ! Ο Μωάμεθ δεν ήλθεν, ο Σαλαδίνος όμως, μαινόμενος, εκήρυξε τον ιερόν πόλεμον εναντίον των χριστιανών και ωρκίσθη να φονεύση τον Ρεζινάλντ με το ίδιο του το χέρι.
Η μάχη που έκρινε την τύχην των Σταυροφόρων διεξήχθη εις το Χιττίν, πλησίον της Τιβεριάδος, εις τας 4 Ιουλίου του 1187. Ο Σαλαδίνος που εγνώριζε καλά το έδαφος κατέλαβε θέσεις από τας οποίας ήλεγχε όλα τα πηγάδια. Οι χριστιανοί, με τας ογκώδεις πανοπλίας των, διέσχισαν κατά το θέρος ολόκληρον την πεδιάδα υπό τον ήλιον και εισήλθαν εις την μάχην διψασμένοι. Οι Σαρακηνοί, επωφελούμενοι του ανέμου, ήναψαν φωτιάν εις τους θάμνους, της οποίας ο καπνός έπνιγε τους Σταυροφόρους. Εις την σύγχυσιν που επηκολούθησε, το πεζικόν των Φράγκων απεχωρίσθη από το ιππικόν και κατεκερματίσθη, ενώ οι ιππόται, αφού ηγωνίσθησαν απελπισμένοι εναντίον των όπλων, του καπνού και της δίψας, έπεσαν εις το τέλος εξηντλημένοι και συνελήφθησαν ή εσφάγησαν.
Κατά διαταγήν πιθανώς του Σαλαδίνου, όλοι οι Ναΐται και οι Νοσοκόμοι εσφάγησαν ανηλεώς. Όταν ωδήγησαν ενώπιόν του τον βασιλέα Γκύ και τον δούκα Ρεζινάλντ, ο Σαλαδίνος έδωσε εις τον βασιλέα να πιή εις ένδειξιν συγγνώμης, εις δε τον Ρεζινάλντ επρότεινε την εκλογήν μεταξύ του θανάτου και της αποστασίας. Ο Ρεζινάλντ ηρνήθη να αναγνωρίση τον Μωάμεθ ως απεσταλμένον του Θεού και ο Σαλαδίνος τον εφόνευσε επί τόπου με το χέρι του. Μεταξύ των λαφύρων που συναπεκόμισαν οι νικηταί ευρίσκετο και ο «Τίμιος Σταυρός», τον οποίον μετέφερε κάποιος ιερεύς ως λάβαρον της μάχης. Ο Σαλαδίνος τον έστειλε εις τον Χαλίφην της Βαγδάτης. Έπειτα, αφού δεν έμενε πλέον καμμία στρατιά ικανή να του αντισταθή, επολιόρκησε και κατέλαβε την Άκρην, όπου απηλευθέρωσε 4000 μουσουλμάνους αιχμαλώτους και επλήρωσε τα στρατεύματά του με τα πλούτη του μεγάλου εκείνου λιμένος. Επί μερικούς μήνας, ολόκληρος σχεδόν η Παλαιστίνη ευρίσκετο εις χείρας του.
Όταν επλησίαζε εις την Ιερουσαλήμ, οι πρόκριτοι ήλθαν δια να του προσφέρουν την ειρήνην. «Πιστεύω— τους είπε ότι η Ιερουσαλήμ είναι ο οίκος του Θεού, όπως πιστεύετε και εσείς. Δια τούτο θα ήτο λυπηρόν να την πολιορκήσω ή να επιτεθώ εναντίον της». Προσεφέρετο να τους αφήσουν ελευθέρους να οχυρώσουν την πόλιν των και να καλλιεργούν ανενόχλητοι την γην εις περιφέρειαν 15 μιλίων πέριξ της πόλεως και υπέσχετο να καλύψη όλας τας ανάγκας των εις χρήμα και εις τρόφιμα μέχρι της Πεντηκοστής, εάν μέχρι της ημέρας εκείνης διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα σπεύσουν άλλαι δυνάμεις εις βοήθειάν των και ότι μπορούσαν να κρατήσουν την πόλιν και να του αντιταχθούν τιμίως. Εάν όμως διεπίστωναν ότι δεν υπήρχε προοπτική ενισχύσεως, να υπετάσσοντο ειρηνικώς και εκείνος θα εφείδετο της ζωής και των περιουσιών των χριστιανών κατοίκων.
Οι απεσταλμένοι απέρριψαν την προσφοράν λέγοντες ότι ποτέ δεν θα παρέδιδαν την πόλιν εις την οποίαν ο Σωτήρ των απέθανεν προς χάριν της ανθρωπότητος. Η πολιορκία διήρκεσε 12 μόνον ημέρας. Μετά την κατάληψιν της πόλεως ο Σαλαδίνος απήτησε λύτρα 10 χρυσών νομισμάτων (47,5 δολλάρια ;) δια κάθε άνδρα, 5 δια κάθε γυναίκα και 1 δια κάθε παιδί. Οι επτά χιλιάδες πτωχοί μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερίαν των έναντι καταβολής των 30.000 χρυσών νομισμάτων (270.000 δολλάρια περίπου), τα οποία είχεν αποστείλει εις τους Νοσοκόμους ο Ερρίκος ο Β' της Αγγλίας. Οι όροι αυτοί έγιναν δεκτοί, λέγει ένας χριστιανός χρονογράφος, «με ευγνωμοσύνην και θρήνους». Όπως φαίνεται υπήρχαν και μερικοί μορφωμένοι χριστιανοί δια να συγκρίνουν τα γεγονότα του 1187 με τα γεγονότα του 1099. Ο Αλ - Αντίλ, αδελφός του Σαλαδίνου, εζήτησε να του παραχωρηθούν χίλιοι δούλοι από τους πτωχούς που δεν είχαν να πληρώσουν τα λύτρα και όταν του παρεχωρήθησαν εκείνος τους ηλευθέρωσε.
Ο Βαλιάν, αρχηγός της χριστιανικής αντιστάσεως, εζήτησε την ιδίαν εύνοιαν, την επέτυχε και απηλευθέρωσε άλλους χιλίους. Ο χριστιανός πριμάτος ηκολούθησε το παράδειγμά του. Τότε ο Σαλαδίνος είπε : «Ο αδελφός μου εξεδήλωσε την φιλευσπλαγχνίαν του προς τους πτωχούς αυτούς. Ο πατριάρχης και ο Βαλιάν έπραξαν το ίδιο, τώρα και εγώ πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου». Και απηλευθέρωσε όλους τους γέροντας που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Δέκα πέντε έως εξήντα χιλιάδες χριστιανοί αιχμάλωτοι έγιναν δούλοι διότι δεν διέθεταν τα λύτρα. Μεταξύ των εξαγορασθέντων συγκατελέγοντο αι χήραι και αι θυγατέρες των ευγενών που εφονεύθησαν ή αιχμαλωτίσθηκαν εις το Χιττίν.
Ο Σαλαδίνος, που συνεκινήθη από τα δάκρυά των, τας παρέδωσε εις τους συζύγους και τους πατέρας των που ευρίσκοντο εν αιχμαλωσία εις το Ισλάμ και, όπως αναφέρει ο Ερνούλος, σταυλάρχης του Βαλιάν, «εις τας κυρίας και δεσποινίδας, των οποίων οι προστάται είχον αποθάνει, διένειμε από το ιδικόν του θησαυροφυλάκιον τόσον πλούσια δώρα, ώστε εκείναι ευχαριστούσαν τον Θεόν και διέδωσαν εις ολόκληρον τον κόσμον την ευγένειαν και την αξιοπρέπειαν με την οποίαν ο Σαλαδίνος συμπεριεφέρθη προς αυτάς».
Ο βασιλεύς και οι ευγενείς που απηλευθερώθησαν έδωσαν όρκον ότι δεν θα σηκώσουν πλέον όπλα εναντίον του. Όταν όμως ευρέθησαν εν ασφαλεία εις την Αντιόχειαν και εις την Τρίπολιν, «ηλευθερώθησαν από την υπόσχεσίν των υπό του κλήρου» και κατέστρωσαν σχέδια εκδικήσεως κατά του Σαλαδίνου. Ο σουλτάνος επέτρεψε εις τους Ιουδαίους να επανέλθουν εις την Ιερουσαλήμ και να κατοικήσουν εκεί, έδωσε δε και εις τους χριστιανούς το δικαίωμα να εισέλθουν εις την πόλιν, άοπλοι όμως. Τους επροστάτευσε και τους εβοήθησε μετακινούνται ελευθέρως δια τα προσκυνήματα των.
Ο Θόλος του Βράχου, ο οποίος είχε μετατραπή εις εκκλησίαν, υπέστη την κάθαρσιν από τον χριστιανικόν ρύπον δια ραντισμού με τριανταφυλλόνερον, ο δε χρυσούς σταυρός που είχε τοποθετηθή επί του θόλου εκρημνίσθη εν μέσω των ζητοκραυγών των μουσουλμάνων και των στεναγμών των χριστιανών. Ο Σαλαδίνος ωδήγησε τα κουρασμένα στρατεύματά του εις την πολιορκίαν της Τύρου και, επειδή διεπίστωσεν ότι η πόλις ήτο απόρθητος, απέλυσε το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του και απεσύρθη καταβεβλημένος και ασθενής εις την Δαμασκόν (1188) κατά το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του.