145. Στην πυργοδέσποινα της Ελλάδος.
Από αδυναμία να διατυπώσω τα λόγια μου συνοπτικά, δεν επρόκειτο να γράψω στην εντιμότητά σου, όντας άγνωστοι μεταξύ μας και ασυνήθιστοι, επειδή όμως η προτροπή έγινε από πρόσωπο θεοφιλές και γνωστό σε μένα, και εννοώ την φημισμένη συγγενή σου Πατρικία, και από την ευλογημένη κυρία θυγατέρα της, και έπειτα και από τον ίδιο τον γραμματοκομιστή Ιγνάτιο τον πνευματικό υιό μου, με τον οποίο μεταφέρθηκε ο χαιρετισμός σου σε μένα τον ταπεινό, κατ’ ανάγκη αποφάσισα να γράψω λόγια παρηγοριάς στην καταπονεμένη ψυχή σου από τον θάνατο εκείνου που έπεσε στον πόλεμο. Αλλά ποιό φάρμακο παρηγοριάς θα μπορούσε να βρεθεί, που να θεραπεύσει την δυσκολοθεράπευτη πληγή σου;
Πόσο μεγάλη συμφορά και μόνο που ακούεται στο αυτί! Έφυγε το έντιμο σπέρμα, το μητρικό μάτι, το σπλάγχνο της καρδιάς, το ευφυές κλωνάρι, το φως γενικά αυτής που τον γέννησε, που έφερε στον εαυτό του τα γνωρίσματα του πατέρα του, και έσπαγε, όσο ήταν δυνατό, τη μοναξιά της χηρείας, και ήταν παρηγοριά όλης της ζωής, και της δικής του οικογένειας και των συγγενών του εξ αίματος. Και τί έγινε; Πέταξε από τα μάτια της μητέρας, κόπηκε από την καλή ρίζα, και ο θάνατος δεν έγινε μπροστά στα μάτια, πράγμα από το οποίο παίρνουν παρηγοριά με τα επικήδεια λόγια και την όσια ταφή αυτοί που προπέμπουν τους οικείους τους.
Τώρα όμως, μαζί με τα άλλα, στερηθήκαμε και αυτήν την παρηγοριά, αφού το καλό βλαστάρι κόπηκε με πολεμικό σπαθί. Τι αξιολύπητη πραγματικά τραγωδία! Τι απαρηγόρητη σύμπτωση! Σαλεύει αυτή τη στιγμή ο νους φέρνοντας στη μνήμη ταυ το πάθημα, που και πως συνέβη, σε ποιό μέλος απλώθηκε το φονικό χέρι, και με ποιόν τρόπο ξεψύχησε πέφτοντας. Άραγε ξεψύχησε γρήγορος άραγε με ένα χτύπημα, άραγε τί να είπε πέφτοντας; Αλλοίμονο μας για το θλιβερό της ιστορίας! Αλλοίμονο μας για την ώρα εκείνη! Στείλαμε με καλές ελπίδες τον θησαυρό, και τρυγήσαμε απαρηγόρητο πόνο.
Και τί θα μπορούσε να πει κανείς άξιο θρηνολογώντας το πάθημα; Για σένα και ο ήλιος ακόμα είναι μισητός, και ο αέρας κατηφής, και η θάλασσα όχι ευχάριστη, και η γή όχι επιθυμητή, και ο ουρανός καταθλιπτικός, αφού δεν έχει το νοητό σου αστέρι. Τόσα και ακόμα περισσότερα από αυτά ταράζουν την ψυχή σου, και σφίγγουν την καρδιά σου, και χύνουν τα καυτά δάκρυα, και εκπέμπουν τα μεγαλόφωνα κλάματα, και οδηγούν ακόμα και στη στέρηση της ζωής. Αλλά έλα, κυρία, έλα, πάρε θάρρος, γιατί είναι καιρός αναθάρρησης. Άνοιξε τα αυτιά σου ακούοντας τα θεία λόγια• «Του ανθρώπου οι μέρες μοιάζουν με χορτάρι. Ανθίζει σαν το άνθος του χωραφιού». «Δεν υπάρχει άνθρωπος, που θα ζήσει πάνω στη γη και δεν θα πεθάνει». «Εάν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός με τον Ιησού θα φέρει μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν».
Λοιπόν δεν χάσαμε τον υιό, αλλά ύστερα από λίγο, όταν σαλπίσει η τελευταία σάλπιγγα, θα αναστηθεί, για να προϋπαντήσει τον Κύριο στον αέρα, και εκεί θα τον δούμε. Δέχθηκε εδώ θανατηφόρο πλήγμα, αλλά εκεί δεν θα δοκιμαστεί από πόνο αιώνιο, αφού είναι ντυμένος τον Χριστό με το βάπιισμα, και δέχθηκε την ορθόδοξη πίστη, και δεν απόλαυσε τα ευχάριστα της εδώ ζωής, παρά μόνο όσο για να τα γευθεί με την άκρη του δακτύλου του εξαιτίας της νεότητάς του. Γι’ αυτό πιστεύουμε, ακόμα και από αυτά που παρέβλεψε και έσφαλε σαν άνθρωπος θα συγχωρηθεί εξαιτίας αυτού του παράκαιρου και άδικου θανάτου. Γιατί με πόσα κακά, κυρία, παραμένοντας στη σάρκα δεν επρόκειτο να γεμίσει; Ή δεν νομίζεις, ότι αυτή η ζωή κατάντησε δοκιμαστήριο για τον άνθρωπο; Παντρειά, απόκτηση παιδιών, αφθονία δούλων και άλλων που χρησιμεύουν στη ζωή, θα μπορούσα ακόμα να προσθέσω και πρόοδος της επίγειας δόξας. Αντί όλων αυτών, κάνοντας φίλο του τον Θεό και δοκιμάζοντας λίγα από την αλμυρή τρικυμία της ζωής στην ψυχή του, θα έχει μεγάλη ελευθερία της ψυχής του.
Ύστερα από αυτά λοιπόν, χαλάρωσε, άφησε, δέσποινα, την απαρηγόρητη λύπη, βάλε τέρμα διαρκές στο πάθος, «Πρόσφερε στον θεό θυσία δοξολογίας», ευχαριστίας, πες μαζί με τον μακάριο Ιώβ• «Ο Κύριος μού τον έδωσε, ο Κύριος τον πήρε. Έγινε όπως φάνηκε καλό στον θεό». Πες τα λόγια του Δαβίδ• «Γύρισε, ψυχή μου στην ανάπαυσή σου», καθόσον ψυχή σου είναι ο θάνατος του υιού σου, και αποβλέποντας προς τη χηρεία σου αναφώνησε. «Ο Κύριος είναι βοηθός μου• δεν θα φοβηθώ ό,τι κι αν μου κάνει ο άνθρωπος».
Γιατί, αν φερθείς έτσι, πρώτον θα ευχαριστήσεις τον Θεό, επειδή προσφέρεις εκούσια θυσία τον υιό σου, σαν τον Αβραάμ. Έπειτα και στο πολυαγαπημένο σου παιδί θα χαρίσεις τα καλύτερα, βλέποντάς σε να υποφέρεις το πράγμα με ευχαρίστηση, και σε όλους τους άλλους θα δώσεις παράδειγμα καλής υπομονής, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, τον οποίο παρακαλούμε, αγγίζοντας την καρδιά σου «με ευσπλαγχνία και συμπάθεια», να βάλει μέσα σου φως ευκολοπαρηγόρητο, και τη ζωή σου να την τελειώσεις ειρηνικά, και φεύγοντας από εδώ να σε καταστήσει άξια της ζωής κοντά στον Θεό, και να συναντήσεις τον υιό σου και να χαίρεσαι μαζί του αιώνια. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος 18Β 247-251)
186. Στον σπαθάριο Νικήτα.
Στα δυσάρεστα βέβαια πάθη μπορεί εύκολα να βρει παρηγορητικά λόγια αυτός που θέλει να παρηγορήσει εκείνους που υποφέρουν, για το τόσο μεγάλο πάθος όμως, από το οποίο περικυκλώθηκε η θεοφίλειά σου, ποιος παρηγορητικός λόγος θα μπορούσε να βρεθεί; Και ποιος θα μπορούσε επιχειρώντας να θεραπεύσει τέτοιον πόνο επιστημονικά; Τί είδηση πραγματικά, την οποία ο καθένας θα ήθελε να αποφύγει! Αποκόπηκε από σένα η κυρία σύζυγος, όπως άκουσα προσφάτως, αφαιρέθηκε η μόνη παρηγοριά στα περιστατικά που συμβαίνουν, έχασε το στολίδι του το ευλογημένο σπίτι, οι κλάδοι είναι σκυθρωποί, αφού κόπηκε η καλή ρίζα, οι υπηρέτες και οι υπηρέτριες τριγυρίζουν εδώ κι εκεί, επειδή δεν έχουν το πρόσωπο της κυρίας να λάμπει στο σπίτι. Όλα είναι γεμάτα κατήφεια. Ακόμα και ο αέρας είναι αλλοιωμένος για σένα με την αλλοίωση του μυαλού.
Που είναι εκείνη που σε υποδεχόταν με χαρά όταν γύριζες στο σπίτι από την ασχολία σου στα ανάκτορα; Που είναι εκείνη που περιποιόταν τους συγγενείς καλόκαρδα, εκείνη που αυτό κι εκείνο και όσα άλλα, για να τα πω με συντομία, τα διευθετούσε και τα συμφιλίωνε, και ρύθμιζε και φρόντιζε για όλα στο σπίτι, και για τα σχετικά με τους άλλους οικείους και φιλοξενούμενους; Όλα έφυγαν και χάθηκαν, και γίναμε σαν να βρισκόμαστε σε ερημιά, αφού στερηθήκαμε όλα τα αγαθά που είχαμε. Τέτοιο και τόσο μεγάλο είναι αυτό που έπαθε η τίμια ψυχή σου, δέσποτα, και καμμιά παρηγοριά από τους ανθρώπους δεν είναι ικανή να απαλύνει την καρδιά σου που φλογίζεται, παρά μόνο από τον Θεό, ο οποίος παρηγορεί τους ταπεινούς στην καρδιά, με την ανάκτηση των αγαθών λογισμών.
Γιατί εκείνη η μακάρια είναι μακάρια, αφοί είχε σταθερή την πίστη στον Θεό, και ήταν σεμνή στη ζωή, της οποίας τα γνωρίσματα είναι πολλά, τα οποία και εμείς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Και το τελευταίο, ότι έφυγε από εδώ αφού δοκιμάστηκε σαν χρυσάφι στη φωτιά της μακράς και ανυπόφορης νόσου. Είναι αρκετό λοιπόν αυτό για την παρηγοριά μας, το ότι παρέπεμψες τόσο σπουδαία σύζυγο στον Θεό, η οποία άφησε σε μας τη ζωή της υπόδειγμα άριστης πολιτείας.
Και επίσης, επειδή και ο ίδιος είσαι γνώστης των θείων πραγμάτων, πρέπει να μη συνταράσσεσαι τόσο πολύ από το γεγονός. Γιατί γνωρίζεις ότι, αφού ήρθαμε σε γέννηση με τη θέληση του Θεού, οπωσδήποτε με τη γέννηση είναι συνδεδεμένη και η έξοδός μας, και κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, και κανένας γάμος δεν είναι αδιάζευκτος. Ας εξετάσουμε, αν σου φαίνεται καλό, αυτούς που έζησαν από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, και θα βρούμε την συνεχή αλληλοδιαδοχή συμβαίνει όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Που είναι οι γονείς σου, δέσποτα, και εκείνοι που γέννησαν αυτούς, και πηγαίνοντας προς τα πίσω δεν θα βρεις τίποτε άλλο, παρά ροή και απορροή στα ανθρώπινα.
Ποιο λοιπόν είναι τώρα το ζητούμενο; Το να συνέλθουμε και να επιτελέσουμε τα προβλεπόμενα επιτάφια στην αείμνηστη, για την οποία και εγώ ο ταπεινός κάνω όχι λίγες προσευχές αν και δεν ακούστηκα, ως αμαρτωλός, για να μείνει αυτή εδώ. Να τακτοποιήσουμε τα παιδιά καλά, και να προετοιμάσουμε και τα δικά μας εξόδια, διανύοντας τη ζωή όπως θέλει ο Θεός, ώστε μεταναστεύοντας από εδώ, όταν μας επιτρέψει η πρόνοια του Θεού, να βρούμε εκεί την καλή σύζυγο να είναι χαρούμενη στους άπειρους αιώνες απολαμβάνοντας μαζί με μας τα απερίγραπτα αγαθά. Αυτά, αν και είναι ελάχιστα για παρηγοριά, όμως είναι ενδεικτικά της αγάπης σου, η οποία είθε να μας χαριστεί γεμάτη από ευθυμία και καλή παρηγοριά με την αφιέρωσή σας για όλα στον Θεό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Γ 393-395)
110. Στην γυναίκα του Δημόχαρι.
Από την ημέρα που μας αναγγέλθηκε ο θάνατος του μακάριου στρατηγού, μέχρι τώρα, αν και δοκίμασα πολλές φορές, δεν κατόρθωσα να γράφω στην τιμιότητά σου, αλλά και τώρα που σου γράφω δεν μπορώ καθόλου να σε ωφελήσω, ούτε να ελαφρώσω το βάρος της πονεμένης καρδιάς σου. Πράγματι ποιος λόγος θα μπορούσε να βρεθεί που να θεραπεύσει τόσο μεγάλον πόνο; Αλλά για να δείξω ότι και εγώ συμμετείχα στη λύπη, όχι μόνο γι’ αυτόν που εξεδήμησε προς τον Κύριο, γιατί μας εγκατέλειψε άνθρωπος αγαθός και ευσεβής, υπέρμαχος της ορθοδοξίας και αγωνιστής της ειρήνης (πόσο μεγάλη συμφορά!), αλλά και σε σένα, η οποία εγκαταλείφθηκες έρημη από τη συζυγική βοήθεια, που βέβαια τον αγαπούσες και πολύ. Έτσι λοιπόν ο λόγος έδειξε πόσο απαρηγόρητος είναι ο θάνατος.
Αλλ’ επειδή δεν αγνοείς τη θεϊκή εντολή, «Χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις», καθώς και, «Για να μη λυπάστε για τους πεθαμένους, όπως κάνουν οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα», γιατί θα οδηγηθούν μαζί με τον Ιησού από τον Θεό στην ανάσταση, γι’ αυτό σε παρακαλώ και σε ικετεύω να αποβάλεις τη μεγάλη λύπη, να παρηγορηθείς λίγο, να συνέλθεις, να κάνεις χαρούμενη την ψυχή σου, γιατί και παιδιά έχεις και σπίτι περίλαμπρο, και αν ο νους σου δεν καταφέρει να συγκρατήσει το πάθος, δεν θα μπορέσει ποτέ να τα διαχειριστεί και να τα φροντίσει σωστά. Και πάνω από όλα και τον ίδιο τον μακαρίτη θα ωφελήσει αυτό που λέγω, από το οποίο τί θα μπορούσε να υπάρξει σπουδαιότερο;
Τι λοιπόν, κυρία; Δόξασε τον αγαθό Θεό, πες τα λόγια του Ιώβ, «Ο Κύριος μου τον έδωσε, ο Κύριος μου τον αφαίρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Είθε από αυτό να σου προκύψει πραγματικά μεγάλη δόξα, και να δείξεις τίνος μορφωμένου άνδρα γυναίκα ήσουν. Γιατί πραγματικά εκείνος και γνωστικός ήταν, και σοφός, και παιδαγωγός των αμυήτων. Όπως λοιπόν εκείνος ήταν μεταξύ των ανδρών υπόδειγμα καλό, γίνε και συ μεταξύ των γυναικών, παραμερίζοντας την αγάπη σου για το πένθος και δείχνοντας ότι προστάτης σου είναι ο Θεός, ο οποίος και από το μηδέν σε έφερε στην ύπαρξη, και σε οδήγησε στην ακμή της ηλικίας σου, και σε σύναψε με τόσο σπουδαίο άνδρα, και πάλι, αφού σε χώρισε, θα σε ενώσει με την ανάσταση. Θεώρησε λοιπόν ότι πρόκειται για αποδημία μόνο.
Άραγε δεν θα υπέμενες τη στέρησή του, εάν το επέβαλλε επίγειος βασιλιάς; Υπόμεινε, δέσποινά μου, και τη στέρηση αυτή, την οποία διέταξε ο μόνος αληθινός βασιλιάς των όλων. Ναι, σε παρακαλώ, και πιστεύω ότι θα τον απολαύσεις την ημέρα εκείνη, διατηρώντας τη χηρεία με τη χάρη του Κυρίου, και ανατρέφοντας άριστα τα καλά βλαστάρια, τα οποία και χαιρετίζω, και τα συμβουλεύω με τον ίδιο τρόπο να υπομείνουν τη στέρηση του πατέρα τους, και να διαπλάθονται με την καθοδήγηση της μητέρας τους προς κάθε καλό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Β 141-143)