(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 706-711)
VII. Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1202−4.
Η Τρίτη Σταυροφορία ηλευθέρωσε την ‘Ακρην, άφησε όμως την Ιερουσαλήμ εις χείρας των απίστων. Το αποτέλεσμα ήτο αποθαρρυντικόν δια την εκστρατείαν εκείνην, εις την οποίαν έλαβαν μέρος οι μεγαλύτεροι βασιλείς της Ευρώπης. Ο πνιγμός του Βαρβαρόσσα, η φυγή του Φιλίππου - Αυγούστου, η αποτυχία του Ριχάρδου, αι ραδιουργίαι των χριστιανών Ιπποτών εις την Ιεράν Γήν, αι έριδες μεταξύ Ναϊτών και Ιωαννιτών και η ανανέωσις του πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, συνέτριψαν την υπερηφάνειαν της Ευρώπης και εξησθένησαν την εμπιστοσύνην του χριστιανικού κόσμου εις την Θεολογίαν του. Ο πρόωρος όμως θάνατος του Σαλαδίνου και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας του ανεπτέρωσαν τας ελπίδας των Χριστιανών.
Ο Ιννοκέντιος ο Γ' (1198-1216) εζήτησε, μόλις ανήλθεν εις τον παπικόν θρόνον, να καταβάλουν νέαν προσπάθειαν, ο δε Φούλκων του Νεϊγύ, απλούς Ιερεύς, εκήρυξε την Τετάρτην Σταυροφορίαν εις τα πλήθη και εις τους βασιλείς. Τα αποτελέσματα όμως ήσαν αποθαρρυντικά. Ο αυτοκράτωρ Φρειδερίκος ο Β' ήτο παιδί τεσσάρων μόλις ετών, ο Φίλιππος—Αύγουστος εσκέπτετο ότι μια Σταυροφορία αρκούσε δια μιαν ανθρώπινον ζωήν και ο Ριχάρδος ο Α' ελησμόνησε τας τελευταίας λέξεις που απηύθυνε προς τον Σαλαδίνον και ήρχισε να γέλα όταν ήκουσε τας εκκλήσεις που του απέστειλε ο Φούλκων. «Με συμβουλεύεις—του είπε—να απαρνηθώ τας τρεις θυγατέρας μου, την υπερηφάνειαν, την φιλαργυρίαν και την ακολασίαν. Τας κληροδοτώ εις εκείνους που τας αξίζουν: την υπερηφάνειάν μου εις τους Νοίτας, την φιλαργυρίαν μου εις τους μοναχούς του Σιτώ και την ακολασίαν μου εις τους ιεράρχας». Ο Ιννοκέντιος όμως επέμεινε. Υπεστήριζε ότι ενδεχομένη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου θα επετύγχανε χάρις εις την Ιταλικήν κυριαρχίαν της Μεσογείου και ότι θα ήτο ευχερές να φθάσουν εις την Ιερουσαλήμ, έχοντες ως βάσιν την πλουσίαν και εύφορον Αίγυπτον. ΄
Υστερα από πολλάς διαπραγματεύσεις, η Βενετία εδέχθη έναντι 85.000 αργυρών μάρκων (περίπου 8.500.000 δολλάρια), να εξασφαλίση την μεταφοράν 4.500 Ιπποτών με τους ίππους των, 9.000 ακολούθων, 20.000 πεζών και τροφίμων δι’ εννέα μήνας. Θα παραχωρούσε επίσης 40 γαλέρας, αλλά υπο τον όρον ότι το ήμισυ της λείας θα περιήρχετο εις την Δημοκρατίαν της Βενετίας. Οι Βενετοί άλλωστε δεν είχαν πρόθεσιν να επιτεθούν κατα της Αιγύπτου, διότι εκέρδιζαν πολλά χρήματα εξάγοντες εις την Αίγυπτον ξυλείαν, σίδηρον και όπλα και εισάγοντες από εκεί δούλους, δεν επροτίθεντο δε να θέσουν τέρμα εις το εμπόριον των με την διεξαγωγήν πολέμων, ούτε να μοιρασθούν τα κέρδη των με την Πίζαν ή την Γένουαν. Ενώ διεπραγματεύοντο με τους Σταυροφόρους, έκλεισαν μυστικήν συνθήκην με τον Σουλτάνον της Αιγύπτου, εγγυώμενοι ότι η χώρα του δεν θα υφίστατο καμμίαν εισβολήν (1201). Ο σύγχρονος χρονογράφος Ερνούλος ισχυρίζεται ότι οι Βενετοί έλαβαν γενναίον φιλοδώρημα διά να αποτρέψουν την Σταυροφορίαν εναντίον της Παλαιστίνης.
Κατα το θέρος του 1202, οι νέοι σταυροφόροι συνεκεντρώθησαν εις την Βενετίαν. Μεταξύ αυτών ήσαν ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μομφεράτου, ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά, ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ο Σίμων του Μονφόρ, διάσημος από τον αγώνα του εναντίον των Αλβιγίων και πολλοί άλλοι ευγενείς, όπως ο Γοδεφρείδος ο Βιλλαρδουίνος (1160 - 1213), αρχιστράτηγος της εκστρατείας, ο οποίος όχι μόνον θα έπαιζε σημαντικόν ρόλον εις την διπλωματίαν και τας εκστρατείας της Τετάρτης Σταυροφορίας, αλλά και θα προσπαθούσε να περικλείση την σκανδαλώδη ιστορίαν του εις τα απομνημονεύματά του που σημειώνουν την απαρχήν της γαλλικής φιλολογικής πεζογραφίας. Η Γαλλία, όπως συνήθως προσέφερε τα περισσότερα εις την Σταυροφορίαν. Όλοι έπρεπε να συνεισφέρουν, αναλόγως προς την περιουσίαν των δια την συγκέντρωση των 85.000 μάρκων που έπρεπε να πληρωθούν εις την Βενετίαν δια την συνδρομήν της. 'Ελειπαν όμως από το συνολικόν ποσόν 34.000 μάρκα.
Τότε ο Ερρίκος Δάνδολος, ο σχεδόν τυφλός δόγης «με την μεγάλην καρδιά», με το κύρος των ενενήντα τεσσάρων έτων του, επρότεινε να απαλλάξουν τους Σταυροφόρους από την οφελήν των εαν εκείνοι, βοηθούσαν την Βενετίαν να καταλάβη την Ζάραν. Ο λιμήν αυτός, της Αδριατικής μετα την Βενετίαν, είχε κατακτηθή από αυτήν εις τα 998, επανεστάτησε συχνά και υπετάγη εκ νέου, ανήκε δε τότε εις την Ουγγαρίαν και αποτελούσε την μόνην διέξοδον της χώρας προς την θάλασσαν. Ο πλούτος και η ευημερία της ανησυχούσαν τους Βένετους, οι οποίοι έφο- βούντο τον ανταγωνισμόν της εις τας αγοράς της Αδριατικής. Ο Ιννοκέντιος ο Γ' κατήγγειλε την πρότασιν ως κακοήθη και ηπείλησε να αφορίση εκείνους που θα συμμετείχαν.
Αλλά η φωνή και του ισχυροτέρου εκ των παπών δεν μπορούσε να ακουσθή όταν την έπνιγε ο θόρυβος του χρυσού. Οι συνησπισμένοι στόλοι προσέβαλαν την Ζάραν, την κατέλαβαν∙ εντος πέντε ημερών και την ελεηλάτησαν. Οι Σταυροφόροι απέστειλαν τότε πρεσβείαν εις τον πάπαν διά να τους δώση άφεσιν αμαρτιών, αυτός όμως απήτησε την επιστροφήν της λείας. Εκείνοι τον ηυχαρίστησαν δια την άφεσιν των αμαρτιών που τους έδωσε και εφύλαξαν δια τον εαυτόν των τα λάφυρα. Οι Βενετοί που αγνοούσαν τους αφορισμούς ήρχισαν την εφαρμογήν του δευτέρου μέρους του σχεδίου των που απέβλεπε εις την κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι βυζαντινοί μανάρχαι δεν είχαν τίποτε διδαχθή από τας Σταυροφορίας. Προσέφεραν ελαχίστην βοήθειαν εις τας εκστρατείας εκείνας και απέσπασαν πολλά κέρδη. Επανέκτησαν το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας και έβλεπαν με ευχαρίστησιν την αμοιβαίαν εξασθένισιν του Ισλάμ και της Δύσεως εις την μάχην των διά την Παλαιστίνην. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ συνέλαβε χιλιάδας Βενετούς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επί ένα διάστημα, κατήργησε τα εμπορικά προνόμια της Βενετίας εις την πρωτευουσάν του (1171).
Ο Ισαάκιος ο Β' ο Άγγελος (1185-95) δεν ενόμιζε ότι έπρεπε να αισθάνεται τύψεις εαν συμμαχούσε με τους Σαρακηνούς. Εις τα 1195, ο Ισαάκιος καθηρέθη, εφυλακίσθη και ετυφλώθη από τον αδελφόν του Αλέξιον τον Γ’. Ο υιός του Ισαακίου, ένας άλλος Αλέξιος, εδραπέτευσε εις την Γερμανίαν. Εις τα 1202, έφθασε εις την Βενετίαν, εζήτησε από την Γερουσίαν της Βενετίας και από τους Σταυροφόρους να σπεύσουν εις βοήθειαν του πατρός του και να τον αποκαταστήσουν εις τον θρόνον, υποσχόμενος εις αντάλλαγμα να τους εφοδιάση με προμήθειας δια την εκτρατείαν των εναντίον του Ισλάμ. Ο Δάνδολος και οι Γάλλοι ευγενείς υπέβαλαν εις τον νεαρόν αυστηρούς όρους. Τον έπεισαν να υποσχεθή εις τους Σταυροφόρους 200.000 αργυρά μάρκα, να εξοπλίση στρατιάν 10.000 ανδρών, δια να υπηρετήσουν εις την Παλαιστίνην και να υποτάξη την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν εις τον πάπαν της Ρώμης.
Παρά ταύτα όμως , ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ απηγόρευσε εις τους Σταυροφόρους ,επί ποινή αφορισμού, να επιτεθούν κατά του βυζαντίου. Μερικοί ευγενείς ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν, πολλοί δε στρατιώται εθεώρησαν εαυτούς αποδεσμευμένους από την υποχρέωσιν των συμμετοχής εις την σταυροφορίαν και επέστρεψαν εις τα σπίτια των. Αλλά η προοπτική να καταλάβουν την πλουσιωτέραν πόλιν της Ευρώπης απεδείχθη ακαταμάχητος. Την 1ην Οκτωβρίου 1202,ο μέγας στόλος των 480 πλοίων εσήκωσε την άγκυραν εν μέσω της γενικής χαράς ενώ οι ιερείς, από τους πύργους των πλοίων έψαλλαν το Veni, Creator Spiritus.
΄Υστερα από μερικάς καθυστερήσεις, η αρμάδα έφθασε προ της Κωνσταντινουπόλεως εις τας 24 Ιουνίου 1203:
«Οι άνθρωποι εκείνοι—έλεγεν ο Βιλλαρδουίνος—που δεν είχαν ιδή άλλοτε την Κωνσταντινούπολιν, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια των. Διότι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη εξίσου με αυτήν πλουσία πόλις, όταν είδαν τα υψηλά εκείνα τείχη και τους πλουσίους πύργους, τα ανάκτορα και τας μεγάλας εκκλησίας, τόσον πολλάς εις αριθμόν, ώστε κανείς δεν μπορεί να πιστέψη ότι τας είδε όλας. Κανείς από ημάς δεν ήτο τόσον σκληρός, ώστε να μη αισθανθή το δέρμα του να ανατριχιάζη. Διότι, πράγματι, κανείς άλλος από της απαρχής του κόσμου δεν άνέλαβε ποτέ τόσον μεγάλην επιχείρησιν, όσον ή ιδική μας επίθεσις».
Με το τελεσίγραφον που απηύθυναν εις τον Αλέξιον τον Γ', απαι τούσαν την αποκατάστασιν εις τον θρόνον του τυφλού αδελφού του, ή του νεαρού Αλεξίου, που συνώδευε τον στόλον. Μετά την άρνησιν του, οι Σταυροφόροι απεβιβάσθησαν και ύστερα από μικράν αντίστασιν έφθαναν κάτω από τα τείχη της πόλεως. Ο γέρων Δάνδολος ήτο ο πρώτος που προσήγγισε εις την ακτήν. Ο Αλέξιος ο Γ' εδραπέτευσε εις την Θράκην, οι Έλληνες ευγενείς συνώδευσαν τον Ισαάκιον - ΄Αγγελον από την φυλακήν του εις τον θρόνον και, επ’ ονόματί του, απέστειλαν άγγελμα εις τους λατίνους αρχηγούς, λέγοντες ότι ανέμεναν με χαράν τον υιόν του .Αφού απέσπασαν από τον Ισαάκιον την υπόσχεσιν τηρήσεως της συμφωνίας που έκλεισαν με τον υιόν του, ο Δάνδολος και οι ευγενείς εισήλ- θαν εις την πόλιν, ο δε νεαρός Αλέξιος ο Δ' εστέφθη συναυτοκράτωρ.
Οι Έλληνες όμως όταν έμοθαν με ποια ανταλλάγματα είχεν εξαγοράσει την νίκην, εστράφησαν εναντίον του με μανίαν και περιφρόνησιν. Ο λαός ηρνήθη την καταβολήν των φόρων που εχρειάζοντο δια την συγκέντρωσιν του ποσού που έπρεπε να καταβληθή εις τους συμμάχους. Οι ευγενείς δεν έβλεπαν, με ευχαρίστησιν την παρουσίαν της ξένης αριστοκρατίας και του ξένου στρατού. Ο κλήρος απέκρουε την πρότασιν να υποταχθή εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ, μερικοί λατίνοι στρατιώται εταράχθησαν όταν ανεκάλυψαν ότι οι μουσουλμάνοι ασκούσαν την λατρείαν των εις το τζαμί, εις την καρδιάν μιας χριστιανικής πόλεως, έθεσαν πύρ εις το τζαμί και έσφαξαν τους πιστούς. Η φωτιά εμαίνετο επί τρεις ημέρας, εξηπλώθη εις έκτασιν τριών μιλίων και μετέτρεψε εις στάκτην σημαντικόν τμήμα της Κωνστα-ντινουπόλεως .
Ένας πρίγκιψ με βασιλικόν αίμα, ετέθη επί κεφαλής εξεγέρσεως, εφόνευσε τον Αλέξιον τον Γ', εφυλάκισε και πάλιν τον Ισαάκιον . ΄Αγγελον και κατέλαβε τον θρόνον με το όνομα Αλέξιος ο Ε' Δούκας. Έπειτα ανέλαβε να οργανώση στρατόν δια να απωθήση τους λατίνους από το στρατόπεδον των εις τον Γαλατάν. Οι Έλληνες όμως, που είχαν ζήσει επί πολύ ασφαλείς μέσα εις τα τείχη των, δεν διατηρούσαν τας αρετάς των Ρωμαίων. Ύστερα από ένα μήνα πολιορκίας παρεδόθησαν, ο Αλέξιος ο Ε' εδραπέτευσε και οι νικηταί λατίνοι εξεχύθησαν εις την πρωτεύουσαν ως πειναλέαι ακρίδες (1204).
Οι άνθρωποι εκείνοι που υπεχρεώθησαν επί πολύ να βλέπουν από μακράν την λείαν των, υπέβαλαν τότε, κατά την εβδομάδα του Πάσχα, την πλουσίαν πόλιν εις αγρίαν λεηλασίαν, ομοίαν της οποίας δεν υπέστη ούτε η Ρώμη από τους Βανδάλους ή τους Γότθους. Δεν εσημειώθη μεγάλη σφαγή, εφόνευσαν ίσως 2000 'Ελληνας, επεδόθησαν όμως ακράτητοι εις την λεηλασίαν. Οι ευγενείς διένειμαν μεταξύ των τα ανάκτορα και εσφετερίζοντο τους Θησαυρούς που εύρισκαν. Οι στρατιώται εισέδυαν εις τα σπίτια, τας εκκλησίας, τα καταστήματα και ελάμβαναν όσα επιθυμούσαν. Αι εκκλησίαι απεγυμνώθησαν, όχι μόνον από τον χρυσόν, τον άργυρον και τα κειμήλια που είχαν συσσωρευθή εκεί από μιας χιλιετηρίδος, αλλά και από τα ιερά λείψανα, τα οποία μπορούσαν να πωληθούν εις καλήν τιμήν εις την δυτικήν Ευρώπην.
Η Αγία Σοφία υπέστη ζημίας μεγαλυτέρας από εκείνας που της επροξένησαν οι Τούρκοι εις τα 1453. Η αγία Τράπεζα διεμελίσθη και ο χρυσός και ο άργυρος που περιείχε διενεμήθησαν. Οι Βενετοί, εξοικειωμένοι με την πόλιν, την οποίαν επεσκέπτοντο άλλοτε ως έμποροι, εγνώριζαν που ευρίσκοντο οι μεγαλύτεροι θησαυροί. Αγάλματα και υφάσματα, δούλοι και πολύτιμοι λίθοι περιήλθαν εις χείρας των. Τα τέσσαρα ορειχάλκινα άλογα, που εστόλιζαν την ελληνικήν πολιτείαν, μετεφέρθησαν εις την πλατείαν του Αγίου Μάρκου. Τα 9/10 των αντικειμένων τέχνης και κοσμημάτων, που αποτελούσαν αργότερα την δόξαν της συλλογής του Αγίου Μάρκου, προήρχοντο από την καλώς ωργα- νωμένην εκείνην κλοπήν.
Κατεβλήθησαν μερικαί προσπάθειαι διά να περιορισθούν οι βιασμοί και πολλοί από τους στρατιώτας ηρκούντο εις τας πόρνας, αλλά ο Ιννοκέντιος ο Γ' παρεπονείτο ότι ο επί μακράν χρόνον ανικανοποίητος σαρκικός πόθος των Λατίνων δεν εφείσθη ούτε ηλικίας, ούτε φύλου, ούτε θρησκευτικού επαγγέλματος και ότι αι ελληνίδες μοναχαί υπέστησαν τους εναγκαλισμούς των γάλλων ή βενετών χωρικών ή υποκόμων. Αι βιβλιοθήκαι ελεηλατήθησαν και ανεκτίμητα χειρόγραφα κατεστράφησαν ή εχάθησαν. Δυο διαδοχικαί πυρκαϊαί απετέφρωσαν βιβλιοθήκας και μουσεία, εκκλησίας και ιδιωτικάς κατοικίας. Από τα έργα του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου, που μέχρι τότε διετηρούντο όλα, διεσώθησαν ελάχιστα και χιλιάδες έργων τέχνης εκλάπησαν ή κατεστράφησαν.
Όταν ο θόρυβος της διαρπαγής υπεχώρησε, οι λατίνοι ευγενείς εξέλεξαν τον Βαλδουίνον της Φλάνδρας ως αρχηγόν του λατινικού βασιλείου της Κωνσταντινουπόλεως (1204) και ώρισαν την γαλλικήν ως επίσημον γλώσσαν του. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διηρέθη εις φεουδαλικάς ηγεμονίας υπο την διοίκησιν λατίνων. Η Βενετία, που εφρόντιζε πρό παντός να κυριαρχή επί των εμπορικών οδών, εξησφάλισε την Αδριανούπολιν, την 'Ηπειρον, την Ακαρνανίαν, τας νήσους του Ιονίου, μέρος της Πελοποννήσου, την Εύβοιαν, τας νήσους του Αιγαίου, την Καλλίπολιν και τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Γενουάται έχασαν τα «εργαστήριά των» και τα βυζαντινά προκεχωρημένα φυλάκια των, ενώ ο Δάνδολος έλαβε τον τίτλον του «Δόγη της Βενετίας, Άρχοντος του ενός τετάρτου και του ενός ογδόου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», δια να αποθάνη μετ ΄ ολίγον εις την λάμψιν και την δόξαν, δια την κατάκτησιν των οποίων δεν ησθάνθη ποτέ ηθικούς ενδοιασμούς. Ο ελληνικός κλήρος αντικατεστάθη κατά μέγα μέρος από λατίνους Ιερείς ή και από λαϊκούς, τους οποίους εχειροτόνησαν βιαστικά δια να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας. Ο Ιννοκέντιος ο Γ', αν και διεμαρτύρετο εναντίον της επιθέσεως, εδέχθη ευχα- ρίστως την υποταγήν της Ελληνικής Εκκλησίας εις την Λατινικήν.
Οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν εις τα σπίτια των φορτωμένοι με την λείαν των, άλλοι εγκατεστάθησαν εις τας νέας ηγεμονίας και ελάχιστοι παρέμεναν δια να φθάσουν εις την Παλαιστίνην. ΟΙ Σταυροφόροι εσκέπτοντο ίσως ότι η Κωνσταντινούπολη που περιήλθεν εις χείρας των θα ήτο ασφαλεστέρα βάσις εκκινήσεως εις την εναντίον των Τούρκων εκστρα- τείαν των. Αι έριδες μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων που ήρχισαν από τότε και εξηκολούθησαν επί γενεάς, απερρόφησαν την ζωτικότητα του ελληνικού κόσμου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν συνήλθε ποτέ από το κτύπημα και η κατάληψις της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους προητοίμασε την μετά δυο αιώνας κατάκτησιν της από τους Τούρκους.