(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 703-706).
VI. Η ΤΡΙΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1189-92
Οι Χριστιανοι κατείχαν ακόμη την Τύρον, την Αντιόχειαν και την Τρίπολιν και διατηρούσαν δια τουτο τας ελπίδας των. Οι Ιταλικοί στόλοι κυριαρχούσαν ακόμη εις την Μεσόγειον και ήσαν πάντοτε έτοιμοι να μετα¬φέρουν νέους Σταυροφόρους, έναντι, βεβαίως, αμοιβής. Ο Γουλλιέλμος, Αρχιεπίσκοπος Τύρου, επανήλθε εις την Ευρώπην και διηγήθη εις συνε¬λεύσεις εις την Ιταλίαν, την Γαλλίαν και την Γερμανίαν, την πτώσιν της Ιερουσαλήμ. Εις την Μαγεντίαν, η έκκλησίς του συνεκίνησε τον Φρειδερί¬κον τον Βαρβαρόσσαν και ο μέγας αυτοκράτωρ, ηλικίας τότε εξήντα επτά ετών, εξεκίνησε αμέσως με τον στρατόν του (1189), ενώ ολόκληρος ο χρι¬στιανικός κόσμος τον χειροκροτούσε ως τον δεύτερον Μωϋσήν που θα ήνοιγε την θύραν προς την υπεσχημένην γην. Αφού διέσχισε τον Ελλήσποντον εις την Καλλίπολιν, το νέον εκστρατευτικόν σώμα ηκολούθησε εντελώς νέον δρομολόγιον, αλλά επανέλαβε τα σφάλματα της Πρώτης Σταυροφορίας. Τουρκικά άτακτα σώματα παρενοχλούσαν την πορείαν των και επετίθεντο εναντίον των οπισθοφυλακών, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι επέθαιναν από την πείναν. Ο Φρειδερίκος επνίγη εις τον μικρόν ποταμόν Σάλεφ της Κιλικίας (1190) και μικρόν μόνον τμήμα του στρατού του επέζησε δια να λάβη μέρος εις την πολιορκίαν της Άκρης.
Ο Ριχάρδος ο Α' ο Λεοντόκαρδος, που είχε προσφάτως στεφθή βα¬σιλεύς της Αγγλίας εις ηλικίαν 31 ετών, απεφάσισε να δοκιμάση και αυτός τους Μουσουλμάνους. Φοβούμενος ότι κατα την απουσίαν του οι Γάλλοι θα σφετερίζοντο τας Αγγλικάς κτήσεις εις την Γαλλίαν, επίεσε τον Φίλιπ¬πον - Αύγουστον να τον συνοδεύση. Ο βασιλεύς της Αγγλίας, ηλικίας 23 μόλις ετών, εδέχθη και έτσι οι δύο νεαροί μονάρχαι έλαβαν τον σταυ¬ρόν από τας χείρας του Γουλλιέλμου της Τύρου εις συγκινητικήν Ιεροτε¬λεστίαν εις το Βεζελέ. Οι Νορμανδοί του Ριχάρδου, διότι ελάχιστοι Άγγλοι υπήρχαν δια να λάβουν μέρος εις την Σταυροφορίαν, επεβιβάσθησαν εις την Μασσαλίαν και οι άνδρες του Φιλίππου - Αυγούστου εις την Γένουαν. Οι δύο στρατοί συνηντήθησαν εις την Σικελίαν (1190). Εκεί οι δύο βασι¬λείς διεπληκτίζοντο -και διεσκέδαζαν εξ άλλου- επι έξ μήνας.
Ο Ριχάρδος επειδή υπέστη προσβολήν από τον Ταγκρέδον, βασιλέα της Σικελίας, κατέλαβε την Μεσσήνην «εις όσην ώραν χρειάζεται ο ιερεύς να ψάλλη τον εωθινόν» και επέστρεψε την πόλιν μόνον αφού έλαβε 40.000 ουγγίας χρυ¬σού. Αφού, με τον τρόπον αυτόν, απέκτησε την εμπιστοσύνην των στρα¬τευμάτων του, απεβιβάσθη εις τα πλοία κατευθυνόμενος εις την Παλαιστί¬νην. Μερικά από τα πλοία του εξώκειλαν εις τας ακτάς της Κύπρου. Ο Έλλην διοικητής εφυλάκισε το πλήρωμά των, ο Ριχάρδος εσταμάτησε προς στιγμήν, κατέλαβε την νήσον και την έδωσε εις τον Γκύ ντέ Λουζινιάν, τον Ανέστιου βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εις την Άκρην έφθασε τον Ιούλιον του 1191, ένα έτος δηλαδή αφ’ ότου έφυγε από το Βεζελέ. Ο Φίλιπ¬πος - Αύγουστος τον είχε προλάβει. Η πολιορκία της Άκρης από τους Χριστιανούς είχε διαρκέσει μέχρι τότε 19 μήνας και είχε κοστίσει χιλιάδας Σταυροφόρων. Μερικές εβδομάδας μετά την άφιξιν του Ριχάρδου, οι Σαρακηνοί παρεδόθησαν. Οι νικηταί απήτησαν -και αι προτάσεις των έγιναν δεκταί - 200.000 χρυσά νομίσματα (950.000 δολλάρια), 1600 εκλεκτούς αιχμαλώτους και την επιστροφήν του αληθινού Σταυρού.
Ο Σαλαδίνος επεκύρωσε την συμφωνίαν και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Άκρης, εκτός από 1.600 αιχμαλώτους, έλαβε την άδειαν να αναχωρήση από εκεί με τα υπάρχοντα του, όσα μπορούσε να μεταφέρη. Ο Φίλιππος - Αύγουστος ησθένησε από πυρετόν και επέστρεψε εις την Γαλλίαν, αφού άφησε πίσω του γαλλικήν δύναμιν 10.500 ανδρών. Ο Ριχάρδος έγινε έτσι ο μόνος αρχηγός της Τρίτης Σταυροφορίας.
Ήρχισε τότε συγκεχυμένη και περίεργος περίοδος συμπλοκών, κατά τας οποίας επιθέσεις και μάχαι ενηλλάσσοντο με φιλοφροσύνας και κατά τας οποίας ο άγγλος βασιλεύς και ο κούρδος σουλτάνος έδωσαν δείγματα των ευγενεστέρων χαρακτηριστικών των πολιτισμών και των δοξασιών των. Κανείς από τους δύο δεν ήτο άγιος. Ο Σαλαδίνος επέβαλε με σκληρότητα τον θάνατον όταν οι στρατιωτικοί σκοποί απαιτούσαν τούτο και ο ρομαντικός Ριχάρδος επέτρεψε μερικάς διακοπάς εις την σταδιοδρομίαν του ως ευγενούς. Όταν οι άραβες αρχηγοί, πολιορκούμενοι εις την Άκρην, καθυστέρησαν κάπως εις την εκτέλεσιν των όρων της παραδόσεως, ο Ριχάρδος έκοψε τα κεφάλια 2.500 μουσουλμάνων αιχμαλώτων κάτω από τα τείχη της πόλεως, δια να πείση τους άλλους να βιασθούν. Ο Σαλαδίνος, όταν το επληροφορήθη, διέταξε να θανατωθή κάθε αιχμάλωτος που θα έπιπτε εις χείρας του κατά την διάρκειαν του πολέμου εναντίον του άγγλου βασιλέως. Ο Ριχάρδος ήλλαξε τότε τον τόνον του και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τας Σταυροφορίας, δια του γάμου της αδελφής του Ιωάννας, με τον αδελφόν του Σαλαδίνου, τον Άλ - Αντίλ. Η Εκκλησία όμως αντετάχθη και ο Ριχάρδος παρητήθη από το σχέδιόν του.
Γνωρίζων ότι ο Σαλαδίνος δεν θα ηνείχετο την ήτταν του χωρίς να αντιδράση, ο Ριχάρδος αναδιωργάνωσε τας δυνάμεις του και προητοιμάζετο να βαδίση προς νότον κατα μήκος της ακτής, δια να απαλλάξη την Γιάφαν, που ευρίσκετο πάλιν εις χριστιανικάς χείρας, από τους πολιορκητάς της μουσουλμάνους. Πολλοί ευγενείς ηρνήθησαν να τον συνοδεύσουν, διότι προτιμούσαν να μείνουν πίσω, εις την άκρην, και να ραδιουργούν εκεί δια το βασίλειον της Ιερουσαλήμ, το οποίον κατά τας υποψίας των, ο Ριχάρδος ήθελε να κρατήση δια τον εαυτόν του. Τα γερμανικά στρατεύματα επέστρεψαν εις την Γερμανίαν και ο γαλλικός στρατός, δι’ άλλην μίαν φοράν, δεν επειθάρχησε εις τας διαταγάς και συνέβαλε εις την αποτυχίαν της στρατηγικής του άγγλου βασιλέως. Ύστερα από την μακράν πολιορκίαν της Άκρης, διηγείται ο χριστιανός χρονογράφος της Σταυροφορίας του Ριχάρδου, οι νικηταί Χριστιανοί, «παραδοθέντες εις την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλιν που τους παρείχε τόσας ανέσεις, τα καλύτερα κρασιά και τας ωραιοτέρας γυναίκας. Μερικοί, δια να αποκτήσουν μεγαλυτέραν γνώσιν των απολαύσεων αυτών έγιναν έκλυτοι εις τοιούτον σημείον, ώστε η πόλις να ρυπαίνεται από την άσωτον ζωήν των, η δε λαιμαργία και πολυτέλειά των να προκαλούν την αγανάκτησιν των τιμίων ανθρώπων».
Ο Ριχάρδος κατέστησε τα πράγματα περισσότερον δύσκολα απαγορεύσας εις γυναίκας να συνοδεύουν τον στρατόν του — εκτός από τας ύπηρετρίας που δεν προσέφεραν μεγάλον πειρασμόν εις το αμάρτημα. Εξηλεώθη δια τα μειονεκτήματα των στρατευμάτων του με τας εξαιρέτους διοικητικάς ικανότητάς του, με την καλήν χρησιμοποίησιν των πολεμικών μηχανών και με την γενναιότητά του επί του πεδίου της μάχης. Εις τα σημεία αυτά υπερέβη τον Σαλαδίνον καθώς και όλους τους άλλους χριστιανούς αρχηγούς των Σταυροφοριών.
Οι άνδρες του συνήντησαν τον στρατόν του Σαλαδίνου εις το Αρσούφ και εκέρδισαν αμφίβολον νίκην (1191). Ο Σαλαδίνος ήθελε να συνεχίση την μάχην, αλλά ο Ριχάρδος απέσυρε τους άνδρας του εντός των τειχών της Γιάφας. Ο Σαλαδίνος του προσέφερε τότε ειρήνην. Κατά την διάρκειαν των διαπραγματεύσεων, ο Κονράδος, μαρκήσιος του Μομφεράτου, που κρατούσε την Τύρον, ήλθεν εις χωριστάς διαπραγματεύσεις με τον Σαλαδίνον προτείνων εις αυτόν να γίνη σύμμαχός του και να καταλάβη την άκρην δια λογαριασμόν των μουσουλμάνων, εφ’ όσον ο Σαλαδίνος θα συγκατετίθετο να του παραδώση την Σιδώνα και την Βηρυττόν. Παρά την προσφοράν αυτήν, ο Σαλαδίνος επέτρεψε εις τον αδελφόν του να υπογράψη με τον Ριχάρδον ειρήνην, δια της οποίας παραχωρούσε εις τους χριστιανούς όλας τας παρακτίους πόλεις που κατείχαν τότε και το ήμισυ της Ιερουσαλήμ.
Ο Ριχάρδος έμεινε ενθουσιασμένος από την υπογραφήν της Ειρήνης και εξεδήλωσε την χαράν του δια της επισήμου αναγορεύσεως ως Ιππότου του υιού του μουσουλμάνου απεσταλμένου (1192). Αργότερα όμως, όταν έμαθε ότι ο Σαλαδίνος υπεχρεώθη να αντιμετωπίση εξέγερσιν εις ανατολάς, παρεβίασε τους όρους της ειρήνης, επολιόρκησε και κατέλαβε το Δάρουμ και προήλασε μέχρις απόστασεως 20 χιλιομέτρων από της Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος, που είχε απολύσει τα στρατεύματα του δια να αναπαυθούν κατα την περίοδον του χειμώνος, τα εκάλεσε και πάλιν υπό τα όπλα. Ενώ εις το χριστιανικόν στρατόπεδον είχαν αρχίσει να εκσπούν διχόνοιαι, οι ανιχνευταί ανήγγειλαν ότι τα πηγάδια που ευρίσκοντο εις τον δρόμον πρός την Ιερουσαλήμ, είχαν δηλητηριασθή και ότι ο στρατός δεν θα εύρισκε πουθενά νερό. Το συμβούλιον που συνεκλήθη δια να αποφασίση περί της ακολουθητέας πορείας, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ιερουσαλήμ και να βαδίση πρός το Κάιρον, ευρισκόμενον εις απόστασιν 300 χιλιομέτρων από εκεί. Ο Ριχάρδος, ασθενής και απογοητεύμενος απεσύρθη εις την άκρην και εσκέπτετο να επιστρέψη εις την Αγγλίαν.
Την επομένην ημέρα, η τύχη μετεστράφη. Ο Σαλαδίνος έλαβε ενισχύσεις, ενώ ο Ριχάρδος ασθενής και μη δυνάμενος να υπολογίζη εις την υποστήριξιν των Ιπποτών της Άκρης και της Τύρου, εκλιπαρούσε δι΄ άλλην μίαν φοράν την υπογραφήν ειρήνης. Εις τον πυρετόν του, ζητούσε κραυγάζων «φρούτα και δροσερόν ποτόν». Ο Σαλαδίνος του έστειλε αχλάδια, ροδάκινα, πάγον και τον προσωπικόν του Ιατρόν. Εις τας 2 Σεπτεμβρίου του 1192, οι δύο ήρωες υπέγραψαν διετή ειρήνην και διένειμαν την Παλαιστίνην : Ο Ριχάρδος θα διατηρούσε όλας τας πόλεις που κατείχαν εις την παραλίαν, από της Άκρης μέχρι της Γιάφας. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελευθέρως από το ένα έδαφος εις το άλλο και οι προοκυνηταί θα επροστατεύοντο εις την Ιερουσαλήμ. Η πόλις όμως θα παρέμενε εις χείρας των Μουσουλμάνων. (Πιθανώς οι Ιταλοί έμποροι που ενδιεφέροντο κυρίως δια τον έλεγχον των λιμένων, έπεισαν τον Ριχάρδον να παραχωρήση την Αγίαν Πόλιν εις αντάλλαγμα της παραλιακής λωρίδος).
Η υπογραφή της ειρήνης εωρτάσθη με τελετάς καί αγώνας. «Ο Θεός μόνον γνωρίζει έλεγεν ο χρονογράφος του Ριχάρδου - έως πότε θα κρατήση η χαρά των δύο λαών». Πρός στιγμήν οι άνθρωποι έπαυσαν να μισούνται αμοιβαίως. Κατα την επιβίβασίν του δια την Αγγλίαν ο Ριχάρδος απέστειλεν μίαν τελευταίαν περιφρονητικήν διακοίνωσιν πρός τον Σαλαδίνον, υποσχόμενος να επανέλθη μετα τρία έτη και να ανακαταλάβη την Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος απήντησε ότι εάν θα έπρεπε να χάση από τα χέρια του την πόλιν θα προτιμούσε να την κατελάμβανε ο Ριχάρδος, παρά οποιοσδήποτε άλλος.
Η μετριοπάθεια, η σύνεσις και η δικαιοσύνη του Σαλαδίνου ενίκησαν την γενναιότητα, την λάμψιν και την στρατιωτικήν τέχνην του Ριχάρδου. Οι μουσουλμάνοι αρχηγοί ήσαν σχετικώς ηνωμένοι και νομιμόφρονες προς τον μονάρχην των, ενώ, αντιθέτως, αι διαιρέσεις και αι απειθαρχίαι των μεγάλων φεουδαρχών ήσαν συχναί. Αι γραμμαί, τέλος, επικοινωνίας, βραχύτεραι όπισθεν του μετώπου των Σαρακηνών, ήσαν περισσότερον εξυπηρετικαί από τας θαλάσσας εις τας οποίας κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί. Αι χριστιανικαί αρεταί και αδυναμίαι αντεπροσωπεύοντο καλύτερα από τον μουσουλμάνον Σουλτάνον παρά από τον οποιονδήποτε χριστιανόν βασιλέα.
Ο Σαλαδίνος απέδειξε αδικαιολόγητον αυστηρότητα εναντίον των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, συνήθως όμως ήτο ήπιος προς τους αδυνάτους, φιλεύσπλαγχνος προς τους ηττημένους και εις τους εχθρούς του που τιμούσαν την δοθείσαν υπόσχεσίν των ήτο γενναιόφρων, ώστε οι χριστιανοί χρονογράφοι να απορούν πως μία θεολογία πλήρης σφαλμάτων διέπλασσε μίαν τόσον ευγενή ψυχήν. Μετεχειρίζετο τους υπηρέτας του με καλωσύνην και ήκουε ο ίδιος όλα τα παράπονα. Ετιμούσεν «ελάχιστα το χρήμα, όσον και την σκόνην» και αποθνήσκων δεν άφησε ούτε ένα δηνάριον εις το προσωπικόν του θησαυροφυλάκιον. Ολίγον προ του θανάτου του έδωσε εις τον υιόν του Έζ • Ζαχίρ τας οδηγίας αυτάς, τας οποίας κανείς χριστιανός φιλόσοφος δεν θα κατέκρινε :
«Παιδί μου, σε εμπιστεύομαι εις τον Ύψιστον… Να εκπληρώνης την θέλησίν του, διότι μόνον έτσι θα γνωρίσης την γαλήνην. Να αποφύγης να χύσης αίμα… διότι το χυμένον αίμα δεν κοιμάται ποτέ. Προσπάθησε να κερδίσης την καρδιά του λαού σου και να επαγρυπνής δια την ευημερίαν του. Διότι ακριβώς δια να εξασφάλισης την ευτυχίαν του σε εξέλεξε ο Θεός και όχι εγώ. Να κερδίσης την καρδιά των υπουργών σου, των ευγενών και των εμιρών. Εγώ έγινα μεγάλος ακριβώς διότι εκέρδισα την καρδιά των ανθρώπων με την πραότητα και την καλοσύνην μου».
Απέθανεν εις τα 1193, εις ηλικίαν μόνον πενήντα πέντε ετών.