(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 340-345)
Ο Δεκέμβριος του 371 προχώρησε και τελείωσε παγωμένος. Η περίοδος της νηστείας έφθανε στο τέλος. Οι Εκκλησίες θα γιόρταζαν τα μεγάλα γεγονότα: Τη Γέννηση του Κυρίου και τη Βάπτισή του, τα Θεοφάνεια.
Μέχρι τότε οι δυο γιορτές γίνονταν την ίδια μέρα, στις 6 Ιανουαρίου. Με κατάλληλη προετοιμασία των πιστών. Με την πρέπουσα κατανόηση των μεγάλων αυτών γεγονότων. Με πολλή επισημότητα.
Στην Εκκλησία της Ανατολής επικρατούσε περίεργη ατμόσφαιρα. Όλοι περίμεναν τα γεγονότα της Καισάρειας και τώρα δεν ήξεραν τι να υποθέσουν.
Τελείωσε το θέμα με νίκη του Βασιλείου; Υποχώρησε λοιπόν ο Ουάλης; Δύσκολα να δεχθεί κανείς κάτι τέτοιο για τον αυταρχικό τούτο βασιλιά. Το θέμα επομένως μάλλον δεν είχε τελειώσει.
Αδιόρατη ένταση κυριαρχούσε και στην ίδια την Καισάρεια. Ανήσυχη γαλήνη σκέπαζε τις καρδιές των ορθοδόξων. Θαρρούσαν στην θεία δύναμη του Βασιλείου, μα γνώριζαν και τον ετσιθελισμό του αυτοκράτορα.
Έφθασε η μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Από νωρίς ο μητροπολιτικός ναός της Καισάρειας γέμισε. Οι ανάσες των ανθρώπων ζέσταναν την ατμόσφαιρα, οι προσευχές των πιστών την έκαναν γλυκιά, πνευματική, πανέμορφη.
Ο ναός ήταν μεγάλος και λαμπρός. Τάξη όμως επικρατούσε παντού. Μπροστά, στο ιερό βήμα, στην άγια Τράπεζα, στεκόταν η άλικη μορφή του άγιου. Ευθυτενής, σοβαρός, γλυκύς.
Το φοβερά νηστεμένο πρόσωπό του φωτιζόταν από το θείο Πνεύμα που είχε μέσα του κι έλαμπε, ακτινοβολούσε, έτσι που έδειχνε ωραίο, αγαπητό, σεβαστό. Ήταν το δείγμα του Θεού στον κόσμο.
Oι καισαρείς το έβλεπαν, το ένοιωθαν. Κοινωνώντας με τον επίσκοπό τους κοινωνούσαν με το Θεό, γιατί ο επίσκοπός τους ήταν φανερά θεωμένος, ήταν το εκλεκτό σκεύος του Θεού. Άλλωστε το άγιο Πνεύμα ενεργεί στον κόσμο με πρόσωπα εκλεκτά, φανερώνει το θείο θέλημα με πρόσωπα, έξω από αυτά δεν υπάρχει τίποτα, ούτε η Εκκλησία, διότι και ο Χριστός πρόσωπο είναι, η ένωση του ανθρώπου με το Θεό γίνεται με τη μετοχή του πιστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο αυτοκράτορας περνούσε τις ήμερες του στην Καισάρεια. Μελετούσε κι επόπτευε τη λύση των κρατικών προβλημάτων. Περισσότερο τον απασχολούσε ο Βασίλειος· του έφραζε το δρόμο. Δεν τον άφηνε να δημιουργήσει κράτος με πίστη ενιαία, δηλ. τον αρειανισμό.
Παράλληλα ο θαυμασμός του για το Βασίλειο του δημιουργούσε συχνά κάποιες αμφιβολίες: «Μήπως ο άνθρωπος τούτος έχει δίκιο; Μήπως η πίστη μου δεν είναι σωστή»; Δεν προχωρούσε πάντως γιατί πριν απ’ όλα ήταν βασιλιάς και το συμφέρον του κράτους ήταν η ενότητα, που εξασφαλιζόταν τώρα με τον αρειανισμό -έτσι νόμιζε.
Την ημέρα των Θεοφανείων όμως πήρε μιαν απόφαση. Λίγο από την ελπίδα να συγκινήσει με τη χειρονομία του το Βασίλειο, λίγο γιατί μέσα του τον θαύμαζε.
Η επίσημη αυτοκρατορική άμαξα, οι καβαλάρηδες φρουροί και οι ασπιδοφόροι, περίμεναν έξω από τη βασιλική κατοικία. Σχηματίσθηκε λαμπρή πομπή που τράβηξε για το μητροπολιτικό ναό. Όλοι παραξενεύτηκαν, μα κανείς δεν έλεγε τίποτα. Τα πλήθη στους δρόμους σταυροκοπιόνταν. Για καλό ή για κακό πήγαινε στη μητρόπολη ο Βασιλιάς;
Ξεπέζεψε ήρεμα, με αργές μετρημένες κινήσεις, κρατώντας κάτι πολύτιμο στο αριστερό του χέρι. Περήφανος προχώρησε στο ναό. Το εκκλησίασμα σάστισε, παραμέρισε.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Και είναι αλήθεια πως οι πιστοί δεν διάβαζαν αγριάδα στα μάτια του βασιλιά.
Και ο Ουάλης δε σάστισε λιγότερο. Αντίθετα μάλιστα. Εντυπωσιάσθηκε τόσο από το προσευχόμενο πλήθος, από την τάξη και την ατμόσφαιρα του ναού που ζαλίστηκε. Πρόσεξε κατά το ιερό Βήμα, είδε την απτόητη μορφή να ιερουργεί πλημμυρισμένη στο φως. Ελαφριά σκοτοδίνη τον έκανε αδύνατο. Το αντρίκιο του πρόσωπο χλώμιασε. Κανείς όμως δεν κατάλαβε τίποτα. Προχώρησε λίγο περισσότερο. Στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη να προσφέρει σαν χριστιανός τα δώρα που είχε φέρει μαζί του πρόσφορο και νάμα.
Μέσα του γινόταν χαλασμός δυνάμεων. Κανείς από τους σαστισμένους αυλικούς δεν υποψιαζόταν το δράμα του. Κινήθηκε να δώσει τα δώρα που κρατούσε. Υποδιάκονοι και ιερείς έβλεπαν μα κανείς δεν κουνιόταν, δεν τα έπαιρνε. Όλοι δίσταζαν. Τάχα θα τα δεχόταν ό Βασίλειος;
Η ένταση κορυφώθηκε, τα νεύρα του σκληρού αυτο- κρατήρα τσάκισαν. Τα γόνατά του λύθηκαν και λύγιζε ολόκληρος. Το χέρι ενός ιερέα τον κράτησε γερά από το μπράτσο, τον στήριξε και δε σωριάσθηκε στο δάπεδο. Απέφυγε τον εξευτελισμό.
Σιγά-σιγά συνήλθε. Το επεισόδιο ίσως να ήταν κρούσιμο της θύρας από το άγιο Πνεύμα. Πάντως ο Ουάλης δεν την άνοιξε. Τα δώρα πήγαν στο Ιερό Βήμα. Ο φωτο- λουσμένος ιερέας όλα τα έβλεπε κι ας κοίταζε αλλού. Έκανε νεύμα κι ο διάκος πήρε τα δώρα του κακόδοξου αυτοκράτορα. Πόσο φως, πόσο άγιος πρέπει να ήταν ο Βασίλειος για να δεχθεί πρόσφορο και νάμα ενός αιρετικού, διώκτη φοβερού της Ορθοδοξίας, φονιά πολλών κληρικών.
Τι σκέφθηκε, τι διέκρινε στην πράξη αυτή του βασιλιά ο άγιος επίσκοπος την ώρα που λειτουργούσε δεν ξέρουμε. Δέχθηκε όμως τα δώρα.
Χειρονομίες που ξεπερνούν τους κανόνες, όταν γίνονται από άγιους δεν κρίνονται από κοινούς ανθρώπους.
Η θεία Λειτουργία τελείωσε. Ο Βασιλιάς ακίνητος περίμενε. Ο Βασίλειος με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε τη λαμπρή του Ιερατική στολή κι έμεινε με το μοναδικό τριμμένο ράσο του, που τύλιγε το άσημο μικρό του σώμα. Κινήθηκε προς την αριστερή πύλη του ιερού Βήματος και κει δέχθηκε ο ίδιος τον αυτοκράτορα Ουάλη.
Ξέρουμε καλά πως δεν ήταν στο χαρακτήρα του Βασιλείου τα πολλά χαμόγελα και οι ανατολίτικοι τεμενάδες. Όσοι όμως τον αγαπούσαν και δεν τον φθονούσαν διέκριναν στο πρόσωπό του, στο φέρσιμό του, βαθειά ευγένεια, πηγαία καλοσύνη. Αυτά τα είχε την ώρα τούτη περίσσια, γιατί μόλις τέλειωσε τη θεία Λειτουργία κι είχε μέσα της λουσθεί την αγάπη, την καλοσύνη, την αλήθεια.
Σοβαρός λοιπόν, άλλα και πολύ αβρός κουβέντιασε με τον Ουάλη. Αυτό αποτελούσε μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορα που μόλις τώρα πραγματοποιήθηκε.
Πίστευε άραγε ο Ουάλης ότι θα κέρδιζε το Βασίλειο σε μια ιδιαίτερη συζήτηση; Δεν ξέρουμε. Βέβαιο μόνο είναι ότι από τη στιγμή αυτή ο Ουάλης άλλαξε στάση απέναντι στο Βασίλειο και τους ορθοδόξους γενικά. Ο πάγος έλιωσε. Οι διωγμοί λιγόστεψαν.
Τι συζήτησαν οι δύο άνδρες, ο ισχυρός και ο θειος, δεν το ξέρουμε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, έτσι που δεν άκουγαν ούτε κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα τους. Αυτό βεβαιώνει ό Γρηγόριος Θεολόγος που κι αυτός ήταν στο ιερό Βήμα.
Ο Ουάλης δεν ήταν πια ο τραχύς πολέμιος του Βασιλείου τον όποιο πράγματι θαύμαζε και σεβόταν. Μα κανείς δεν μπορεί να μιλήσει και για μεταστροφή του στο φρόνημα, στην πίστη. Βέβαια, ίσως κι αυτό να είχε γίνει αν δεν τον τριγύριζαν οι αρειανόφρονες. Πάντως δεν έγινε. Η αυλή του βασιλιά ήταν γεμάτη από αιρετικούς, που τον κολάκευαν για να μπορούν να τον στρέφουν κατά των ορθοδόξων.
Δεν είναι τυχαίο, oι αιρετικοί δούλεψαν συχνά σαν αυλοκόλακες και το επιδίωκαν συχνότερα. Κι αυτό γιατί το ήθος δεν είναι ξένο προς την ορθή πίστη, προς την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, δουλεύοντας φιλότιμα στα παρασκήνια οι κακόδοξοι, έπεισαν σε λίγο καιρό τον Ουάλη να εξορίσει το Βασίλειο κι ας τον αναγνώριζε μέσα του. Οι λασπεροί πάντα καταδιώκουν τους καθαρούς. Κι αν τύχει ο καθαρός να είναι πεντακάθαρο διαμάντι, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.