(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Αμφιβολίες για τον Ιησού
Ιω. 7,1 Καὶ περιεπάτει(1) ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα(2) ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι(3).
Ιω. 7,1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν.
(1) Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζει τη δράση του Κυρίου στις πόλεις και τα χωριά με περιοδείες και πεζοπορίες, όπως περιγράφουν αυτήν σε εμάς οι συνοπτικοί. Δες για την έννοια του περιπατώ και τα Ιω. στ 66,ια 54. Στο η 12 όμως βρίσκεται με γενικότερη έννοια (β).
(2) «Τίποτα άλλο δεν φανερώνει, παρά ότι προσπέρασε συντομεύοντας τη διήγηση πολύ ενδιάμεσο χρόνο. Και αυτό φαίνεται από το εξής· διότι όταν καθόταν στο βουνό, λέει [Ιω. στ 3-4], ήταν η γιορτή του Πάσχα, εδώ όμως αναφέρει τη σκηνοπηγία, και στους πέντε μήνες τίποτα άλλο δεν μας διηγήθηκε… παρά μόνο το θαύμα με τους άρτους και την ομιλία που έγινε προς αυτούς που έφαγαν, παρόλο που αυτός δεν έπαυε να κάνει θαύματα και να μιλά» (Χ).
Κατά το διάστημα το εξάμηνο περίπου, το οποίο διέρρευσε από το σύμφωνα με το Ιω. στ 4 πάσχα, μέχρι τη σκηνοπηγία που αναφέρεται στον επόμενο σ., έλαβαν χώρα τα σύμφωνα με τους συνοπτικούς εξιστορούμενα γεγονότα από την διατροφή των 5 χιλιάδων και έπειτα, δηλαδή τα από το Ματθ. ιδ 13 και Μάρκ. στ 30 και εξής. Αυτά είναι η συζήτηση του Ιησού με τους Φαρισαίους για το πλύσιμο των χεριών πριν το φαγητό (Ματθ. ιε 1-20), το ταξίδι του Ιησού μέχρι τα όρια της Φοινίκης και το θαύμα της Χαναναίας (Ματθ. ιε 21-28), η διατροφή των 4000 στη Δεκάπολη (Ματθ. ιε 29-38), η επιστροφή στη δυτική όχθη της λίμνης και νέα έπειτα εκδρομή προς την απέναντι όχθη, όταν και έφτασε στη Βηθσαϊδά όπου θεράπευσε και τον τυφλό (Μάρκ. η 22-26)· η αναχώρηση προς τα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου και ο περίφημος διάλογος του Ιησού με τους μαθητές (Ματθ. ιστ 13), η μεταμόρφωση (Ματθ. ιζ 1-13), θεραπεύει τον δαιμονιζόμενο (ο.π. 14-21), προλέγει το πάθος του (ο.π. 22,23), προτρέπει τους μαθητές του σε αδελφική αγάπη (Ματθ. ιη 1-35). Μετά από αυτά οι Ματθαίος (κα 1) και Μάρκος (ι 1) μιλούν για την οριστική αναχώρηση του Ιησού από τη Γαλιλαία και την τελευταία ανάβασή του στα Ιεροσόλυμα, μετά από την οποία ακολούθησε το πάθος. Το ταξίδι αυτό έγινε αργότερα από το ταξίδι κατά την σκηνοπηγία· για το οποίο μιλά στο παρόν κεφάλαιο ο Ιωάννης (ζ 10), και το οποίο αποσιωπούν οι συνοπτικοί (g).
(3) «Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την αναχώρηση του Χριστού ως κατηγορία για δειλία, αλλά ούτε θα κατηγορήσουμε εξαιτίας αυτού για αδυναμία αυτόν που μπορεί να κάνει τα πάντα, αλλά θα αποδεχτούμε τον τρόπο της θείας οικονομίας. Γιατί έπρεπε να υπομείνει το σταυρό για χάρη όλων όχι πρόωρα, αλλά στον κατάλληλο καιρό» (Κ).
«Αναχωρεί λόγω των φονευτών Ιουδαίων, όχι επειδή δειλιάζει μπροστά στο θάνατο… αλλά… για να βεβαιώσει την ανθρώπινη φύση του» (Θφ).
«Διότι δεν ήθελε να δείχνει τα γνωρίσματα της θεότητας μόνο, αλλά και της ανθρώπινης φύσης, για αυτό άλλοτε μεν έφευγε ως άνθρωπος, άλλοτε όμως εμφανιζόταν ως Θεός» (Σχ). Σε καιρό κινδύνου που επικρέμεται, δεν είναι μόνο επιτρεπόμενο, αλλά και ενδεδειγμένο να αποσυρόμαστε σε τόπους λιγότερο επικίνδυνους. Τότε λοιπόν και μόνο καλούμαστε να θυσιάσουμε τη ζωή μας, όταν δεν είναι δυνατόν να διασώσουμε αυτήν χωρίς να αμαρτήσουμε.
Ιω. 7,2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία(1).
Ιω. 7,2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία.
(1) Η τελευταία από τις 3 μεγάλες ετήσιες εορτές των Ιουδαίων (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία)(ο), η σύμφωνα με το Δευτερονόμιο (ιστ 13) γιορτή των σκηνών, η οποία έπρεπε να διαρκεί «επτά ημέρες» (ο.π. στ 15). Σε αυτήν κατοικούσαν «επτά ημέρες όλοι οι εγχώριοι Ισραηλίτες σε σκηνές, για να δουν οι γενιές σας, ότι σε σκηνές διέταξα να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες όταν τους έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου» (Λευϊτ. κγ 42-43). Εορταζόταν λοιπόν κατά τον έβδομο μήνα (Τισρί) «στις δεκαπέντε αυτού του μήνα» (στο ίδιο στιχ. 39). Δηλαδή γύρω στο τέλος Σεπτεμβρίου και τις αρχές Οκτωβρίου. Κατά την όγδοη ημέρα γινόταν νέα πανηγυρική συνάθροιση (Αρ. κθ 35), και στα χρόνια μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία βλέπουμε να εξακολουθεί ο πανηγυρισμός και της ογδόης ημέρας (Νεεμ. η 18, Β Μακ. ι 6).
Κατά τις 7 ημέρες ενθυμούμενοι οι Ισραηλίτες την διαβίωσή τους σε σκηνές, είχαν την ογδόη για εορτασμό της εισόδου στη γη της επαγγελίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της γιορτής οι Ιουδαίοι κατασκήνωναν σε σκηνές που κατασκευάζονταν με πράσινα κλωνάρια και στήνονταν πάνω στα δώματα των σπιτιών, στους δρόμους και στις πλατείες, οπότε η πόλη των Ιεροσολύμων παρουσίαζε τις ημέρες αυτές την εικόνα στρατοπέδου οδοιπόρων. Ο Ιώσηπος ονομάζει αυτήν «γιορτή πάρα πολύ αγιότατη και μέγιστη για τους Ιουδαίους» (Ιουδ. Αρχ. VΙΙΙ, 4,1).
Επειδή όμως σε αυτή γιόρταζαν και το τέλος της συγκομιδής των καρπών της γης (φθινόπωρο), παραδίδονταν, φαίνεται, και σε διασκεδάσεις, οι οποίες εύκολα παρεκτρέπονταν σε τρυφή, για αυτό και ο Πλούταρχος συγκρίνει αυτήν με τα Βάκχεια. Οι κυριότερες τελετές αυτής της γιορτής υπαινίσσονταν τα θαύματα στην έρημο. Έτσι μία σπονδή, η οποία κάθε πρωί των ημερών της εβδομάδας αυτής γινόταν στο ναό (Λευϊτ. κγ 37), υπενθύμιζε τη θαυμαστή ανάβλυση του νερού από την πέτρα όταν ο Μωϋσής την χτύπησε με το ραβδί. Δύο πολύφωτες λυχνίες, που ανάβονταν το απόγευμα στον πρόναο, συμβόλιζαν τη φωτεινή νεφέλη, η οποία φώτιζε τους Ισραηλίτες κατά τις νύχτες της πορείας και παραμονής τους στην έρημο (β,g).
Ιω. 7,3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1)· μετάβηθι(2) ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν(3), ἵνα καὶ οἱ μαθηταί(4) σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς(5)·
Ιω. 7,3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του• “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου.
(1) Δεν ήταν φυσικά παιδιά της Μαρίας.
«Διότι όπως στον τάφο, όπου το σώμα του Κυρίου μπήκε, ούτε πριν ούτε έπειτα τοποθετήθηκε κάποιος νεκρός· έτσι και στην κοιλιά της Μαρίας ούτε πριν ούτε έπειτα συλλήφθηκε κάτι θνητό» (Αυ).
Δες Ιω. β 12. Εφόσον ήταν παιδιά του Ιωσήφ από γυναίκα, την οποία αυτός είχε παντρευτεί πριν ακόμη αρραβωνιαστεί τη Μαρία, ήταν μεγαλύτεροι από τον Ιησού και εξηγείται έτσι το θάρρος τους του να συμβουλέψουν τον Ιησού για το τι έπρεπε να πράξει (β). Επιχειρούν να ασκήσουν την εξουσία, την οποία συνήθως αξιώνουν οι μεγαλύτεροι αδελφοί απέναντι στους νεώτερους (τ).
«Διότι θεωρούσαν ότι λόγω συγγένειας επιτρεπόταν σε αυτούς να του μιλούν με θάρρος» (Χ).
Η προτροπή, την οποία απευθύνουν αυτοί στον Ιησού, δεν υπαγορεύεται, από «σκοπό πονηρό που γεννήθηκε από φόβο» (Ζ). Οφείλεται στην εντύπωση μεν, την οποία από τη μία προκαλούσαν και σε αυτούς τα θαύματα του Ιησού, και στην απορία από την άλλη από την οποία κυριεύονταν λόγω του ότι απιστούσαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, την ώρα που άκουγαν αυτόν να διεκδικεί αυτό το αξίωμα, και στην από αυτά προερχόμενη ανυπομονησία τους, ώστε επί τέλους να δοθεί κάποια λύση στην εκκρεμότητα που παρατεινόταν. Ζητούν από τον Ιησού να βάλει τέρμα στην αμφίβολη αυτή κατάσταση, στην οποία επέμενε, και αναβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να θέσει το έργο του υπό την οριστική κρίση, ώστε, εάν πράγματι είναι ο Μεσσίας, όπως ισχυριζόταν, να επιβληθεί και να επικρατήσει (g).
Οι συγγενείς του Ιησού έχουν τις ίδιες παχυλές σχετικά με το Μεσσία αντιλήψεις του πολλού όχλου και πολύ φυσικά βρίσκουν, ότι το πεδίο, στο οποίο θα διεκδικούσε ο Ιησούς το μεσσιακό αξίωμα, ήταν όχι η Γαλιλαία, αλλά τα Ιεροσόλυμα.
«Μη γνωρίζοντας ακόμα το Θεό Λόγο που κατοίκησε μέσα στην αγία σάρκα εκείνοι που θεωρήθηκαν αδελφοί του Σωτήρα… έχουν ακόμα ταπεινές τις αντιλήψεις για αυτόν, και φαντάζονται πράγματα πολύ κατώτερα της χάριτος και της υπεροχής αυτού, μη βλέποντας σε αυτόν τίποτα περισσότερο από τους άλλους, αλλά ταλαντευόμενοι από κοινές σκέψεις για αυτόν» (Κ).
(2) Ο λόγος έχει μέσα του έναν απότομο τρόπο έκφρασης, που συμφωνεί με την ανυπομονησία, από την οποία κυριεύονται οι αδελφοί του Ιησού (ο).
(3) Όπου οι πρόκριτοι και άρχοντες του έθνους διαμένουν και όπου πρόκειται και ο Μεσσίας να εμφανιστεί, αναγνωριστεί και εγκαθιδρυθεί (ο).
(4) «Τους μαθητές που ήταν εκεί» (Ζ). Η ονομασία περιλαμβάνει τον ευρύτερο εκείνο κύκλο, τον οποίο υπονοούν τα Ιω. β 23 και δ 1. Ακριβώς όμως λόγω του πλήθους των μαθητών αυτών, επειδή προκλήθηκε ο φθόνος των Φαρισαίων, είχε εγκαταλείψει ο Κύριος την Ιουδαία (Ιω. δ 3)(β).
(5) Η φράση υπαινίσσεται όχι μόνο τα αναφερόμενα θαύματα στο Ιω. β 1 και εξής, δ 46, στ 2, αλλά και σειρά ολόκληρη θαυμάτων που πρόσφατα διενεργήθηκε, την οποία βρίσκουμε στην αφήγηση των συνοπτικών. Τα από τον Ιωάννη αναφερθέντα θαύματα είχαν συντελεστεί σε αρκετά μακρινή εποχή και δεν ήταν δυνατόν για αυτά μόνο να μιλούν τώρα με τέτοιο τόνο («τα οποία κάνεις») οι αδελφοί του Κυρίου (β). «Συμβουλεύουν αυτόν να ανεβεί στην Ιουδαία, και να τελεί τα θαυμαστά έργα του σε αυτήν μάλλον» (Κ). Η προτροπή αυτή έχει την εξής έννοια: Τα μεσσιακά αυτά έργα, τα οποία τόσο πλούσια σκορπίζεις στα πλήθη αυτά της Γαλιλαίας χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, πήγαινε να τα ενεργήσεις σε τόπους, όπου, όπως ακούμε, έχεις πολλούς μαθητές, οι οποίοι και θα κατορθώσουν να επιφέρουν κάποια σπουδαιότερη λύση για το μέλλον σου (g).
Ιω. 7,4 οὐδεὶς γὰρ(1) ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ(2) καὶ(3) ζητεῖ αὐτὸς(4) ἐν παῤῥησίᾳ(5) εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς(6), φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ(7).
Ιω. 7,4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”.
(1) Αιτιολογούν τη συμβουλή, την οποία δίνουν σε αυτόν, με αρχή που είναι κοινά αναγνωρισμένη και πράγματι ορθή (ο). Η έννοια αυτού του σ. :
«Διότι αν θέλεις, λένε, να γίνεις γνωστός (γιατί αυτό σημαίνει να ενεργεί φανερά), μη πράττεις τα μεγαλουργήματά σου κρυφά, ούτε, ενώ μπορείς όλα να τα κάνεις με λαμπρό τρόπο, να αποφεύγεις την διάπραξη αυτών δημόσια· διότι έτσι θα γίνεις γνωστός στον κόσμο και πολύ διάσημος σε αυτούς που σε βλέπουν» (Κ).
(2) «Τον κατηγορούν για δειλία, ενώ συγχρόνως φανερώνουν ότι είχαν υποψία για τα έργα του, και εκείνο που πρόσθεσαν «ότι ζητά να είναι γνωστός», φανερώνει την φιλοδοξία τους» (Χ). Η ερμηνεία αυτή είναι ορθή υπό την προϋπόθεση, ότι οι αδελφοί του Ιησού δεν κινούνταν από φθόνο εναντίον του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς τον σκεπτικισμό τους, φιλοδοξώντας συγχρόνως και αυτοί, εάν όντως ο Ιησούς ήταν Μεσσίας, να αναγνωριστεί επίσημα και να επιβληθεί το ταχύτερο.
(3) Πρέπει να ερμηνεύσουμε το «και» με κάποια έννοια συγγενική με το «παρόλο που» ή με το «την ώρα που». Οι δύο προτάσεις τοποθετούνται κατά παράταξη (ο).
(4) Σε αντίθεση με ό,τι πράττει (b). Αντιθέτει την προσωπικότητα αυτού που ζητά να γίνει δημόσια γνωστός με τα μυστικά τελούμενα έργα του (ο).
(5) Από το «παν» και «ρήσις», σημαίνει: λέω τα πάντα χωρίς συστολή και ελευθερία. Αυτή είναι η πρώτη σημασία (δ). Έπειτα κατάντησε στην έννοια του μιλώ με θάρρος, τολμηρά και δημόσια, δεν κρύβομαι αλλά εμφανίζομαι δημόσια, «το να είναι κάποιος φανερός» (Κ), όπως εδώ και στο ια 54 (β).
(6) Δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα θαύματα του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς κάποια αμφιβολία, και το «εάν» είναι μάλλον λογικό (g). «Είναι φανερό λοιπόν από εδώ, ότι και εκεί έκανε θαύματα, τα οποία όλα τα προσπέρασε ο Ιωάννης, όπως και άλλα πολλά, σπεύδοντας σε αυτά που θα έφερναν κάποια καινούργια διήγηση, και τα οποία οι άλλοι δεν τα ανέφεραν» (Ζ).
(7) Ζήτησε ευρύτερο θέατρο δράσης ειδικά κατά το χρόνο της γιορτής (b). Κόσμος δεν μπορεί να εννοείται εδώ τώρα από τους αδελφούς του Κυρίου, ό,τι εννοείται με ευρύτερη έννοια στο ευαγγέλιο του Ιωάννη (δες α 9), αλλά απλώς και μόνο τα πλήθη, τα οποία θα συναθροίζονταν κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
Ιω. 7,5 (1)οὐδὲ(2) γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν(3).
Ιω. 7,5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν.
(1) Ο σ. αποκαλύπτει τα ελατήρια, τα οποία κίνησαν τους αδελφούς του Ιησού να μιλήσουν έτσι (ο). «Δεν είχαν ακόμη πιστέψει σε αυτόν οι αδελφοί του. Και ήταν πραγματικά από τα πλέον παράλογα, να κατηγορούνται για τα τόσο ψυχρά λόγια τους, εκείνοι που ήδη είχαν λάβει με την πίστη την θεοπρεπή γνώση για αυτόν» (Κ).
(2) Ακόμα και αυτοί οι αδελφοί του. Τόσο λίγοι υπήρξαν αυτοί που πίστεψαν!... Και αυτά τα μέλη της οικογένειάς του αντιτάχθηκαν σε αυτόν (b). Η πλήρης ειλικρίνεια της αφήγησης του Ιωάννη υποδηλώνεται και από τη λεπτομέρεια αυτή, την οποία αν και ταπεινωτική για τον Ιησού, ο ευαγγελιστής αφηγείται αδίστακτα και με σαφήνεια (Tholuck).
Ήταν εξόχως τιμητικό, το ότι συνδέονταν με σαρκική συγγένεια με το Χριστό, αλλά η τιμή αυτή μόνη δεν μπορούσε να σώσει αυτούς.
«Πρόσεξε όμως, ότι αν και είχαν τόσο μεγάλη απιστία σε αυτόν πριν το σταυρό, όταν δηλαδή τον έβλεπαν να είναι και ένδοξος και θαύματα να κάνει, μετά το σταυρό και την φαινομενική ατιμία του, μαρτύρησαν για χάρη του και έγιναν απόστολοι και κήρυκες και αρχιερείς. Από όπου συμπεραίνουμε ότι αναντίρρητα τον είδαν αναστημένο. Διότι δεν θα παρέδιδαν την ζωή τους για χάρη του, αν δεν δέχονταν βέβαιη την απόδειξη για την ανάστασή του» (Θφ).
(3) «Σαν σε Θεό» (Ζ). Η απιστία τους δεν είναι παρόμοια με αυτήν των γραμματέων και φαρισαίων. Δεν θεωρούν αυτόν αγύρτη και πλάνο και βλάσφημο, όπως εκείνοι. Αλλά ενώ παραδέχονται τα έργα του, δεν καταλαβαίνουν την πνευματική φύση της αποστολής του και συνεπώς επειδή βλέπουν, ότι η γενικότερη δράση και οι κατευθύνσεις του, δεν συμβιβάζονται με τις σχετικά με τον Μεσσία εθνικές και παχυλές βλέψεις και αντιλήψεις τους, δεν πιστεύουν σε αυτόν ως Μεσσία. Επειδή όμως η απιστία τους αυτή δεν είναι τόσο βαθειά, για αυτό μετά από 6 μόλις μήνες, όταν έλαβε χώρα το πάθος και η ανάσταση του Κυρίου, πίστεψαν (ο). Η από τον Ιωάννη αναφερόμενη εδώ απιστία των αδελφών του Ιησού βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία και με τα ιστορούμενα από τους συνοπτικούς (δες Μάρκ. γ 21,Ματθ. ιβ 46,ιγ 57)(β).
Ιω. 7,6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὁ καιρὸς(1) ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος(2) πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος.
Ιω. 7,6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς• “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος.
(1) Μόνο εδώ χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη ο Ιωάννης. Η έννοια της λέξης είναι: χρόνος κατάλληλος (β). Ή, με άλλη όμως έννοια πρέπει να νοηθεί για τον Ιησού το κατάλληλο του χρόνου και με άλλη έννοια για τους αδελφούς του του (g).
«Ο καιρός ο δικός μου του να πάω στην Ιουδαία για να φονευτώ, όπως επιδιώκετε, δεν έχει έρθει ακόμη» (Ζ). «Ο καιρός ο δικός μου… δηλαδή ο καιρός του σταυρού και του θανάτου» (Θφ). Ο Ιησούς απαντά με αυτό σε αυτό που είπαν οι νομιζόμενοι αδελφοί του, «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο». Είναι σαν να τους λέει: Αυτό που ζητάτε, θα σημάνει το θάνατό μου. Δεν είναι όμως ακόμα καιρός να σταυρωθώ (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία· δεν είναι αυτή η στιγμή και η ημέρα ο κατάλληλος καιρός για να εμφανιστώ στα Ιεροσόλυμα. Αμέσως μετά από λίγο θα είναι και θα έλθω, οπότε θα μιλήσω δημόσια και κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
(2) «Ο καιρός να πάτε εσείς στην Ιουδαία πάντοτε είναι εύκολος» (Ζ). Εσείς θα πάτε ως απλοί Ιουδαίοι προσκυνητές. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για εσάς, καμία αντίδραση και κανένας κίνδυνος δεν προβάλλεται σε εσάς (β). «Εσείς μεν μπορείτε πάντα να τους συναναστρέφεστε (τους Ιουδαίους) ακίνδυνα, για εμένα όμως τότε θα είναι καιρός, όταν φτάσει ο καιρός του σταυρού» (Χ).
Ιω. 7,7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς(1)· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ(2) περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν(3).
Ιω. 7,7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά.
(1) Ο λόγος, για τον οποίο ήταν πάντοτε για αυτούς ο καιρός έτοιμος, για να ανέβουν στα Ιεροσόλυμα. «Με πολύ χαριτωμένο τρόπο και τώρα ο Σωτήρας ελέγχει τους αδελφούς που σκέφτονται και συμπεριφέρονται ακόμα κοσμικότερα… Πάντοτε λοιπόν, λέει, είναι αγαπητό στον καθένα το συγγενικό, και η ταυτότητα του τρόπου συνενώνει κατά τρόπο παράδοξο τη διάθεση. Ο κόσμος δεν μισεί εσάς. Διότι φρονείτε ακόμη τα δικά του» (Κ). Ο κόσμος για τον οποίο στο σ. 4 είπαν: φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο (b).
(2) «Δηλαδή κατηγορώ και ελέγχω, για αυτό μισούμαι» (Χ). «Εμένα όμως με μισεί διότι δεν ευχαριστιέται κατηγορούμενος από εμένα για αυτά που ασχημονεί. Άρα λοιπόν χωρίς κίνδυνο θα μεταβείτε εσείς σε αυτήν τη γιορτή, ενώ εγώ όχι» (Κ).
Είχε ελέγξει ήδη αυτούς για τα πονηρά τους έργα. Δες Ιω. ε 42-47. Αυτός ο έλεγχος ήταν μορφή της μαρτυρίας του, την οποία έκανε για την αλήθεια (ιη 37)(β). Αποτελεί πρόκληση στον κόσμο η προσπάθεια τού να πειστεί με τον έλεγχο, ότι τα έργα του είναι πονηρά. Οι ασεβείς και άτακτοι δεν ανέχονται να βλέπουν την ευσέβεια και την αρετή να τιμώνται, ούτε ενδιαφέρονται να διδαχτούν ή να ακούσου για αυτό, διότι οι συνειδήσεις τους προκαλούν σε αυτούς ντροπή για το αίσχος των αμαρτιών τους και συγχρόνως φόβο και ταραχή για τις απειλούμενες εναντίον τους τιμωρίες. Οτιδήποτε και αν προφασίζονται, η αληθινή αιτία της εχθρότητας του κόσμου εναντίον του ευαγγελίου είναι η μαρτυρία, την οποία αυτό παρέχει εναντίον της αμαρτίας και των αμαρτωλών. Αλλά είναι ασυγκρίτως προτιμότερο να υφιστάμεθα την έχθρα του κόσμου και τις συνέπειες αυτής εμμένοντας στη μαρτυρία του ευαγγελίου, παρά να κατακτήσουμε τις επιδοκιμασίες του παρασυρόμενοι από το ρεύμα του.
(3) Η ίδια φράση στο γ 19.
Ιω. 7,8 ὑμεῖς(1) ἀνάβητε(2) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω(3) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται(4).
Ιω. 7,8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν• εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση (β). Εσείς, τους οποίους δεν μισεί ο κόσμος.
(2) Το ρήμα που συνήθως χρησιμοποιείται για δήλωση της μετάβασης στα Ιεροσόλυμα (δες β 13)(β).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ουκ αναβαίνω. Εάν δεχτούμε τη γραφή οὔπω, ο Ιησούς λέγοντας αυτά εννοούσε, ότι δεν θα ανέβαινε αμέσως κατά τη στιγμή εκείνη, ώστε να βρίσκεται από την πρώτη ημέρα στη γιορτή, χωρίς να αποκλείει ότι θα μετέβαινε έπειτα ανεπισήμως, όπως και έκανε σύμφωνα με τον σ. 10. Το «ανεβαίνω» πρέπει να το ερμηνεύσουμε ότι αναφέρεται ακριβώς στο παρόν (b). «Δεν είπε: μια για πάντα δεν ανεβαίνω, αλλά τώρα, είπε, δηλαδή μαζί σας» (Χ). Αυτοί που δέχονται τη γραφή «ουκ αναβαίνω» προκειμένου να συμβιβάσουν τη δήλωση αυτή του Κυρίου, με την ακόλουθη ανάβασή του ή δέχονται το οὐ (όχι) αντί για το οὔπω (όχι ακόμα) (b), ή παραδέχονται ότι ο Κύριος σε εκείνη μεν τη στιγμή είχε απόφαση να μην ανέβει, μετέπειτα όμως αφού μίλησε ο Πατέρας στο εσωτερικό του, πήρε νέα απόφαση και ανέβηκε (Meyer Gess)·
ή ερμηνεύουν όπως ο Κ. «διότι δεν ανεβαίνει για να συνεορτάσει, αλλά μάλλον για να συμβουλέψει», και πράγματι, αυτοί που ανέβαιναν για τη γιορτή έπρεπε να υποβληθούν στα Ιεροσόλυμα σε κάποιους καθαρισμούς και άλλες τελετές, πριν ακόμα γίνει η έναρξη της γιορτής (Ιω. ια 55) και όφειλαν συνεπώς να ανέβουν κάποιες ημέρες πριν τη γιορτή.
Τέλος υπάρχει και η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος δίνει την απάντηση έχοντας κυρίως υπ’ όψη τη συμβουλή των νομιζόμενων αδελφών του «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο» και εννοεί, ότι δεν ανεβαίνω με το σκοπό να κάνω την επίσημη μεσσιακή μου εμφάνιση στη γιορτή αυτή. Η επίσημη αυτή εμφάνισή μου θα γίνει στην επόμενη γιορτή, δηλαδή αυτήν του Πάσχα.
«Δεν ανεβαίνει μαζί με τους αδελφούς, διότι δεν ήθελε να κάνει φανερό τον εαυτό του όπως ήθελαν εκείνοι, αλλά μάλλον κρυφά για να ξεφύγει από τις επιβουλές των Ιουδαίων» (Σχ). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι πιο σοβαρές.
(4) «Καθιστά φανερό ότι έπρεπε και θαύματα να γίνουν και ομιλίες να εκφωνηθούν, ώστε και περισσότεροι όχλοι να πιστέψουν και οι μαθητές να γίνουν σταθερότεροι βλέποντας το θάρρος του διδασκάλου και αυτά που έπαθε» (Χ). «Δεν έφτασε λοιπόν ακόμα, λέει, ο καιρός του θανάτου, για να ρίξω τον εαυτό μου σε αυτούς που λυσσούν εναντίον μου» (Θφ).
Ιω. 7,9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1).
Ιω. 7,9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν.
(1) Χωρίς να εκδηλώσει κάποια πρόθεση για το ότι και αυτός θα ανέβαινε έπειτα, έμεινε και άφησε τους αδελφούς του να ανέβουν μόνοι (ο).
Ιω. 7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1), τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ᾿ ὡς(2) ἐν κρυπτῷ(3).
Ιω. 7,10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά.
(1) «Αφού λοιπόν είπε ότι δεν θα ανέβει σε αυτήν τη γιορτή, και επέτρεψε στους αδελφούς… να πάνε, μόνος… ανεβαίνει μετά από αυτούς, όχι βέβαια άλλα λέγοντας, και πράττοντας τα αντίθετα από αυτά που λέει· διότι αυτό θα σήμαινε ότι και ψεύδεται τώρα» (Κ).
Είπαμε παραπάνω, ότι στο σ. 8 υπάρχει και η γραφή «ουκ αναβαίνω» αντί για την «οὔπω ἀναβαίνω», η οποία μαρτυρείται από τον βατικανό κώδικα και κάποιους άλλους και την πλειοψηφία των μικρογράμματων χειρογράφων. Εφόσον όμως και η γραφή «ουκ αναβαίνω» υποστηρίζεται από τον σιναϊτικό και τον κώδικα του Βέζα, και από τα δύο χειρόγραφα της παλαιάς συριακής μετάφρασης κλπ., παρουσιάζεται εκ πρώτης όψης κάποια αντίφαση ανάμεσα στο «ουκ αναβαίνω» του σ. 8 και στο «ανέβη» αυτού του στίχου. Πώς λύνεται αυτή, είπαμε ήδη προηγουμένως. Αλλά δόθηκε από εδώ αφορμή στον Πορφύριο να κατηγορήσει για αστάθεια τον Ιησού, ενώ στον Σοπενχάουερ να αποδώσει στον Κύριο σκόπιμο ψεύδος. Αλλά η ακόλουθη στο σ. αυτόν φράση «όχι φανερά, αλλά στα κρυφά» εξηγεί με επάρκεια τη διάκριση του «δεν ανεβαίνω» και του «ανέβηκε» (χ).
(2) Το ὡς μετριάζει την έννοια του «στα κρυφά».
(3) Τίποτα το κρυφό δεν υπήρχε στις κινήσεις του ή τη διδασκαλία του όταν ερχόταν στα Ιεροσόλυμα (ζ 26,28, δες και ιη 20), αλλά η είσοδός του στα Ιεροσόλυμα δεν έγινε δημόσια και φανερά (β). Πήγε, όπως θα λέγαμε σήμερα incognito και όχι με κάποιο από τα καραβάνια των προσκυνητών (μ). Πιθανώς ακολουθούσαν αυτόν και οι 12 μαθητές, από τους οποίους δεν φαίνεται ποτέ να χωρίστηκε παρά μόνο, όταν έστειλε αυτούς σε περιοδεία (Ματθ. ι 5)(ο).
Ιω. 7,11 οἱ οὖν(1) Ἰουδαῖοι(2) ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος(3);
Ιω. 7,11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν• “που είναι εκείνος;”
(1) Αφού δεν ανέβηκε δημόσια και φανερά, ούτε από τις πριν τη γιορτή ημέρες, λοιπόν… η προϋπόθεση που και σε αυτόν τον στίχο υπονοείται είναι, όχι ότι ο Ιησούς κατά την άφιξή του στα Ιεροσόλυμα παρέμεινε τελείως αθέατος και άγνωστος, αλλά ότι δεν ήλθε μαζί με τις ομάδες των πρώτων προσκυνητών (μ).
(2) Δηλαδή οι άρχοντες των Ιουδαίων που είχαν εχθρική διάθεση εναντίον του (δες α 19)(β). Παρατηρείται κάποια αντίθεση ανάμεσα στους Ιουδαίους του παρόντος σ. και τους όχλους του επομένου σ. Και οι όχλοι βεβαίως ήταν Ιουδαίοι. Αλλά η ονομασία Ιουδαίοι χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη κυρίως για δήλωση των περισσότερο ή λιγότερο επίσημων αντιπροσώπων του Ιουδαϊσμού (τ).
(3) «Από το πολύ μίσος και την απέχθεια ούτε με το όνομά του δεν ήθελαν να τον αποκαλέσουν» (Χ). «Δεν δίσταζαν ούτε από τον καιρό της γιορτής, αλλά ήθελαν να τον πιάσουν σε αυτήν» (Θφ). Ενώ θα έπρεπε να χαίρονται, διότι η γιορτή παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να υμνήσουν και να λατρεύσουν το Θεό, χαίρονταν διότι παρεχόταν σε αυτούς ευκαιρία να καταδιώξουν το Χριστό. Αλλά εκείνοι οι οποίοι στις θρησκευτικές πανηγύρεις επιζητούν ευκαιρίες για αμαρτία, βεβηλώνουν τις θείες διατάξεις στον έσχατο και ύψιστο βαθμό και βλασφημούν το Θεό στον ίδιο τον οίκο του.
Ιω. 7,12 καὶ γογγυσμὸς(1) πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις(2). οἱ μὲν(3) ἔλεγον ὅτι ἀγαθός(4) ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(5).
Ιω. 7,12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”.
(1) «Ταραχή, αντιλογία» (Ζ). Ψίθυρος και κρυφομίλημα, στο οποίο ακούγονταν και παράπονα εναντίον του. Εάν όλοι συμφωνούσαν να υποδεχτούν το Χριστό όπως οφειλόταν σε αυτόν, θα επικρατούσε τέλεια ειρήνη. Αλλά όταν μερικοί δέχονται το φως και άλλοι απωθούν αυτό, θα υπάρχει γογγυσμός. Τα κόκκαλα στην πεδιάδα, τα οποία είδε ο Ιεζεκιήλ (λζ 1-10), για όσο ήταν νεκρά και ξερά, παρέμεναν ήσυχα. Αλλά όταν ειπώθηκε σε αυτά «ας ζήσουν», τότε ακούστηκε φωνή συναγωγής πολύ μεγάλης. Αναμφίβολα ο θόρυβος και η ταραχή της ελευθερίας είναι προτιμότερα από τη σιγή του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Παρά τη νεκρότητα, η οποία επικρατούσε πριν ακόμα έλθει ο Χριστός, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος ο θόρυβος και η ταραχή, που προκαλείται από τη διαφωνία αυτών που δεν πιστεύουν σε αυτόν, διότι αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη πιστών και την ανάπτυξη της νέας ζωής.
(2) Ο πληθυντικός συμφωνεί με το γεγονός, ότι ήταν πολλοί οι γογγυστές. Από το ένα και από το άλλο μέρος υπήρχε κάποιος αριθμός προσώπων που μιλούσαν για τον Ιησού (b). Ο πληθυντικός σημαίνει τις διάφορες ομάδες του λαού, οι οποίες εδώ και εκεί συζητούσαν (β).
(3) Και οι 2 προτάσεις αποτελούν επεξήγηση των λέξεων «γογγυσμός πολύς», και εκφράζουν τον τρόπο, με τον οποίο εκφράζονταν τα διάφορα και αντίθετα σχετικά με τον Ιησού φρονήματα που επικρατούσαν στον όχλο (ο).
(4) Εδώ σημαίνει το αντίθετο του ακόλουθου «πλανά τον όχλο». Δηλαδή ευθύς, ειλικρινής και καλός (g). Πολλοί δεν τρέφουν κακές αλλά ταπεινές ιδέες για το Χριστό, και σπάνια τιμούν αυτόν και όταν ακόμα λένε καλά για αυτόν, διότι δεν λένε τα όσα αρμόζουν στο Χριστό.
(5) Σε ενικό η λέξη και σημαίνει τον εύπιστο και εύκολα παρασυρόμενο λαό (g). «Αυτό είναι απόδειξη ότι αυτοί που τον συκοφαντούσαν ήταν από τους άρχοντες. Διότι αν ήταν από τον όχλο θα έλεγαν ότι, μας εξαπατά» (Θφ).
Ιω. 7,13 οὐδεὶς(1) μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(2).
Ιω. 7,13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού.
(1) Ούτε οι θετικά, ούτε οι αρνητικά διακείμενοι προς αυτόν. Περισσότερο όμως οι θετικά διακείμενοι δεν τολμούσαν να εκφράσουν την προς αυτόν συμπάθειά τους. Αλλά και οι αρνητικά διακείμενοι δεν εκφράζονταν ελεύθερα μάλλον διότι αναγκάζονταν, για να αρέσουν στους άρχοντες, να εκφράζονται εναντίον του Ιησού πολύ αρνητικότερα από όσο αισθάνονταν. Πάντως ένα είδος ηθικής πίεσης βάρυνε και στις δύο μερίδες (g).
(2) Η ίδια φράση και στα ιθ 38,κ 19 με την ίδια έννοια (β), δηλαδή «όλως ιδιαιτέρως Ιουδαίους ονομάζει τους άρχοντες των Ιουδαίων, μη θεωρώντας άξιο ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, όπως βέβαια μου φαίνεται, να ονομάσει αυτούς πρεσβύτερους ή ιερείς ή κάτι άλλο από αυτά» (Κ). «Βλέπεις που παντού οι μεν άρχοντες είναι διεφθαρμένοι, ενώ οι αρχόμενοι έχουν υγιή κρίση, αλλά δεν έχουν την αρμόζουσα ανδρεία» (Χ).
Ο Κύριος διδάσκει με θεία εξουσία
Ιω. 7,14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης(1) ἀνέβη(2) ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν(3) καὶ ἐδίδασκε(4).
Ιω. 7,14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη.
Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει 3 διδασκαλίες για 3 θέματα. Στην πρώτη μιλά ο Κύριος για την προέλευση της διδασκαλίας του και απολογείται για το θαύμα του στο κεφ. Ε (στίχοι 15-24)· στη δεύτερη διακηρύττει τη θεία του καταγωγή αναιρώντας ένσταση που προβλήθηκε (σ. 25-30)· και στην τρίτη προαναγγέλλει το επικείμενο τέλος του εφιστώντας ταυτόχρονα την προσοχή των Ιουδαίων στις ολέθριες για αυτούς συνέπειες (σ. 31-36)(g).
(1) «Δηλαδή την τέταρτη ημέρα» (Ζ). «Αφού λοιπόν κατέπαυσε το θυμό τους, επενέβη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ακούσουν τα λόγια του με προσοχή, αφού πλέον η οργή δεν θα έφραζε τα αυτιά τους» (Χ). «Διότι στην αρχή της γιορτής ήταν φυσικό να αποσπάται ο νους τους με τα της γιορτής» (Θφ). Το ρήμα μεσόω είναι από αυτά που λέγονται μία και μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Συναντιέται όμως στους Ο΄ (Εξοδ. ιβ 29,Ιουδίθ ιβ 5) (β).
(2) Το ιερό ήταν σε λόφο για αυτό και το ανέβηκε λέγεται κυριολεκτικά (β).
(3) Είτε στο ύπαιθρο στον περίβολο του ναού, μπροστά από την αυλή, είτε στη συναγωγή την χτισμένη στην αυλή των γυναικών, όπως εικάζει ο Olshausen.
(4) Ο παρατατικός δείχνει αυτό που γινόταν με συνέχεια. «Δίδασκε δείχνοντας την αφοβία του» (Ζ). Εκφράστηκε από τους νεώτερους ερμηνευτές η γνώμη, που ευοδώνεται και από το ότι το ρήμα διδάσκω μπαίνει σε παρατατικό, ότι η διδασκαλία του Κυρίου που σε περίληψη εκτίθεται εδώ έγινε όχι σε μία ημέρα, αλλά σε συνέχεια από τη μεσαία μέχρι την τελευταία ημέρα της γιορτής (ο).
Ιω. 7,15 καὶ ἐθαύμαζον(1) οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα(2) οἶδε μὴ μεμαθηκώς(3);
Ιω. 7,15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν• “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;”
(1) «Δηλαδή έπεφταν σε έκπληξη και απορούσαν» (Χ). «Αλλά παρόλο που θαύμαζαν, αλλά ούτε έτσι δεν απαλλάχτηκε η γνώμη τους από πονηρία. Διότι δεν θαύμαζαν τη διδασκαλία, ούτε δέχονταν τα λεγόμενα, αλλά θαύμαζαν το πώς ξέρει γράμματα» (Θφ).
(2) Όχι μόνο τα ιερά γράμματα, οι γραφές, αλλά γενικότερα οι σπουδές, όπως στο Ησαΐου κθ 12 («δεν ξέρω γράμματα») και Πράξ. δ 13 («άνθρωποι αγράμματοι είναι»), και κστ 24 («τα πολλά γράμματα σε σπρώχνουν σε τρέλα»)(β). Εννοείται ότι στους Ιουδαίους οι σπουδές περιορίζονταν στα ιερά γράμματα, στις άγιες Γραφές και συνεπώς και εδώ ο όρος γράμματα αναφέρεται όχι αποκλειστικά αλλά πρωτίστως στη σπουδή της Π.Δ. (g). Ο Ιησούς κατέπληττε τα πλήθη με τη γνώση της Αγίας Γραφής, την οποία παρουσίαζε (ο).
(3) Ή, χωρίς να έχει μάθει γράμματα (Winer). Ή, απόλυτα, με την έννοια του να έχει διατελέσει κάποιος μαθητής (g). Δεν του δόθηκε καμία ευκαιρία για κάποιο σχολείο (b). Ήταν δηλαδή γενικώς γνωστό ότι ο Ιησούς δεν έτυχε ραββινικής εκπαίδευσης.
«Όλοι γνώριζαν πού γεννήθηκε, πού ανατράφηκε· δεν είχαν όμως δει ποτέ αυτόν να μαθαίνει γράμματα, αλλά άκουσαν αυτόν να συζητά για το νόμο, προβάλλοντας μαρτυρίες του νόμου, τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να προβάλλει, εάν δεν είχε μάθει γράμματα» (Αυ). Για τους επίσημους του ιουδαϊκού λαού ο Ιησούς ανήκε στον αμαθή όχλο «ο οποίος δεν γνώριζε το νόμο», για τον οποίο φρονούσαν αυτοί, ότι «είναι καταραμένοι» (Ιω. ζ 49). Συνεπώς η αξίωση του Ιησού να ερμηνεύει δημόσια το νόμο αποτελούσε βλάσφημη αυθάδεια. Η ερμηνεία του νόμου ήταν εμπιστευμένη αποκλειστικά στους μαθητές των αναγνωρισμένων ραββίνων (χ).
Ιω. 7,16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν(1)· ἡ ἐμὴ διδαχὴ(2) οὐκ ἔστιν ἐμή(3), ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με(4)·
Ιω. 7,16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε• “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου• είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον.
(1) «Όφειλαν από την απορία τους αυτή να καταλάβουν, ότι δεν υπήρχε σε αυτόν τίποτα το καθαρά ανθρώπινο. Αλλά επειδή αυτοί δεν ήθελαν να το ομολογήσουν αυτό, αλλά έμεναν μόνο μέχρι το θαυμασμό, άκουσε τι λέει» (Χ).
(2) Μόνο εδώ ο Κύριος αποκαλεί τη διδασκαλία του διδαχή (β). Η ίδια λέξη και στα Ιω. ιη 19 και Β΄ Ιω. 9,10. Θα ερμηνεύσουμε: Το σύστημα των θρησκευτικών αληθειών, το οποίο διδάσκω (ο).
(3) Δεν είναι επινόηση δική μου ως καρπός ανθρώπινης σοφίας ή ως απόκτημα σπουδών και ακρόασης ανθρώπων διδασκάλων (ο). Ο Κύριος απαντά τώρα στην ένσταση των Ιουδαίων, ότι δεν είχε διδαχτεί από κάποιον αναγνωρισμένο ραββίνο. Στην απάντησή του ακολουθεί όπως στο ε 31 τη σειρά των σκέψεών τους, και χωρίς να διακηρύσσει ότι είναι αυτοδίδακτος, το οποίο θα ερέθιζε τους Ιουδαίους, ισχυρίζεται, ότι διδάσκαλός του υπήρξε ο Πατέρας, όπως και προηγουμένως είχε διακηρύξει αυτό (δες ιδίως ε 30,36-38), και μετέπειτα επαναλαμβάνει αυτό (η 28,ιβ 49,ιδ 10,24)(β).
(4) «Είναι του πατέρα, διότι εγώ διδάσκω τα ίδια με εκείνον επειδή έχουμε την ίδια φύση και θέληση» (Ζ). «Επειδή η διδαχή του είναι στο έπακρο όμοια με τη διδασκαλία του Πατέρα, λέει ότι αυτή (η δική του) είναι εκείνου» (Κ).
Ενώ οι Ιουδαίοι θεωρούσαν αυτόν αυτοδίδακτο, ο Κύριος δείχνει, ότι είναι θεοδίδακτος (χ). Ως Θεός ο Ιησούς Χριστός ήταν ίσος με τον Πατέρα και θα μπορούσε αληθινά να πει: Η διδαχή είναι δική μου και αυτού που με έστειλε. Αλλά είναι τώρα στην κατάσταση της ταπείνωσης και ως Μεσίτης λέει δεν είναι δική μου η διδαχή, αλλά αυτού που με έστειλε. Είναι ενίσχυση και στήριγμα και παρηγοριά για εκείνους, οι οποίοι εγκολπώνονται τη διδασκαλία του Χριστού, όπως και καταδίκη εκείνων, οι οποίοι την απορρίπτουν, το ότι η διδασκαλία αυτή είναι διδασκαλία όχι ανθρώπου αλλά του Θεού.
Ιω. 7,17 ἐάν τις θέλῃ(1) τὸ θέλημα(2) αὐτοῦ ποιεῖν(3), γνώσεται(4) περὶ τῆς(5) διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ(6).
Ιω. 7,17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό• Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει.
(1) Ή, «εκείνος που θέλει να υπακούσει στο Θεό πιστεύοντας σε εμένα…» (Αυγουστ. Λούθηρ.). Ή, πιο σωστά, «εάν κάποιος είναι εραστής της ενάρετης ζωής, θα καταλάβει τη δύναμη των λεγομένων» (Χ). Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία η έννοια είναι: «Εάν δεν κατάλαβες, πίστεψε. Διότι η γνώση είναι η αμοιβή της πίστης. Μη ζητάς λοιπόν να καταλάβεις, για να πιστέψεις, αλλά πίστεψε για να καταλάβεις… Και το «θα γνωρίσει» εδώ έχει την ίδια σημασία με το «θα καταλάβει»» (Αυ). Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία η έννοια είναι: Αρκεί να έχει κάποιος αγαθή πρόθεση και να επιθυμεί ειλικρινά να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού, και τότε ασφαλώς θα οδηγηθεί στο Χριστό. Οπωσδήποτε με τα λόγια αυτά διακηρύττεται, ότι η πίστη και η απιστία στο Χριστό έχει ηθική αιτία (g). Εκείνος ο οποίος δέχεται να υποταχτεί στις εντολές του θείου νόμου, είναι και διατεθειμένος να δεχτεί τις ακτίνες του θείου φωτός. Αυτοί που οπωσδήποτε μοιάζουν με το Θεό είναι και προετοιμασμένοι να κατανοήσουν αυτόν, όταν μιλά προς αυτούς.
«Βγάλτε από τους εαυτούς σας την πονηρία και την οργή και το φθόνο και το μίσος… και τίποτα δεν σας εμποδίζει να γνωρίσετε, ότι όντως είναι του Θεού τα λόγια τα δικά μου. Διότι τώρα μεν αυτά σας φέρνουν σκοτάδι και καταστρέφουν την ορθή κρίση» (Χ).
(2) «Θέλει το θέλημα». Γλυκιά αρμονία. Το θείο θέλημα αφυπνίζει το ανθρώπινο θέλημα, και έπειτα το τελευταίο αυτό συναντά το πρώτο (b). Θέλημα για αυτούς με τους οποίους συζητούσε ο Κύριος, ήταν το γνωστό από τις προφητικές γραφές (b). «Εάν κάποιος θέλει να προσέχει τις προφητείες» (Χ).
(3) Ασφαλέστατη μέθοδος για επίτευξη της γνώσης της αλήθειας (b).
(4) Το να γνωρίζουν τους δρόμους του Κυρίου είναι προνόμιο εκείνων μόνο, οι οποίοι ασκούν δικαιοσύνη (b).
(5) Το άρθρο τονίζει τη σχέση με το σ. 16 (b).
(6) «Αν λέω κάτι ξένο και αντίθετο. Διότι η φράση «από τον εαυτό μου (δεν μιλώ)» πάντοτε σημαίνει το εξής, ότι δηλαδή δεν λέω τίποτα που να μην είναι αρεστό σε αυτόν (τον Πατέρα), αλλά όλα όσα θέλει ο Πατέρας, αυτά θέλω και εγώ» (Χ).
Ότι ο Ιησούς δεν μιλούσε από τον εαυτό του τονίζεται και στο Ιω. ιβ 49,ιδ 10. Η γενική αρχή που βεβαιώνεται από τα λόγια αυτά, είναι, ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις της διάνοιας και στην ηθική κατάσταση της καρδιάς. Ζωή ειλικρινούς υποταγής στα θεία παραγγέλματα είναι πολύ ευνοϊκή στο να ενεργούν οι δυνάμεις της σκέψης και του συναισθήματος ομαλά ώστε μέσω αυτών να οδηγείται κάποιος στο Θεό. Η θρησκεία απευθύνεται στην όλη φύση του ανθρώπου, δηλαδή σε όλες τις διανοητικές, ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, του οποίου η όλη ζωή αντιτίθεται συστηματικά στο θέλημα του Θεού, διότι αυτός είναι ήδη αποφασισμένος να μη γνωρίσει αυτήν. Αντίθετα ο ορθός βίος προδιαθέτει τον άνθρωπο στο να εισδύσει ακόμα περισσότερο στην αλήθεια. Αυτός προχωρεί από το φως σε φως και από δόξα σε δόξα.
Ιω. 7,18 (1)ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ(2), ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι(3), καὶ ἀδικία(4) ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.
Ιω. 7,18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία.
(1) «Έπειτα προσθέτει και άλλο συλλογισμό αναντίρρητο, φέροντας στη μέση κάτι ανθρώπινο και διδάσκοντας από αυτά που συνηθίζονται σε εμάς» (Χ). Φέρνεται μία απόδειξη εξωτερική και επανέρχεται ο Κύριος στα λεχθέντα στο ε 41, τα οποία και επαναλαμβάνει και πιο κάτω στα η 50,54. Η αντίθεση είναι εδώ ανάμεσα στον διδάσκαλο που εκπροσωπεί τον εαυτό του ως πηγή γνώσης και τον διδάσκαλο που μιλά με εντολή, ως κήρυκας και απεσταλμένος κάποιου ανώτερου, από τον οποίο αυτός έχει όλα όσα έχει. Ο πρώτος επιζητά να δοξάσει το άτομό του· ο δεύτερος επιδιώκει να δοξάσει τον εντολέα του (ο,β).
(2) «Δηλαδή αυτός που θέλει να στηρίξει κάποια δική του διδασκαλία, για κανέναν άλλο λόγο δεν το θέλει, παρά για να καρπωθεί δόξα από αυτό» (Χ).
(3) Δεν υπάρχει σε αυτόν κάποια ιδιοτέλεια και συνεπώς η ανιδιοτέλειά του αυτή αποκλείει κάθε υπόνοια για το ότι η διδασκαλία του είναι ψευδής. Με αυτό απαντά ο Κύριος και στην στο στίχο 12 κατηγορία εναντίον του, ότι «πλανά τον όχλο». «Εάν εγώ ζητώ τη δόξα αυτού που με έστειλε, για ποιο λόγο θα προτιμούσα να διδάσκω άλλα;» (Χ).
(4) Ή, «κάποιοι εδώ με τη λέξη αδικία εννόησαν το ψεύδος» (Ζ), όπως και στον Παύλο πολλές φορές αντιτίθεται η αδικία με την αλήθεια (Α΄ Κορ. ιγ 6,Β΄Θεσ. β 12).
Ή, το αδικία αναφέρεται γενικότερα στην παράβαση του νόμου του Θεού, αφού ο Κύριος κατηγορούνταν και ως παραβάτης του νόμου για το Σάββατο, και απαντώντας και στην κατηγορία αυτή μιλά αμέσως στους σ. 19-23 για τη συμπεριφορά του και τις πράξεις του. Έτσι η φράση αυτή αποτελεί την μετάβαση από την απολογία για τη διδασκαλία του σε αυτήν για τα έργα του (g).
«Επειδή αυτοί οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν για δύο πράγματα, για παρανομία και αντιθεΐα, ότι δηλαδή και παρέβαινε το Σάββατο και ότι έλεγε δικό του πατέρα το Θεό… για το άλλο απολογείται τώρα και δείχνει, ότι αυτοί μάλλον είναι παράνομοι» (Ζ). Οι ψευδοδιδάσκαλοι που διδάσκουν την πλάνη είναι κατ’ εξοχήν άδικοι. Άδικοι απέναντι στο Θεό, του οποίου το όνομα καταχρώνται, και άδικοι προς τις ψυχές των ανθρώπων, τις οποίες παρασύρουν στην πλάνη.
Ιω. 7,19 (1)οὐ Μωϋσῆς(2) δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον(3). τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι(4);
Ιω. 7,19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;”
(1) Με τις ερωτήσεις αυτού του στίχου ο Κύριος «επιτίθεται βέβαια με αυτά πάρα πολύ πληκτικά στις ανόητες ενέργειες των Ιουδαίων, και επειδή ολίσθαιναν σαν με αχαλίνωτες ορμές στο να καταδικάζουν αυτόν για την παράβαση του σαββάτου, δείχνει ότι παρανομούν και προτιμούν να διαπράττουν μιαρές δολοφονίες, και για αυτό και μόνο πέφτουν στη χειρότερη από όλες αμαρτία» (Κ). Το γενικότερο νόημα του σ.:
«Είπε ο νόμος: δεν θα φονεύσεις, αλλά εσείς φονεύετε. Και κατηγορείτε εμένα ότι παραβαίνω το νόμο; Εγώ μεν λοιπόν ακόμα και αν παραβίασα το νόμο, αλλά έσωσα άνθρωπο, ενώ εσείς παραβαίνετε για κακό» (Χ).
(2) «Αυτός ο νόμος που εσείς τιμάτε και υπερασπίζεστε, στον οποίο μίλησε ο Θεός» (Ζ). «Ενώ είναι ο κύριος του Μωϋσή και του νόμου, λόγω της ασθένειας των Ιουδαίων, κατά κάποιο τρόπο αποξενώνει τον εαυτό του από το νόμο, ονομάζοντάς τον νόμο του Μωϋσή· διότι δεν μπορούσαν να ακούσουν ότι ήταν από τη φύση του Θεός» (αμ).
(3) Επιτίθεστε εναντίον μου ως ένοχο παραβιάσεως του νόμου. Και όμως εσείς παραβαίνετε το νόμο (b). «Κανείς από εσάς δεν είπε, διότι όλοι με τους οποίους μιλούσε ζητούσαν να τον φονεύσουν» (Σχ). «»Ποιεῖ», δηλαδή τηρεί. Έπειτα προσθέτει και πώς δεν τηρούν το νόμο» (Ζ).
(4) «Ενώ ο νόμος λέει δεν θα φονεύσεις, γιατί προσπαθείτε να με φονεύσετε, οπότε ούτε αυτόν τηρείτε ούτε τον Μωϋσή ντρέπεστε, που σας τον έχει δώσει;» (Ζ). Με την απόρριψη, το μίσος και την στο τέλος σταύρωση του Ιησού ο Ισραήλ παραβίαζε πράγματι και τις δύο πλάκες του νόμου (Stier). Έχοντας τέτοιες φονικές διαθέσεις, αποδεικνύετε, ότι δεν κάνετε το θέλημα του Θεού. Για αυτό λοιπόν δεν μπορείτε να γνωρίσετε τη διδαχή μου (b).
Ιω. 7,20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος(1) καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις(2)· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,20 Απήντησεν ο όχλος και είπε• “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;”
(1) Ή, «για να χαριστεί στους άρχοντες» (Ζ). Ή, πιο σωστά, ο όχλος που αγνοούσε τα σχέδια και τις φονικές διαθέσεις των Φαρισαίων και των υπόλοιπων αρχόντων (ο). Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή ερμηνεία ο όχλος ειλικρινά εκφράζει την απορία του και δεν κρύβει τον φονικό σκοπό «θέλοντας να καταστήσει αφύλαχτο το θύμα του» (Χ). «Ο όχλος απάντησε ως θορυβώδες πλήθος, συγχέοντας τα πράγματα» (Αυ).
(2) Η ίδια φράση ειπώθηκε και για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, εξαιτίας του ασκητισμού του (Ματθ. ια 18). Ομοίως και εναντίον του Ιησού από τους Φαρισαίους (Ιω. η 48,49,ι 20,Μάρκ. γ 22). Εδώ λέγεται από τον όχλο (β). Με ποιά έννοια; Ή, «τα λόγια αυτά φανερώνουν οργή και ψυχή που δείχνει αναισχυντία επειδή ελέγχθηκε παράδοξα» (Χ) και «είναι η άρνηση καρπός της κακοτροπίας τους και άλλος τρόπος της ασέβειάς τους προς το Χριστό» (Κ).
Ή, με την έννοια της νευρασθένειας ή μελαγχολικής κατάστασης, χωρίς να αποδίδεται στον Ιησού ηθική μομφή, αλλά μόνο διανοητική παράκρουση ή ασθένεια.= Δεν είσαι στα καλά σου· έχεις δαιμόνιο και αυτό σου διατάραξε τα μυαλά και νομίζεις ότι σε καταδιώκουν να σε φονεύσουν, ενώ κανείς δεν ζητά να σε φονεύσει (g,ο,β).
Ιω. 7,21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ἓν ἔργον(2) ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε(3).
Ιω. 7,21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε• “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου.
(1) «Ο Κύριος ολοφάνερα χωρίς να ταραχτεί, αλλά ήρεμος μέσα στην αλήθειά του, δεν ανταπέδωσε κακό αντί κακού ή κοροϊδία αντί κοροϊδίας, αν και εάν έλεγε στους ανθρώπους αυτούς, έχετε δαιμόνιο, θα έλεγε αλήθεια. Διότι δεν θα έλεγαν τέτοια προς την αλήθεια, εάν το ψεύδος του διαβόλου δεν τους υποκινούσε» (Αυ).
(2) «Εννοεί την θεραπεία που έγινε το Σάββατο σε αυτόν που είχε τριάντα οχτώ έτη στην ασθένεια» (Ζ). Δεν λέγεται εδώ με την έννοια του θαύματος, αλλά της πράξης, με την οποία φαινομενικά καταργούνταν το Σάββατο (g).
(3) Πρέπει να το πάρουμε με την έννοια του «θορυβείστε, ταράζεστε» (Χ). «Για το ένα αυτό πλημμέλημα, σύμφωνα με εσάς, θαυμάζετε τη γνώμη μου, ότι τόλμησα να συγκρουστώ με τον νομοθέτη» (Κ). Δυσαρεστηθήκατε και σκανδαλιστήκατε, σαν να έγινα ένοχος για κάποιο απεχθές και αποτρόπαιο έγκλημα.
Ιω. 7,22 διὰ τοῦτο(1) Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων(2), καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον(3).
Ιω. 7,22 για αυτό Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον.
(1) Και ο Χ. συνδέει με τον παρόντα στίχο. Η έννοια όμως από αυτή τη σύνδεση παρουσιάζεται βεβιασμένη= Για αυτό σας έδωσε ο Μωϋσής την περιτομή, για να δείξει ότι ο νόμος του σαββάτου δεν έχει τη βεβαιότητα, αλλά μπορεί να παραβιαστεί, αφού το Σάββατο πολλές φορές γίνεται περιτομή (β).
Ή, πολύ καλά· αλλά επειδή ταράζεστε, αφήστε με να σας πω. Ο Μωϋσής… (μ). Πιο φυσικό είναι το «διὰ τοῦτο» να συνδεθεί με το θαυμάζετε του προηγούμενου σ.=Για το έργο μου αυτό νιώσατε όλοι κατάπληξη (β). Η έννοια του όλου σ.: «Προσπαθεί να δείξει ήδη με σαφήνεια ότι ο ίδιος ο ιεροφάντης Μωϋσής, ο υπηρέτης του νόμου, παραβίασε το νόμο του Σαββάτου εξαιτίας της περιτομής, η οποία από τη συνήθεια των πατέρων έφτανε μέχρι και τους δικούς του χρόνους» (Κ). Και «θέλει να δείξει, ότι… είναι πολλά πιο κύρια από το νόμο» (Χ). Έτσι λοιπόν κατασκευάζει επιχείρημα από το ισχυρότερο.=Εάν επιτρέπεται το Σάββατο να περιτέμνει κάποιος, πολύ περισσότερο επιτρέπεται να αποδίδει την υγεία σε άνθρωπο που πάσχει πολύ καιρό (ο).
«Ανέχτηκε ο Μωϋσής να λάβει εντολή εναντίον του νόμου και μεγαλύτερης αξίας από το νόμο… εγώ όμως έκανα σπουδαιότερο και ανώτερο έργο από την περιτομή» (Χ).
(2) Λέει αυτά τονίζοντας κυρίως όχι την παλαιότητα της περιτομής –διότι τότε το επιχείρημα θα εξασθενούσε- αλλά το ότι η περιτομή δεν ορίστηκε από το νόμο (g) = «παρόλο που η περιτομή δεν είναι του νόμου, αλλά των πατέρων» (Χ). «Σας την παρέδωσε, όχι επειδή έχει την αρχή της στη νομοθεσία του, αλλά… ενώ είναι κάτι παρείσακτο, γίνεται σπουδαιότερο από την εντολή του σαββάτου» (Ζ). Από τους πατέρες «τους γύρω από τον Αβραάμ» (Ζ). Δες για αυτό Γεν. ιζ 10,κα 4,Πράξ. ζ 8 (β). Ο θεσμός της περιτομής δεν αποτελούσε μέρος του Δεκαλόγου. Προερχόταν από παλαιά παράδοση και μπήκε από τον Μωϋσή στον κώδικά του παρεμπιπτόντως. Ποιος λοιπόν θα περίμενε ότι ένας τέτοιος θεσμός θα καταλάμβανε πρωταρχική θέση απέναντι σε μία εντολή του Δεκαλόγου, δηλαδή το νόμο για το Σάββατο; (g).
(3) Στο μόνο χωρίο του Λευϊτ. ιβ 3, όπου ο Μωϋσής μιλά για την περιτομή επικυρώνοντας τον θεσμό της, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον συμβιβασμό της εντολής αυτής με την εντολή του Σαββάτου. Το ότι επιτρέπεται η τέλεση της περιτομής και το Σάββατο, καθορίστηκε από την ιουδαϊκή συνείδηση. «Διότι συνέβαινε πολλές φορές, η όγδοη ημέρα, κατά την οποία ήταν ανάγκη να γίνει η περιτομή, να είναι Σάββατο» (Θφ). Η παράδοση, ότι η περιτομή μπορούσε να γίνει κατά το Σάββατο, εκτίθεται σαφώς στη Μίσχνα: «Για κάθε έργο, το οποίο μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου, δεν πρέπει να παραμερίζεται το Σάββατο. Αλλά για την περιτομή η οποία δεν μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου (όταν δηλαδή η παραμονή είναι η έβδομη ημέρα από τη γέννηση αυτού που περιτέμνεται) παραμερίζεται το Σάββατο» (μ).
Ιω. 7,23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει(1) ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως(2), ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα(3) ἐν σαββάτῳ!
Ιω. 7,23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου!
(1) «Διότι ποιος δεν ξέρει ότι εκείνοι μεν ενεργώντας με το χέρι και με μαχαίρι, περιτέμνοντας και ακρωτηριάζοντας σάρκα, πραγματικά βεβήλωναν το Σάββατο; Αυτός όμως, θεραπεύοντας με απλό λόγο και εξουσία, έδειξε με το να εκτελέσει αυτό το παράδοξο, ότι υπήρχε κύριος και του σαββάτου» (Θη).
(2) «Για να μην παραβιαστεί ο νόμος του Μωϋσή ο σχετικός με την περιτομή» (Ζ). «Βλέπεις, που η κατάργηση του σαββάτου είναι τήρηση του νόμου; Επομένως, αν δεν παραβιαζόταν το Σάββατο, ήταν αναγκαστικό να παραβιαστεί ο νόμος» (Χ). Ο Κύριλλος χρησιμοποιώντας διαφορετική στίξη, ερμηνεύει αλλιώς: «εάν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, οργίζεστε εναντίον μου, για να μην καταργηθεί ο νόμος του Μωϋσή, επειδή έκανα υγιή ολόκληρο άνθρωπο το Σάββατο;» (Κ).
(3) Ή «η περιτομή λοιπόν είναι τρόπος φροντίδας για τον άνθρωπο, η οποία νικά και αυτήν ακόμα τη διάταξη για το Σάββατο… Τι είναι λοιπόν αυτό που εμποδίζει, ή πώς θα μπορούσε εύλογα να εμποδίσει τη θεραπεία ολόκληρου του σώματος το νομοθέτημα σχετικά με το Σάββατο, έχοντας επιτρέψει ακατηγόρητα ήδη την κατάργηση αυτού για τη θεραπεία ενός μέρους και μικρού;» (Κ).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος αυτός του Κυρίου αναφέρεται μόνο στην φροντίδα για το σώμα. Για την φροντίδα για ένα μόνο μέλος επιτρέπεται η αθέτηση του Σαββάτου. Για τη φροντίδα για ολόκληρο το σώμα δεν επιτρέπεται; Αλλά η περιτομή κατά την ιουδαϊκή αντίληψη δεν ήταν απλώς ιατρική υπόθεση, αλλά είχε και ηθική έννοια.
Πιο σωστή η ερμηνεία: «Με το να πει «όλο τον άνθρωπο» δείχνει ότι η περιτομή ήταν για μερική υγεία. Και ποιά ήταν η υγεία της περιτομής; Κάθε ψυχή, λέει, που δεν θα περιτμηθεί, θα εξολοθρευτεί» (Χ), με τη φράση όμως «όλον τον άνθρωπο, φανέρωσε, ότι δεν θεράπευσε μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή του» (Ζ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος του Κυρίου αναφέρεται στη φροντίδα όχι μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή. Με την περιτομή συντελούνταν όχι μόνο ένας τοπικός καθαρισμός ενός μόνο μέλους (σωματική όψη της περιτομής), αλλά και η ενσωμάτωση αυτού που περιτεμνόταν στην Π.Δ. (ηθική όψη της περιτομής)(g). Με το θαύμα του παραλύτου συντελέστηκε όχι μόνο η θεραπεία του σώματος ολόκληρου, αλλά και η σωτηρία του μέσω της πίστης. Αξιολογότατη και η επόμενη: «Παραβιάζεται, λέει, ο νόμος, για να πάρει ο άνθρωπος απόδειξη, η οποία δεν συμβάλλει καθόλου στην υγεία του· για να απαλλαχτεί όμως από τέτοια ασθένεια, δυσανασχετείτε και αγανακτείτε;» (Χ).
Ιω. 7,24 (1)μὴ κρίνετε(2) κατ᾿ ὄψιν(3), ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε(4).
Ιω. 7,24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”.
(1) Αφού έλεγξε το άδικο της κρίσης τους σε σχέση με την υπερφυσική θεραπεία του παραλύτου, προχωρώντας εκφέρει γενικό κανόνα, στον οποίο πρέπει σε κάθε περίσταση να συμμορφώνουν την κρίση τους (ο).
(2) Ο ενεστώτας έχει την έννοια αυτού που γίνεται συνήθως και συνεχώς. Μη συνηθίζετε να κρίνετε κατ’ όψιν, όπως κάνατε τώρα (ο).
(3) Μόνο εδώ και στο ια 44 και Αποκ. α 16 (β). Εδώ σημαίνει μάλλον την εξωτερική όψη, αυτό που φαίνεται, την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων (g). = Μην κρίνετε κατά τα εξωτερικά φαινόμενα, με τις πρώτες εντυπώσεις επιπόλαια (ο). Στην προκειμένη περίπτωση το «μη κρίνετε κατ’ όψιν» υπονοεί, ότι η θεραπεία του παραλύτου αποτελούσε μόνο φαινομενικά παράβαση του νόμου. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έκφραση του αληθινού πνεύματος του νόμου (μ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Μη κρίνετε αποβλέποντας μόνο στα πρόσωπα, και εκείνον μεν (τον Μωϋσή) επειδή για εσάς είναι σπουδαίος και ένδοξος τον απαλλάσσετε από κατηγορία, ενώ εμένα με κατηγορείτε επειδή κατά τη γνώμη σας είμαι ασήμαντος και χωρίς δόξα» (Ζ).
(4) «Βγάλτε την απόφαση από την φύση των πραγμάτων· διότι αυτό σημαίνει το να κρίνετε δίκαια» (Χ). Η δίκαιη κρίση είναι αυτή που εκτιμά τις πράξεις σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου. Το άρθρο δηλώνει την συγκεκριμένη κρίση είτε στην παρούσα περίσταση είτε στην περίσταση που κάθε φορά παρουσιάζεται (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Η αληθινή κρίση είναι μία [ενώ οι ψεύτικες πολλές]. Αυτό δηλώνει το άρθρο (b).
Ιω. 7,25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν(1)· οὐχ οὗτός(2) ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας• “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν;
Ιω. 7,26 καὶ ἴδε(3) παῤῥησίᾳ(4) λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι(5). Μήποτε(6) ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες(7) ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
Ιω. 7,26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός;
(1) Στο σ. 20 πρόκειται για τον όχλο που από πολλά μέρη έφτασε στα Ιεροσόλυμα και αγνοούσε τα φονικά σχέδια των Φαρισαίων.
«Το μεν άλλο πλήθος των Ιουδαίων αγνοούσε το σκοπό των αρχόντων», και από αυτό εξηγείται η ερώτηση που προβλήθηκε εκεί. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες που κατά το πλείστον συναναστρέφονταν αυτούς και κατοικούσαν μαζί σε μία πόλη και τους συναντούσαν πάντοτε, γνώριζαν κατά κάποιο τρόπο τον κρυμμένο μέσα σε αυτούς ανόσιο σκοπό τους για τον Σωτήρα Χριστό» (Κ).
«Αυτοί που κατεξοχήν είχαν απολαύσει τα μεγάλα θαύματα, αυτοί ήταν πιο ελεεινοί από όλους» (Χ). Θα περίμενε κάποιος, ότι αυτοί, που ζούσαν στα Ιεροσόλυμα, τα οποία θεωρούνταν η πηγή της γνώσης και της θρησκείας, θα ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν το Μεσσία. Συνέβη όμως το τελείως αντίθετο. Εκείνοι οι οποίοι έχουν αφθονία μέσων γνώσης και χάρης, εάν δεν χρησιμοποιήσουν αυτά για πρόοδο και καλλιτέρευσή τους, γίνονται χειρότεροι. Και ο Κύριός μας συχνά αντιμετώπισε κακή υποδοχή από εκείνους, από τους οποίους καθένας θα περίμενε, ότι θα τον υποδέχονταν θερμά.
(2) Ο τρόπος αυτός της άρνησης προϋποθέτει απάντηση καταφατική (ο).
(3) Προκαλεί την προσοχή στο παράδοξο του γεγονότος, ότι δηλαδή οι άρχοντες ανέχονταν αυτόν να μιλά ελεύθερα (ο). Δες για το «ἴδε» στο α 29 (β).
(4) «Δεν μιλά απλώς, αλλά με θάρρος» (Κ). «Με κάθε ελευθερία» (Χ). Δημόσια με ελευθερία και θάρρος, ενώπιον πλήθους πολλού, χωρίς να κρύβει τον εαυτό του ή τη διδασκαλία του (ο).
(5) Ούτε τον διακόπτουν, ούτε του απαγορεύουν να μιλά (ο).
(6) Πουθενά αλλού στον Ιωάννη δεν συναντιέται η λέξη (β). Η απάντηση που αναμένεται στον τρόπο αυτό της ερώτησης είναι μάλλον αρνητική (ο).
(7) Τα μέλη του συνεδρίου (β). Υπάρχει και οι γραφή: αρχιερείς.
Ιω. 7,27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν(1)· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται(2), οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(3).
Ιω. 7,27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”.
(1) «Δηλαδή από ποια μεν πόλη κατάγεται και από ποιους γονείς γεννήθηκε» (Κ). Δες στ 42, όπου οι Ιουδαίοι παρουσιάζονται ότι γνωρίζουν την οικογένεια του Ιησού (β). Τον περιφρονούσαν, διότι γνώριζαν από πού είναι. Η οικειότητα εκτρέφει την περιφρόνηση. Και είμαστε έτοιμοι να περιφρονούμε την χρησιμότητα εκείνων, των οποίων γνωρίζουμε την ταπεινή καταγωγή. Ο Χριστός ήλθε στα δικά του και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν, ακριβώς διότι ήταν δικός τους. Αλλά για αυτό μάλλον θα έπρεπε να αγαπούν αυτόν και να είναι ευγνώμονες, ότι το έθνος τους και η γενιά τους είχαν τιμηθεί από την εμφάνισή του.
(2) Όταν πρόκειται να κάνει τη δημόσια εμφάνισή του (ο).
(3) Ήταν μεν γνωστή η Βηθλεέμ ως τόπος της γέννησής του, αλλά ο χρόνος και ο τρόπος της έλευσης, καθώς και οι γονείς του νομίζονταν ως κρυφά και άγνωστα. Ο Westcott παραθέτει ραββινικό λόγιο, κατά το οποίο «τρία πράγματα έρχονται τελείως απροσδόκητα, ο Μεσσίας, ο απεσταλμένος από το Θεό και ο σκορπιός» (Sanhedr. 97α). Ο Ιουστίνος επίσης βάζει στο στόμα του Ιουδαίου Τρύφωνα λόγια, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός «δεν θα είναι γνωστός ποιος είναι», έως ότου έλθει ο Ηλίας και τον χρίσει (Ιουστ. Διάλογος προς Τρύφ. 110), και «είναι άγνωστος και ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει ακόμα τον εαυτό του» (στο ίδιο 8)(β). Αυτού του είδους οι ιδέες για το άγνωστο της καταγωγής και του χρόνου της έλευσης του Μεσσία, προέρχονταν από παρερμηνεία των προφητειών για αυτόν. «Πράγματι αναφέρεται κάποιος λόγος στον Ησαΐα για το Χριστό· «τη γενιά του ποιος θα την διηγηθεί; διότι αφαιρείται από τη γη η ζωή του»» (Κ).
Τέτοιες προφητείες που παρερμηνεύονταν ή δεν κατανοούνταν επαρκώς από τους ραββίνους θα μπορούσαν να σημειωθούν οι Γεν. μθ 10, Ησ. νγ 8, Ιερεμ. κγ 5, Ιεζ. λζ 24,25,Δαν. ζ 13,Μιχ. ε 2,Μαλ. γ1 (ο).
Εάν επρόκειτο για τη θεία φύση του Μεσσία, είναι αλήθεια, ότι όταν ο Χριστός έρχεται κανείς δεν θα γνώριζε πλήρως από πού είναι, διότι είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ, και για αυτό είναι χωρίς μητέρα και αγενεαλόγητος «αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος (=Η αρχή και η ενέργεια αυτού ξεπερνά την αρχήν των ημερών της δημιουργίας)(Μιχ. ε 2). Εάν όμως επρόκειτο για την ανθρώπινη φύση του, είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με τις προφητείες ήταν γνωστό από πού ήταν, και από πού θα καταγόταν η μητέρα του και πού ανατράφηκε. Και ήταν πλάνη, ότι για τον Μεσσία είχε λεχθεί, ότι κανείς δεν θα γνώριζε από πού είναι, διότι ο τόπος της γέννησής του είχε προφητευτεί πολύ πριν ακόμα ο Μεσσίας γεννηθεί (Ματθ. β 4,5).
Ιω. 7,28 ἔκραξεν(1) οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε(2), καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί(3)· καὶ(4) ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς(5) ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(6)·
Ιω. 7,28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων• “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε.
(1) Δες και Ιω. α 15,ζ 37,ιβ 44. «Έκραξε για να τους κάνει να ντραπούν μιας και ήταν κακοί με τη θέλησή τους» (Ζ). Κυρίως με αυτό σημαίνεται η επισημότητα και η μεγάλη σημασία του περιεχομένου της διδασκαλίας του Ιησού. Ύψωσε τη φωνή του λόγω της σοβαρότητας της ακόλουθης διακήρυξης (ο,g). Τα όσα εκείνοι είπαν για αυτόν λέχθηκαν κρυφά. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες ψιθύριζαν μεταξύ τους αθόρυβα εκείνα… δέχεται πάλι ο Χριστός με τρόπο θεοπρεπή τη γνώση αυτών» (Κ) και «αυτά που κατ’ ιδίαν έλεγαν, αυτά τα έφερε στη μέση φωνάζοντας» (Χ).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών θα μπορούσε να περιληφθεί στην επόμενη πρόταση: «Και με γνωρίζετε, αλλά και δεν με γνωρίζετε». Με άλλα λόγια ο Κύριος «τους συλλαμβάνει από τα ίδια τους τα λόγια και επειδή έλεγαν ότι ο Χριστός όταν έρχεται, κανείς δεν ξέρει από πού είναι, δείχνει και από αυτό ότι αυτός ο ίδιος είναι ο Χριστός» (Χ).
(3) Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο Κύριος χρησιμοποίησε εδώ ειρωνεία (b). Δηλαδή: Ε, βέβαια με ξέρετε! Αλλά εγώ έχω ουράνια την προέλευση και καταγωγή, για την οποία δεν ξέρετε τίποτα (μ). Ούτε ειρωνικός, ούτε ερωτηματικός είναι ο λόγος, αλλά βεβαιωτικός. Ο Κύριος επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε από αυτούς, ότι ξέρουμε από πού κατάγεται.
«Και αυτοί μεν λοιπόν λέγοντας αυτό, τίποτα άλλον δεν φανέρωναν, παρά το ότι είναι από τη γη και ότι είναι γιος του μαραγκού, αυτός όμως τους ανέβασε στον ουρανό… Δεν είμαι από εδώ, από όπου με υποπτεύεστε ότι είμαι, αλλά είμαι από όπου με έστειλε αυτός που με έστειλε» (Χ).
«Ξέρετε από πού είμαι· ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ… Με εξαίρεση την από την Παρθένο γέννησή του, γνώριζαν όλα όσα αφορούσαν στον Ιησού ως άνθρωπο. Η όψη του ήταν γνωστή, η πατρίδα του γνωστή, η οικογένειά του γνωστή… Γνώριζαν αυτόν στη σάρκα και τη μορφή του ανθρώπου, την οποία έφερε. Αλλά όσον αφορά τη θεότητά του, δεν γνώριζαν αυτόν που τον έστειλε» (Αυ).
(4) Αντί να πει: παρόλο, ή, και όμως.= και όμως δεν ήλθα από τον εαυτό μου, όπως υποθέτετε εσείς (b).
(5) Ή «είναι αληθινός αυτός που με έστειλε» και «με σκοπό την αλήθεια έστειλε, οπότε και ο απεσταλμένος είναι λογικό να είναι αληθινός» (Χ). Είναι αληθινός και δεν ψεύδεται και συνεπώς και τα πιστοποιητικά, τα οποία πήραν από αυτόν είναι αληθινά και μπορεί ο καθένας να στηριχτεί πάνω τους (ο).
Ή, σύμφωνα με τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στα αληθινός και αληθής (για την οποία δες α 9), ο γνήσιος και πραγματικός αποστολέας είναι ο δικός μου αποστολέας (β). Έχει αυτός πλήρες δικαίωμα και εξουσία να στέλνει. Και ο Ιησούς λοιπόν δεν εκπροσωπεί κάποια ψεύτικη εξουσία, αλλά είναι απεσταλμένος του πραγματικού βασιλιά (τ). Πιο πιθανή η δεύτερη ερμηνεία.
(6) Παρά το γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι γνώριζαν τι προσκυνούσαν (δ 22) δεν γνώριζαν του Θεού τα ιδιώματα και τις βουλές, οπότε από αυτό αγνοούσαν και τον από το Θεό σταλμένο (β).
«Είμαι λοιπόν από Πατέρα, τον οποίο εσείς δεν γνωρίζετε, αφού δεν γνωρίζετε αυτόν που προέρχεται από αυτόν, μέσω του οποίου και μόνου είναι ορατός ο Πατέρας» (Κ).
«Δεν γνωρίζετε τον Πατέρα μου λόγω των έργων σας των πονηρών και της κακίστης γνώμης σας» (Θφ).
«Άγνοια εδώ εννοεί αυτην με τα έργα, όπως λέει ο Παύλος «ενώ ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα τον αρνούνται». Αλλά το αμάρτημα δεν προερχόταν από άγνοια, αλλά από κακία και πονηρή γνώμη» (Χ).
Ιω. 7,29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι(1) κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν(2).
Ιω. 7,29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”.
(1) Τον γνωρίζω, «διότι είμαι από αυτόν, από αυτόν έχω γεννηθεί» (Ζ). Παρόμοια φράση και έννοια και στο Ιω. στ 46.
«Δεν αγνοεί μαζί με εκείνους αυτόν που τον γέννησε, αλλά ισχυρίστηκε ότι τον γνωρίζει με κάθε ακρίβεια. Διότι είναι Θεός από Θεό Πατέρα… και βλέπει μέσα στον εαυτό του όλον εκείνον που τον γέννησε και απεικονίζοντας στη δική του φύση την ουσία εκείνου που τον γέννησε, έτσι γνωρίζει αυτόν» (Κ).
«Μόνο σε εμένα είναι ορατός, επειδή ακριβώς είμαι Θεός από τη φύση μου» (Αμ). Το «παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι» λοιπόν αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση του Υιού με τον Πατέρα και όχι στην αποστολή του Χριστού, για την οποία γίνεται λόγος στην ακόλουθη πρόταση.
(2) Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «οἶδα αὐτόν» και όχι με το ὅτι. Τον γνωρίζω και εκείνος με έστειλε.
«Με το «από αυτόν είμαι» δηλώνει την ουσία της θεότητας· ενώ με το «και εκείνος με έστειλε» την ανθρώπινη φύση· διότι λέγεται απόστολος όσον αφορά την ανθρώπινη φύση» (Θφ).
«Από αυτόν είμαι, είπε. Διότι ο Υιός είναι από τον Πατέρα και ό,τι είναι ο Υιός είναι από αυτόν, του οποίου είναι Υιός. Για αυτό λέμε ότι ο Κύριος Ιησούς είναι Θεός εκ Θεού… Αλλά όσον αφορά στο ότι έγινε ορατός από εμάς με τη σάρκα του, εκεί ισχύει το «με έστειλε»» (Αυ).
Ιω. 7,30 Ἐζήτουν οὖν(1) αὐτὸν πιάσαι(2), καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν χεῖρα(3), ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ(4).
Ιω. 7,30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.
(1) Το οὖν αναφέρεται στις αξιώσεις του Ιησού που διατυπώθηκαν στους σ. 28,29 (β). Εξαιτίας των λόγων του αυτών «αφού καταπληγώθηκαν οι Φαρισαίοι» (Κ), ζητούσαν να τον συλλάβουν. Ο παρατατικός σημαίνει προσπάθεια συνεχή και απόφαση σταθερή που αποτυγχάνει όμως και δεν πραγματοποιείται. Δες και ζ 44 (ήθελαν) και ι 39 (ζητούσαν)(β).
(2) Από το ρήμα πιάζω. Δεν συναντιέται στους συνοπτικούς. Στον Ιωάννη λέγεται εδώ και στους σ. 32,44,η 20,ι 39,ια 57 με την έννοια του συλλαμβάνω άνθρωπο (όπως και στα Πράξ. ιβ 4 και Β΄Κορ. ια 32), ενώ στα κα 3,10 έχει την έννοια του συλλαμβάνω ψάρι (β).
(3) Η ίδια φράση και στο σ. 44 (β). «Εμποδίζονταν αόρατα από τη θεία δύναμη που ήταν μέσα του» (Ζ). Βεβαίως και η εύνοια του πλήθους τους φόβιζε, και η ίδια τους η συνείδηση, που δεν είχε φθάσει ακόμα στο ακρότατο σημείο σκλήρυνσης, τους έκανε διστακτικούς, περισσότερο όμως εμποδίζονταν από τη θεία Πρόνοια, όπως φαίνεται από την αιτιολογία που αμέσως επακολουθεί («ὅτι οὔπω…»)(g).
(4) «Η ώρα να συλληφθεί και να πάθει» (Ζ). «Όχι επειδή υποτασσόταν σε καιρούς, αλλά επειδή όλα τα κάνει στην ώρα τους και στον κατάλληλο και αρμόζοντα καιρό» (Θφ). Ο Ιωάννης τονίζει εδώ το γεγονός, ότι η σύλληψη και ο θάνατος του Ιησού ακολουθούσε προδιαγεγραμμένο από το Θεό σχέδιο, χωρίς να αποκλείει και τις δευτερεύουσες αιτίες. Τα σχετικά με το θάνατο του Χριστού ήταν προορισμένα, χωρίς αυτοί που συνέργησαν σε αυτά να μεταβληθούν σε τυφλά και ανελεύθερα όργανα (g).
«Από αυτό μαθαίνουμε ότι με τη θέλησή του έπαθε και δεν συλλήφθηκε από την πλεονεξία των Ιουδαίων» (αμ).
«Όταν δηλαδή θεώρησε εύκαιρο το να πάθει, δηλαδή σύμφωνα με τον σωστό και κατάλληλο χρόνο, τότε λοιπόν και επέτρεψε στους σταυρωτές» (Θφ).
Οι γνήσιοι κήρυκες της αλήθειας του ευαγγελίου, αν και συμπεριφέρονται πάντοτε με πραότητα και σύνεση, πρέπει να περιμένουν, ότι θα μισηθούν και θα καταδιωχτούν από εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι θίγονται από τη μαρτυρία τους. Αλλά ο Θεός κρατά τους κακούς με αλυσίδα και οτιδήποτε κακό και αν θέλουν αυτοί να κάνουν, όμως δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο παρά μόνο ό,τι και όσο ο Θεός επιτρέπει και παραχωρεί να πράξουν. Η κακεντρέχεια των διωκτών είναι ανίσχυρη ακόμα και στις περιστάσεις που παρουσιάζεται ασυγκράτητη και λυσσασμένη, διότι ναι μεν ο σατανάς γεμίζει τις καρδιές τους με κακία, αλλά και ο Θεός από το άλλο μέρος δένει τα χέρια τους. Όπως όμως ο Χριστός είχε την προκαθορισμένη ώρα του, έτσι και οι διάκονοί του και όλος ο λαός του έχουν την ώρα τους, και έως ότου συμπληρωθεί ο από τη θεία Πρόνοια προκαθορισμένος αυτός χρόνος, οι εναντίον τους προσπάθειες των εχθρών τους, μένουν άκαρπες και η ζωή τους θα επιμηκυνθεί τόσο, όσο ο Κύριός τους έχει για αυτούς έργο για εκτέλεση.
Υπόσχεται ότι θα στείλει το Άγιο Πνεύμα
Ιω. 7,31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου(1) ἐπίστευσαν(2) εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα(3) τούτων ποιήσει(4) ὧν οὗτος ἐποίησεν;
Ιω. 7,31 Πολλοί δε από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγαν, ότι “ο Χριστός, όταν έλθη, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα έκαμε αυτός;”
(1) Από τις κατώτερες τάξεις (ο), οι οποίες ήταν και οι πολυπληθέστερες. Ο Χριστός όπως είναι αιτία πτώσης πολλών, έτσι είναι και αιτία για ανάσταση άλλων. Και εκεί ακόμα, όπου το ευαγγέλιο συναντά αντίσταση και πόλεμο, δεν στερείται και επιτυχιών ούτε ανακόπτονται οι κατακτήσεις του. Δες Α΄ Θεσ. β 2. Σημείωσε εδώ πόσοι και ποιοι πιστεύουν. Πιστεύουν πολλοί, περισσότεροι από όσους θα περίμενε κάποιος, όταν το ρεύμα προς την απιστία ήταν τόσο σφοδρό και αντίθετο. Αλλά οι πολλοί αυτοί προέρχονται από τον όχλο. Δεν πρέπει λοιπόν να μετρούμε την επιτυχία και επέκταση του ευαγγελίου μόνο και μόνο με τη βάση των επιτυχιών του μεταξύ των μεγάλων και επισήμων, ούτε οι διάκονοι του ευαγγελίου να λένε, ότι ο κόπος τους αποβαίνει μάταιος, επειδή μόνο φτωχοί και άσημοι εγκολπώνονται το κήρυγμά τους.
(2) Τα ακόλουθα μπορούν να σημαίνουν, ότι η πίστη τους δεν ήταν πλήρης, διότι δεν δέχονταν τον Ιησού ως τον Χριστό, αλλά ως κάποιο προφήτη.
«Ούτε αυτή η πίστη ήταν υγιής, αλλά όπως είναι συνήθως η πίστη ενός ακαλλιέργητου πλήθους· διότι το να λένε «όταν έλθει», δείχνει ότι δεν ήταν πολύ πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Χ).
Μπορούν όμως τα ακόλουθα να θεωρηθούν ότι λέχθηκαν από αυτούς «υποθετικά» δηλαδή «ας υποθέσουμε ότι είναι άλλος ο Χριστός όπως οι άρχοντες λένε· ο Χριστός, τον οποίο αυτοί λένε, όταν έλθει, μήπως θα είναι σε κάτι δυνατότερος από αυτόν; Όχι» (Ζ). Οι έτσι εκφραζόμενοι απευθύνονται σε ανθρώπους που ακόμα προσδοκούν την εμφάνιση του Μεσσία (κ).
(3) «Πόσα θαύματα; Παρόλο που τρία ήταν τα θαύματα, το του κρασιού, το του παραλύτου και το του γιου του βασιλικού· και τίποτα επιπλέον δεν διηγήθηκε ο ευαγγελιστής. Από όπου είναι φανερό… ότι τα περισσότερα τα προσπερνούν οι ευαγγελιστές» (Χ). Σαφής υπαινιγμός, ότι και πολλά άλλα θαύματα έκανε ο Ιησούς, τα οποία ο Ιωάννης δεν αναφέρει, αλλά για τα οποία μαρτυρεί γενικά και εδώ (β).
(4) Αναμενόταν ότι ο Μεσσίας θα έκανε θαύματα σύμφωνα με το Ησ. λε 5,6. Για αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν άκουσε για τα θαύματα, τα οποία ενεργούσε ο Ιησούς, στέλνει σε αυτόν τους μαθητές του και του απευθύνουν τη γνωστή ερώτηση (Ματθ. ια 2,Λουκ. ζ 18). Χάρις επίσης στα θαύματα αυτά και ο τυφλός Βαρτίμαιος αναγνωρίζει τον Ιησού ως τον υιό του Δαβίδ (Μάρκ. ι 48)(β).
Ιω. 7,32 ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου(1) γογγύζοντος(2) περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας(3) οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς(4) ἵνα πιάσωσιν αὐτόν(5).
Ιω. 7,32 Ηκουσαν οι Φαρισαίοι τον όχλον να κρυφομιλούν ευνοϊκά δια τον Χριστόν και να γογγύζουν κατά των αρχόντων και έστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, δια να τον συλλάβουν.
(1) Ο τόπος, όπου συνεδρίαζε του συνέδριο των Ιουδαίων, δεν φαίνεται να ήταν μακριά από το μέρος, όπου ο Ιησούς απηύθυνε τα παραπάνω λόγια. Οι Φαρισαίοι λοιπόν είτε με κατασκόπους, είτε και από άμεση αντίληψη έλαβαν γνώση των ευνοϊκών σχολίων, τα οποία ψιθυρίζονταν μεταξύ του πλήθους και ερεθίστηκαν. Το ζήτημα λοιπόν εισήχθη πιθανότατα σε ολόκληρο το συνέδριο και ελήφθη απόφαση για σύλληψη του Ιησού. Η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη εκδήλωση από τη σειρά των μέτρων που επακολούθησαν, τα οποία λήφθηκαν από το συνέδριο και κατέληξαν στη σύλληψη και σταύρωση του Ιησού (g).
(2) Ή, «εννοεί ότι γόγγυζαν εναντίον των αρχόντων» (Ζ). «Από τα λόγια με τα οποία γόγγυζαν, φαίνεται ότι αποδέχονταν το Χριστό» (Αμ) ή με την έννοια του ψιθύριζαν και μιλούσαν μυστικά.
(3) «Οι ίδιοι μεν δεν τολμούσαν, επειδή υποψιάζονταν τον κίνδυνο, έστειλαν όμως τους υπηρέτες παραδίδοντάς τους στον όχλο» (Χ), «βγάζοντας μεν τους εαυτούς τους από τον κίνδυνο που ίσως θα συνέβαινε, παραδίδοντας όμως εκείνους στο θυμό του όχλου» (Θφ).
(4) Οι Φαρισαίοι μπαίνουν πρώτοι, διότι αυτοί υπήρξαν πικρότεροι και από αυτούς οι αρχιερείς παρακινήθηκαν (b). Με τη φράση αυτή δηλώνεται ολόκληρο το συνέδριο, το οποίο κατά την εποχή εκείνη τελούσε χρέη και ανώτατου δικαστηρίου στο Ισραήλ. Και δεν είχε μεν δικαίωμα να εκτελέσει κάποια θανατική απόφαση, επέβλεπε όμως τη τήρηση του νόμου και είχε περιβληθεί από τη ρωμαϊκή εξουσία με μεγάλο κύρος. Μεταξύ των μελών που το αποτελούσαν διακρίνουμε 1) τους αρχιερείς, δηλαδή τον εν ενεργεία και αυτούς που είχαν διατελέσει πριν, πιθανώς επίσης και κάποιους από τους γιους τους, οι οποίοι ήταν υποψήφιοι για το αξίωμα αυτό. Αυτοί ανήκαν στην τάξη των Σαδδουκαίων. 2) τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι χωρίς να έχουν κάποιο ιερατικό αξίωμα ήταν αρχηγοί στο Ισραήλ. Και αυτοί ακολουθώντας κατά το πλείστον την πολιτική των αρχιερέων συνεργάζονταν μαζί τους και ανήκαν στους Σαδδουκαίους και 3) οι Φαρισαίοι που ήταν γραμματείς ή νομικοί, οι οποίοι εκπροσωπούσαν την συντηρητικότερη μερίδα στο Ισραήλ και οι οποίοι παρουσιάζονταν ειδικοί και έμπειροι γύρω από το νόμο (β). Υπάρχει και η γραφή, που βάζει πρώτα τη λέξη αρχιερείς. Πράγματι η σύλληψη του Ιησού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση των αρχιερέων (g).
(5) Οι απεσταλμένοι αυτοί είχαν εντολή να αναμείνουν την κατάλληλη ευκαιρία, όταν η εκδηλωμένη εύνοια του λαού υπέρ του Ιησού θα παρουσιαζόταν να κάμπτεται, και να προβούν στη σύλληψη.
Ιω. 7,33 εἶπεν οὖν(1) ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι(3) καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με(4).
Ιω. 7,33 Είπε, λοιπόν, τότε ο Ιησούς• “ακόμη ολίγον χρόνον είμαι μαζή σας και πηγαίνω προς τον Πατέρα, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον.
(1) Το οὖν δηλώνει ότι τα λόγια αυτά του Κυρίου λέχθηκαν με αφορμή την πρόθεση του συνεδρίου που εκδηλώθηκε για σύλληψή του (ο). «Δεν αγνόησε πάλι, μιας και ήταν βεβαίως Θεός από τη φύση του ο Κύριος, τα φονικά τολμήματα των Φαρισαίων και την ανόσια σκέψη των αρχιερέων για το πρόσωπό του» (Κ). Και «μιλούσε μεν προς το πλήθος, απευθυνόταν όμως προς αυτούς που έστειλαν τους υπηρέτες» (Ζ).
(2) «Εννοούσε το χρόνο μέχρι το Πάσχα» (Ζ). Γύρω στους 6 μήνες χώριζαν αυτόν από το τελευταίο Πάσχα, κατά το οποίο θα σταυρωνόταν (β).
«Γιατί, λέει, επιδιώκετε να φύγω; Γιατί με καταδιώκετε; Περιμένετε λίγο χρόνο, και ακόμα και αν δεν θέλετε εσείς να με πιάσετε, θα το ανεχτώ» (Θφ). Βλέπει ο Κύριος ότι δεν πρόκειται να μείνει ήσυχος από αυτούς, όσο καιρό θα μείνει μεταξύ τους. Αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο θα μείνει στον κόσμο αυτόν σωματικά, παραγνωριζόμενος και διωκόμενος από τους ομοεθνείς του, θα είναι σύντομος. Αυτό ισχύει εξ’ ολοκλήρου και για τους ακολούθους του, σε οποιαδήποτε γενιά και αν ανήκουν. Είναι υπόθεση και λόγος παρηγοριάς για αυτούς, οι οποίοι βρίσκονται στον κόσμο, αλλά δεν είναι από τον κόσμο, και οι οποίοι για αυτό μισούνται από αυτόν, το ότι δεν θα είναι πάντοτε μέσα στον κόσμο, αλλά ούτε και η παραμονή τους σε αυτόν θα είναι μακρά. Πονηρές είναι οι ημέρες μας στον κόσμο, αλλά δόξα τω Θεώ αυτές είναι λίγες.
(3) «Και δεν είπε απλώς, Εδώ είμαι, αλλά, Μαζί σας είμαι· δηλαδή ακόμα και αν διώκετε, ακόμα και αν με διώχνετε, για λίγο ακόμα χρόνο δεν θα σταματήσω να φροντίζω για εσάς και να λέω και να σας συμβουλεύω τα σχετικά με τη σωτηρία σας» (Χ).
«Όταν έλθει ο πρέπων καιρός για να πάθω, ούτε εγώ ο ίδιος θα ανεχτώ να συναναστρέφομαι με κακούς… Θα τρέξω μακριά από τους δυσσεβείς ως Θεός, και θα είμαι μαζί με τους δικούς μου όλες τις ημέρες του αιώνα, έστω και αν φαίνεται ότι απουσιάζω σωματικά» (Κ). Το συμπέρασμα των λόγων αυτών αποτελεί υπονοούμενη προτροπή: Αφού λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας, σπεύστε λοιπόν να πιστέψετε.
(4) Η φράση επαναλαμβάνεται και στο ιστ 5. Το υπάγω συχνά συναντιέται στον Ιωάννη και δηλώνοντας κυρίως της αναχώρηση χρησιμοποιείται πολλές φορές με έννοια ειδική για δήλωση της αποχώρησης της σωματικής παρουσίας του Κυρίου από τους ανθρώπους και την επάνοδό του στον Πατέρα (η 14,21,ιγ 3,33,36,ιδ 4,5,28,ιστ 5,10,17)(β).
«Εδώ τους φοβίζει κιόλας, ότι δηλαδή πρόκειται να συγκρουστούν με εκείνον που τον έστειλε. Διότι αυτοί που ατιμάζουν τον απεσταλμένο, είναι προφανές ότι προσκρούουν σε αυτόν που τον έστειλε» (Θφ).
«Υποδηλώνει πάλι κάτι τέτοιο· Μάταια, λέει, ακονίσατε εναντίον μου το ξίφος της ασέβειάς σας… Σταματήστε το βέλος του φθόνου· διότι ρίχνει στο τίποτα… δεν θα παραμείνω μαζί σας νεκρός μέσα στα μνημεία· θα αναστηθώ προς εκείνον από τον οποίο προέρχομαι, θα ανέβω πάλι στους ουρανούς» (Κ).
Δεν φεύγω βίαια, αλλά εκούσια πορεύομαι. Αφού τελειώσω τη αποστολή μου, επιστρέφω σε εκείνον, ο οποίος με έστειλε. Η μανία και η λύσσα την οποία εκδηλώνουν τώρα εναντίον του όχι μόνο δεν εμπόδιζε την επιστροφή του αυτή, αλλά και θα επέσπευδε αυτήν, συντελώντας στη δόξα και τη χαρά του. Ας παρηγορούνται λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι είναι μαζί με το Χριστό και πάσχουν για αυτόν. Εκεί όπου πήγε εκείνος θα πάνε και αυτοί. Θα πάνε γρήγορα. Οι διωγμοί και οι παραγνωρίσεις συντομεύουν το δρόμο και κάνουν την πορεία σε αυτόν ασφαλή. Και θα είναι πλέον για πάντα με εκείνον, χάριν του οποίου διώχτηκαν και παραγνωρίστηκαν.
Ιω. 7,34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε(1)· καὶ ὅπου εἰμὶ(2) ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(3).
Ιω. 7,34 Θα με ζητήσετε κάποτε (όταν βαρειές πέσουν επάνω σας οι συμφορές), και δεν θα με εύρετε. Και εκεί, πλησίον του Πατρός στους ουρανούς, που είμαι ως Θεός, πηγαίνω δε και ως άνθρωπος, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.
(1) Οι κυριότερες ερμηνείες: Ή, θα έλθει καιρός, που θα με ζητήσετε ως Μεσσία σας και δεν θα με βρείτε, διότι πλέον σωματικά δεν θα είμαι μαζί σας («Και πού τον ζήτησαν οι Ιουδαίοι; Λέει ο Λουκάς ότι θρηνούσαν γυναίκες για αυτόν (Λουκ. κγ 27). Είναι λοιπόν λογικό και πολλοί άλλοι αμέσως μόλις κυριεύτηκε η πόλη να θυμήθηκαν το Χριστό και τα θαύματά του και να ζητούσαν την παρουσία του» (Χ)). Αναφέρεται δηλαδή ο λόγος στις μέλλουσες να επακολουθήσουν δύσκολες στιγμές του εθνικού βίου των Ιουδαίων και μάλιστα στα δεινά χρόνια της άλωσης των Ιεροσολύμων (β).
Ή, αναφέρεται γενικά στο ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα της θείας εγκατάλειψης εκείνων, οι οποίοι στην δεδομένη από την Πρόνοια περίπτωση δείχνονται ανάλγητοι και απωθούν τη θεία κλήση. Αυτοί και αν υποτίθετο, ότι ζητούν έπειτα τον Σωτήρα, δεν θα τον βρουν. Το «θα ζητήσετε» λοιπόν σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία δεν δηλώνει ότι οπωσδήποτε θα ζητήσουν, αλλά λέγεται μάλλον υποθετικά.
(«Και εάν θέλετε ακόμα να βρείτε τον χορηγό της ζωής, δεν θα σας είναι τότε δυνατόν να απολαύσετε τον ποθούμενο. Διότι, αφού απομακρυνθώ μια για πάντα και αρνηθώ την αγάπη μου προς εσάς, θα αποκλείσω οπωσδήποτε σε σας και το χρήσιμο από την αναζήτηση… Διότι όταν έχει φύγει πια ο καιρός… είναι περιττή πλέον και τελείως άσκοπη η αναζήτηση των χρησίμων που υπάρχουν σε αυτόν» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Είναι δίκαιο ο Θεός να λησμονεί εκείνους, οι οποίοι θεώρησαν ως φορτίο την παρουσία του. Εκείνοι οι οποίοι νιώθουν σαν βάρος το Χριστό, δεν χρειάζονται άλλη τιμωρία παρά να επιθυμούν αυτόν να τους λυτρώσει από την αθλιότητά τους και να μην τον βρίσκουν.
(2) «Δεν είπε Όπου θα είμαι, αλλά όπου είμαι. Διότι ο Χριστός ήταν πάντοτε εκεί όπου επρόκειτο να επανέλθει… Διότι ο άνθρωπος όσο κατά το σώμα του είναι σε κάποιο τόπο και αναχωρεί από αυτόν, και όταν έρχεται σε άλλη θέση, δεν θα είναι και στον τόπο από τον οποίο ήλθε. Αλλά ο Θεός γεμίζει τα πάντα και είναι παντού όλος. Το ίδιο και ο Κύριος όσον αφορά την ορατή του σάρκα ήταν πάνω στη γη. Όσον αφορά όμως την αόρατή του μεγαλειότητα ήταν στον ουρανό και στη γη» (Αυ). Όταν κατέβηκε από τον ουρανό, δεν άφησε τον ουρανό, αλλά συγχρόνως ήταν και στον ουρανό (Ιω. γ 13)(τ).
(3) Εφόσον μεν πρόκειται για αμετανόητους και που βρίσκονται στην απιστία, είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν και να έχουν αυτοί οποιοδήποτε μέρος με τον πνευματικό και ουράνιο εκείνο κόσμο· εφόσον όμως πρόκειται για πιστούς και για τους μαθητές, όπως στα Ιω. ιγ 33,36, είναι αδύνατον και αυτοί πριν φύγουν από αυτόν τον κόσμο και εφόσον έχουν τη σάρκα να ακολουθήσουν αυτόν στους ουράνιους κόσμους (β).
Επειδή όμως εδώ πρόκειται για τους άπιστους Ιουδαίους, θα ερμηνεύσουμε μάλλον: «Θα βρεθείτε έξω από την κληρονομιά των θείων αγαθών, θα καταστείτε αμέτοχοι της δικής μου δόξας και ξένοι του να βασιλεύετε μαζί με τους αγίους, θα παραμείνετε άγευστοι της δωρεάς που ελπίζετε, δεν θα απολαύσετε τα γεύματα των θείων γάμων, δεν θα δείτε τη δική μου πανήγυρη, δεν θα ανεβείτε προς τους ουράνιους τόπους διαμονής» (Κ).
Μόνος ο Χριστός μπορούσε να οδηγήσει αυτούς στην παραμονή τους με τον Πατέρα (μ). Η ευκαιρία του να βρουν το Μεσσία θα διαρκέσει για λίγο. Όταν αυτή περάσει, η επιθυμία των Ιουδαίων, να βρουν το Μεσσία, θα παραμείνει ανικανοποίητη, διότι ο Μεσσίας θα έχει μεταβεί στους ουρανούς, όπου εκείνοι δεν θα μπορούν να μεταβούν. Για αυτό οι Ιουδαίοι που απίστησαν θα πεθάνουν μέσα στην αμαρτία τους (η 21), διότι ζήτησαν το Μεσσία για να τον θανατώσουν (χ). Αυτοί που απορρίπτουν το Χριστό στη γη, είναι τελείως ανάξιοι και ακατάλληλοι να είναι μαζί του στον ουρανό που είναι δοξασμένος.
«Όλα αυτά τα έλεγε θέλοντας να τους ελκύσει και να τους κάμψει» (Θφ).
Ιω. 7,35 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· ποῦ οὗτος(1) μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων(2) μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας(3);
Ιω. 7,35 Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι μεταξύ των• “που αυτός πρόκειται να υπάγη και ημείς δεν θα τον εύρωμεν; Μηπως πρόκειται να πορευθή στους διασκορπισμένους μεταξύ των Ελλήνων Ιουδαίους και να διδάκη τους Ελληνας;
(1) Οι λόγοι αυτοί λέγονται ειρωνικά. Ο Ιωάννης επαναλαμβάνει αυτούς κάπως εκτενώς, όχι άσκοπα (g). Όπως έπειτα ο Καϊάφας, έτσι και τώρα «προφητεύει με αυτά, παρόλο που δεν ξέρει αυτό που λέει, ο λαός των Ιουδαίων. Διότι, κινούμενοι από κάποια θεία ενέργεια, χαρίζουν το Χριστό στη χώρα των εθνών» (Κ). Ό,τι οι Ιουδαίοι έλεγαν τότε ειρωνικά, αυτό είχε λαμπρά πραγματοποιηθεί το χρόνο που ο Ιωάννης έγραφε το ευαγγέλιό του (g).
(2) Ή «διασπορά των Ελλήνων έλεγαν τα έθνη επειδή ήταν διασπαρμένα παντού και έκαναν επιμιξίες μεταξύ τους ανεμπόδιστα» (Ζ). Ή, πιο σωστά, εννοεί την διασπορά των Ιουδαίων μεταξύ των Ελλήνων (δ). Γενικώς διασπορά του Ισραήλ ονομάζονταν οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν έξω από την Παλαιστίνη (ψαλμ. ρμστ 2,Ησ. μθ 6)(β).
(3) Αφού απορρίφθηκε από τους γνήσιους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, θα στραφεί προς τους ανά τον εθνικό κόσμο διεσπαρμένους Ιουδαίους (μ). Θα αφήσει τον ιερό τόπο του Ισραήλ, όπου είναι εγκατεστημένοι οι ειδήμονες και αναγνωρισμένοι άρχοντες του Ισραήλ, μπροστά στους οποίους θα μπορούσε να προβάλλει τις αξιώσεις του, και θα πάει σε εκείνους που είναι διασκορπισμένοι μεταξύ των Ελλήνων (τ).
Και μόνο το να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη και να μεταβεί στους Ιουδαίους τους έξω από αυτήν που δεν μιλούσαν την πάτρια γλώσσα, θεωρούνταν εξευτελιστικό από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης. Πολύ περισσότερο το να διδάσκει τους Έλληνες (β). «Με πικρία λοιπόν λένε ότι πρόκειται να διδάξει τους Έλληνες, διασύροντάς τον ότι είναι πρόθυμος να παραβεί το νόμο» (Κ). Ο Κύριος είπε σαφώς, πού θα πήγαινε. Θα πήγαινε σε εκείνον ο οποίος τον έστειλε, προς τον ουράνιο Πατέρα του. Και όμως αυτοί ρωτούν: Πού πρόκειται να πορευτεί; Κανείς άλλος δεν είναι τυφλότερος από εκείνον ο οποίος δεν θέλει να δει. Του Χριστού οι λόγοι είναι σαφείς και φωτεινοί για καθέναν, ο οποίος θέλει να κατανοήσει αυτούς, και κρυμμένοι και καλυμμένοι σε όλους όσους δεν έχουν διάθεση αγαθή.
Ιω. 7,36 τις(1) ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
Ιω. 7,36 Ποίον είναι το νόημα αυτού του λόγου που είπε, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε και δεν θα με εύρετε και όπου είμαι εγώ, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε;”
(1) Εξεπλάγησαν και ενοχλήθηκαν τόσο από τα λόγια αυτά, ώστε επαναλαμβάνουν αυτά ως παράδοξα και ανεξήγητα (β)
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ(1) τῆς ἑορτῆς εἱστήκει(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε(2) λέγων· ἐάν τις(3) διψᾷ(4), ἐρχέσθω πρός με(5) καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν• “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη.
(1) Πιθανότατα κατά την όγδοη (Αρ. κθ 35.Λευϊτ. κγ 36), κατά την οποία ο λαός αφήνοντας τις σκηνές μετέβαινε λιτανευτικά στο ναό, έτσι ώστε από εκεί να επιστρέψει ο καθένας στο σπίτι του (g).
«Η πρώτη και η τελευταία ημέρα ήταν μεγάλη. Διότι τις ενδιάμεσες τις περνούσαν περισσότερο σε διασκέδαση… Σε αυτήν ήταν όλοι συγκεντρωμένοι… Όταν αναχωρούσαν για τα σπίτια τους, τούς δίνει εφόδια για σωτηρία» (Χ). Παίρνει ο Κύριος αφορμή να πει τα λόγια αυτά από την τελετή που διεξαγόταν κατά την ημέρα αυτή. Κατά την τελευταία εκείνη ημέρα της γιορτής μετέβαιναν να αντλήσουν νερό από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το οποίο έχυναν ως σπονδή πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (b).
Η χαρά του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε οι ραββίνοι συνήθιζαν να λένε, ότι όποιος δεν παρέστη σε αυτήν την τελετή και στις άλλες παρόμοιες, οι οποίες γίνονταν κατά την ίδια ημέρα, δεν ήξερε τι είναι χαρά. Κατά την τελετή αυτή ο ιερέας κρατώντας το χρυσό δοχείο, το γεμάτο νερό, ανέβαινε στο θυσιαστήριο και συντελούσε τη σπονδή χύνοντας το νερό προς δυτικά, και στρεφόμενος έπειτα ανατολικά συμπλήρωνε τη σπονδή αδειάζοντας δύο αργυρά δοχεία γεμάτα κρασί. Κατά τη διάρκεια της σπονδής ο λαός έψαλλε κάτω από τους ήχους κυμβάλων και σαλπίγγων. Η τελετή αυτή ήταν σύμβολο που υπενθύμιζε τις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού προς τον Ισραήλ κατά την παραμονή του στην έρημο και ειδικότερα την θαυμαστή ανάβλυση του νερού από το βράχο.
Έτσι ο Κύριος στο β κεφάλαιο παρουσίασε τον εαυτό του ως τον αληθινό ναό, στο γ κεφ. ως το αληθινό χάλκινο φίδι, στο στ κεφ. ως το αληθινό μάννα, ως τον πραγματικό ουράνιο άρτο, στο ζ κεφ. ως την αληθινή πέτρα που πηγάζει νερό ζωής, στο η κεφ. θα παρουσιάσει τον εαυτό του ως την αληθινή νεφέλη και στο ιθ ο Ιωάννης θα προβάλει αυτόν ως τον αληθινό πασχάλιο αμνό. Ο Ιησούς επωφελείται τις διάφορες περιστάσεις κάθε γιορτής, για να δείξει τους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης να πραγματοποιούνται στο πρόσωπό του (g).
(2) Υπερσυντέλικος με έννοια παρατατικού. Ο Ιησούς, όπως και οι άλλοι διδάσκαλοι, συνήθιζε καθιστός να διδάσκει (δες στ 3). Αλλά τώρα προκειμένου να τονίσει τη σοβαρότητα των λόγων του, όχι μόνο απήγγειλε αυτούς στεκόμενος όρθιος, αλλά και έκραξε (β).
«Κράζει αφ’ ενός μεν δείχνοντας το θάρρος του, αφ’ ετέρου δε εξαιτίας του πολλού όχλου» (Χ). Φώναξε με τόνο φωνής μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο. Η καρδιά του ποθούσε να ελκύσει φτωχές ψυχές προς τον εαυτό του. Η όρθια στάση του σώματός του και η ανύψωση του τόνου της φωνής του έδειχναν την ένταση της διάνοιάς του. Αγάπη προς τις ψυχές κάνει τους κήρυκες γεμάτους με ζωή και ζήλο. Στεκόταν και έκραξε «για να είναι παντού ακουστός» (Θφ) και ώστε καθένας που έχει αυτιά να μπορεί να ακούει. Οι αλήθειες του ευαγγελίου δεν παραμένουν κρυφές ούτε αποφεύγουν τη δοκιμασία και εξέταση. Οι χρησμοί των ειδωλολατρικών μαντείων απαγγέλλονταν μυστικά και κρυφά. Τα λόγια του ευαγγελίου όμως διακηρύχτηκαν από τον Ιησού στα όρθια και με κραυγή.
(3) Υπαινίσσεται ότι οι περιπτώσεις αυτών που αισθάνονται την πνευματική δίψα και επιζητούν να την χορτάσουν είναι σποραδικές και ότι εύκολα συμπνίγεται η πνευματική δίψα, ώστε να μην αισθάνεται κάποιος αυτήν (g). Η πρόσκληση όμως είναι γενική. Οποιοσδήποτε και αν διψά, καλείται από το Χριστό. Είτε ανήκει σε υψηλά, είτε σε χαμηλά στρώματα, είτε είναι πλούσιος είτε είναι φτωχός, είτε είναι νέος είτε είναι γέρος, είτε είναι δούλος είτε ελεύθερος, είτε Ιουδαίος είτε Έλληνας.
(4) «Δεν ελκύω κανέναν αναγκαστικά και με τη βία, αλλά όποιος έχει προθυμία πολλή, εάν κάποιος καίγεται από πόθο, αυτόν εγώ καλώ» (Χ). Δίψα εννοεί όχι μόνο αυτήν της «διδασκαλίας» (Ζ), αλλά και αυτήν που σημαίνεται με το «μακάριοι αυτοί που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη (g). Εννοεί τη σφοδρή επιθυμία, που διεγείρεται στην ψυχή, η οποία δεν βρίσκει ανάπαυση στα υλικά αγαθά, αλλά κυριευμένη από ταραχή της συνείδησης, ποθεί κάτι ανώτερο (ο).
Εάν κάποιος ποθεί να καταστεί αληθινά και αιώνια ευτυχής, ας έλθει σε μένα συμμορφούμενος με όσα εγώ λέω και εγκολπούμενος πλήρως τη διδασκαλία μου. Εάν κάποιος στερείται από τις ανέσεις της παρούσας ζωής ή είναι κουρασμένος από τις δοκιμασίες της, ας ελκυστεί από τη φτώχεια και τις θλίψεις του κοντά στο Χριστό, για να απολαύσει από αυτόν την ειρήνη, την οποία ο κόσμος ούτε να δώσει μπορεί, ούτε να την αφαιρέσει είναι ικανός. Ποθείς ζωή διαρκή και αιώνια; Όπως με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι με το Χριστό όλοι θα ζήσουν. Αντί για την ασθένεια την οποία μας κληροδότησε ο Αδάμ, με το Χριστό θα πάρουμε δύναμη, αντί για τη ντροπή δόξα, αντί για τη διαφθορά ανακαινισμό, αντί για το θάνατο ζωή αιώνια. Ποθείς χαρά; Ο Χριστός θα σου τη δώσει. Δίνει χαρά με τις ποικίλες δωρεές του, χαρά με την ανάπαυση και ειρήνη, την οποία μεταδίδει σε κάθε ψυχή που έρχεται σε αυτόν. Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Αυτός κάνει τους μαθητές του αλάτι της γης και φως του κόσμου, βασιλείς και ιερείς για το Θεό. Έλα, ψυχή μου, στο Χριστό και από την πείρα διδάξου, πόσο αγαθός είναι ο Κύριος, πόσο ελαφρύ είναι το φορτίο του και ποια ανάπαυση θα βρεις σε αυτόν!
(5) Πιστεύοντας σε μένα σαν στον αληθινό Μεσσία και Σωτήρα των ανθρώπων (ο). Οι δύο προστακτικές ερχέσθω… και πινέτω, σημαίνουν, ότι αρκεί να έλθει κάποιος στο Χριστό και θα βρει αμέσως την ικανοποίηση της δίψας του· δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μόνο να έλθει προς εμένα και θα βρει αμέσως την πηγή του πνευματικού νερού (Reuss,g). Η στίξη στα λόγια αυτά του Κυρίου έγινε με διάφορους τρόπους. Ο Κυπριανός και κάποιοι άλλοι Λατίνοι πατέρες βάζουν στίξη ως εξής: ο διψών ερχέσθω προς με, και πινέτω ο πιστεύων εις εμέ. Οι Έλληνες όμως πατέρες Κύριλλος Ιεροσολύμων, Β, και Α, μαζί τους επίσης και ο Ω, στίζουν με τελεία μετά τη λέξη πινέτω, συνδέοντας τη φράση «ο πιστεύων εις εμέ» με τα επόμενα (χ).
Ιω. 7,38 (1)ὁ πιστεύων(2) εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή(3), ποταμοὶ(4) ἐκ τῆς κοιλίας(5) αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(6).
Ιω. 7,38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή• και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”.
(1) H έννοια που εκφράζεται σε αυτόν το σ. είναι κάπως διαφορετική από αυτήν του προηγούμενου σ. Στον προηγούμενο διακηρύχτηκε, ότι καθένας που διψά βρίσκει την ικανοποίησή του στο Χριστό (σ. 37). Εδώ προστίθεται, ότι ο πιστός, αφού πιει και ικανοποιήσει τη δίψα του με το Χριστό (σ. 37), γίνεται και αυτός πηγή ικανοποιώντας τις διψασμένες ψυχές των άλλων (σ. 38), «ώστε όχι μόνο να πλημμυρίζει τον δικό του νου, αλλά να μπορεί ήδη να κατακλύζει και τις καρδιές των άλλων, αναβλύζοντας σαν το τρεχούμενο νερό ποταμού το θεόσδοτο αγαθό και στον πλησίον» (Κ). Έτσι αυτός που πιστεύει σε αυτόν τον σ., είναι αυτός που κατά τον προηγούμενο σ. ήλθε στο Χριστό και ήπιε.
(2) Το κύριο ρήμα από το οποίο εξαρτάται η μετοχή πιστεύων είναι το ρεύσουσι. Η σύνταξη αυτή είναι συνηθισμένη και στους κλασσικούς.
(3) Σύμφωνα με τον g, ο Κύριος αναφέρεται εδώ στη φράση ποταμοί ύδατος, η οποία συναντιέται σε χωρία της Π.Δ. τα οποία πιθανότατα διαβάζονταν σε αυτήν τη γιορτή και αναφέρονταν στην με θαύμα αναπήδηση άφθονου νερού στην έρημο (Δευτ. η 15,Αρ. κ 11,Ψαλμ. ριγ 8), ενώ το «κοιλία» λήφθηκε από την αντίστοιχη εβραϊκή λέξη στη διήγηση της Γραφής η οποία λέξη σημαίνει το εσωτερικό του βράχου. Με αυτήν την εκδοχή ζητά ο g να συμβιβάσει τη φράση αυτή με το ότι πουθενά στην Γραφή δεν συναντιέται ξεκάθαρα η φράση «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας …».
Ο Χ από την άλλη για τον ίδιο λόγο συνδέει το «καθὼς εἶπεν ἡ γραφή» με το «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», μη βάζοντας κόμμα μετά το «εμέ», αλλά μόνο μετά το «η γραφή. («Και πού είπε η Γραφή, ότι ποταμοί… ύδατος ζώντος; Πουθενά. Τι συμβαίνει λοιπόν…;» (Χ). «Πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά τη φράση «καθώς είπεν η Γραφή»» (Ζ). «Δείχνει δηλαδή ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση ώστε να πιστεύουν όχι τόσο από τα θαύματα, όσο από τις Γραφές» (Χ). «Αυτός που πιστεύει σε εμένα… όπως μαρτυρεί η Γραφή για εμένα, ότι είμαι δηλαδή Υιός Θεού» (Θφ).
Η πιθανότερη ερμηνεία είναι, ότι ο Κύριος αναφέρει εδώ γενικά και ελεύθερα αλήθεια που προκηρύττονταν με άλλες λέξεις από τους προφήτες, έχοντας υπ’ όψη προφητείες όπως οι Ησαΐου μδ 3,νη 11,Ιωήλ γ 18,Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1 και εξής. Άλλωστε η μέσα στην κοιλιά εγκαθίδρυση του νόμου είναι ιδέα της Γραφής (Ψαλμ. λθ 9), και κηρύττεται στις Παροιμίες ότι «ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.(=Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδιά του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητο ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχή του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του). Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία αυτή αλήθεια, τα λόγια στις παραπάνω προφητείες για νερό που ρέει σε άγιο τόπο, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ (Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1), εφαρμόζονται στο εσωτερικό καθενός από τους πιστούς, και καθορίζεται ως τόπος της ρεύσης των ποταμών η κοιλιά του (ο,β).
(4) Δες δ 10-14. Ή «ποτάμια… δηλαδή πνευματική διδασκαλία, με την οποία ποτίζουν τους ακροατές» (Α). «Διότι νερό αποκάλεσε τη διδασκαλία του» (Α).
Ή, πιο σωστά, «το Πνεύμα το Άγιο το οποίο από την πίστη αυτών που έχουν πιστέψει στο Χριστό γεννιέται μέσα στους άξιους» (Β).
«Επίσης είπε ότι ποτάμια θα ρεύσουν, και όχι ποτάμι τρεχούμενου νερού» (Θφ). «Φανερώνοντας την πλούσια παροχή του πνεύματος, την πλημμύρα της θείας χάριτος· και λέει «ζωντανού», το οποίο δηλαδή πάντοτε ενεργεί, συνεχώς κινείται» (Ζ).
«Διότι η χάρη του Πνεύματος, όταν εισέλθει και εγκατασταθεί στην διάνοια, αναβλύζει περισσότερο από κάθε πηγή και δεν σταματά, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει» (Χ). Οι δωρεές και ενισχύσεις του Πνεύματος παρομοιάζονται με νερό τρεχούμενο και που διαρκώς ρέει, διότι είναι οι ενεργείς και ζωηρές αρχές της πνευματικής ζωής. Ποτάμια νερού τρεχούμενου, δηλαδή αφθονία από τη μία και σταθερότητα από την άλλη. Οι δωρεές και χάριτες ρέουν άφθονα και σταθερά ως ποταμός ανεξάντλητος, ως ρεύμα ισχυρό που καταρρίπτει κάθε αντίσταση και αμφιβολία και κάθε φόβο.
(5) Κάποιοι ανάμεσα στους οποίους και ο Κυπριανός και ο b, θεώρησαν ότι πρόκειται για την κοιλιά του Μεσσία (αὐτοῦ=του Χριστού), και για να ευοδωθεί αυτή η εκδοχή συνδέουν, όπως είπαμε το ο πιστεύων εις εμέ με το πινέτω βάζοντας την στίξη ως εξής: ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ. Καθὼς εἶπεν… Αυτή η στίξη και ερμηνεία είναι εξεζητημένη. Δες και την εκδοχή των χ και μ, σύμφωνα με τους οποίους οι λόγοι αυτοί λέγονται προληπτικά και αναφορικά με την σκηνή στο Ιω. ιθ 34, κατά την οποία από την πλευρά του Κυρίου έρρευσε αίμα και νερό. Πιο σωστό είναι το αὐτοῦ να αναφέρεται σε αυτόν που πιστεύει.
«Αν δηλαδή έχει ειπωθεί για το Πνεύμα το οποίο σαν νερό τρεχούμενο, όπως τα ποτάμια, εκπορεύεται από αυτόν που πιστεύει» (Ω). Κοιλιά λοιπόν εννοεί ή γενικά το εσωτερικό, προτιμώντας τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή η κοιλιά δέχεται όταν πίνεται το αισθητό νερό·
ή, πιο σωστά, «κοιλιά εδώ εννοεί την καρδιά, όπως ακριβώς και αλλού λέει: «Και τον νόμο σου στο μέσο της κοιλιάς μου (Ψαλμ. λθ 9»» (Χ).
«Με την ονομασία της κοιλιάς οδηγούμαστε να εννοήσουμε την καθαρή καρδιά» (Γν). Δες και το χωρίο Παροιμ. ιη 4 που παρατέθηκε παραπάνω. Από την κοιλιά του θα ρεύσουν προς τα έξω. Οι αγαθές διαθέσεις και τα αγαθά συναισθήματα θα παράγουν αγαθές ενέργειες και πράξεις και η άγια καρδιά θα εκδηλωθεί και σε άγια ζωή. Το δέντρο γνωρίζεται από τους καρπούς του και η πηγή από τα νερά της. Και θα κάνει συμμέτοχο των χαρισμάτων του και της όλης χρησιμότητάς του και τους άλλους. Ο αγαθός άνθρωπος είναι κοινό αγαθό. Τα χείλη του «αποστάζουν χάριτες» (Παροιμ. ι 32). Δεν είναι αρκετό να πίνουμε από τα αγγεία μας και από τα πηγάδια μας. Πρέπει να ξεχειλίζουν τα νερά μας, ώστε από αυτά να ευφραίνονται και οι άλλοι (Παροιμ. ε 15).
(6) Όποιος πιστεύει στο Χριστό, δεν παίρνει μόνον αυτός το νερό της ζωής, που ξεπηδά για αιώνια ζωή, αλλά καθίσταται και αυτός πηγή της δωρεάς αυτής και για τους άλλους. Διότι κανείς δεν μπορεί να δεσμεύσει στον εαυτό του το Πνεύμα. Όπου υπάρχει το Πνεύμα, ρέει άφθονα προς τα μπρος. Εάν δεν υπάρχει άφθονη υπερχείλιση και ροή, ασφαλώς ούτε Πνεύμα υπάρχει (τ).
Ιω. 7,39 τοῦτο(1) δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος(2) οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν(3)· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον(4), ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(5).
Ιω. 7,39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του.
(1) «Ποιό; Το «ποτάμια θα ρεύσουν από την κοιλιά του τρεχούμενου νερού»» (Ζ). Έχουμε εδώ ερμηνεία των λόγων του Κυρίου στους σ. 37-38, που δίνεται από τον ευαγγελιστή (β).
(2) Το τρεχούμενο νερό ως εικόνα του Πνεύματος συναντιέται και στον Παύλο (Α΄ Κορ. ιβ 13) (β). Ονομάζει το Πνεύμα ύδωρ τρεχούμενο ως αιτία της πνευματικής ζωής, η οποία ως αποτέλεσμα αυτού συνυπονοείται με την εικόνα του τρεχούμενου νερού (g).
Ο Lightfoot (Hor. Hebr. ΙΙΙ 332) παραθέτει χωρίο από το Ταλμούδ, κατά το οποίο και η σπονδή του νερού κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας συμβόλιζε και στους Ιουδαίους το ξεχείλισμα του Πνεύματος. Διότι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν, ότι μετά το θάνατο των δύο τελευταίων προφητών, του Ζαχαρίου και του Μαλαχίου, το Πνεύμα αποσύρθηκε και ανέμεναν κάποια νέο ξεχείλισμά του (Ιωήλ γ 1, δες Πράξ. β 17)(β).
Η παραμονή και ενέργεια του Πνεύματος στους πιστούς γίνεται πηγή που αναβλύζει, ρέει, από την οποία αναπηδούν πλούσια ρεύματα, που δροσίζουν και καθαρίζουν ως νερό διαυγές και άφθονο, μαλάσσουν τις ψυχές και ποτίζουν αυτές σαν νερό, κάνοντας αυτές καρποφόρες σε έργα αρετής. Όταν οι απόστολοι και οι πρώτοι Χριστιανοί μιλούσαν με άλλες γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού, όπως το Πνεύμα τους έδινε να μιλούν (Πράξ. β 4) και μετέπειτα κήρυξαν και συνέγραψαν το ευαγγέλιο του Χριστού με θεία ευγλωττία, τότε Ποτάμια έρρευσαν από την κοιλιά τους νερού τρεχούμενου.
(3) Υπάρχει και η γραφή: ὃ (=το οποίο) έμελλον. Όχι μόνο οι πρώτοι μαθητές, αλλά και όλοι οι πιστοί, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Για αυτό χρησιμοποιεί και για το λαμβάνειν και για το πιστεύοντες ενεστώτα. Υπάρχει όμως και η γραφή πιστεύσαντες (αόριστος), η οποία αναφέρεται στον πρώτο όμιλο των μαθητών, ο οποίος για πρώτη φορά έλαβε το Πνεύμα. Είχε δοθεί υπόσχεση σε όλους όσους πιστεύουν στο Χριστό, ότι θα έπαιρναν Πνεύμα Άγιο. Μερικοί πήραν και τις θαυματουργικές δωρεές του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ. ιστ 17,18). Όλοι όμως έλαβαν τις χάριτές του που εξαγιάζουν. Η δωρεά του αγίου Πνεύματος είναι μια από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της Καινής Διαθήκης (Πράξ. β 39). Και εφόσον η υπόσχεση αυτή δόθηκε, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πραγματοποιήθηκε για όλους εκείνους, οι οποίοι ενδιαφέρονται για αυτήν την διαθήκη.
(4) Ή, «Δηλαδή δεν είχε δοθεί» (Χ). Δεν είχε ληφθεί ακόμη, δεν είχε ξεχυθεί (G). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία έχουμε και την γραφή του βατικανού κώδικα «δεδομένον» που προήλθε από κείμενο που μπήκε από το περιθώριο του χειρογράφου.
Ή «δεν ήταν ακόμη (το Πνεύμα) σε αυτούς που πίστευαν σε αυτόν» (Ζ), όπου το ἦν μπαίνει για να σημάνει «την πλήρη και ολόκληρη κατοίκηση μέσα στους ανθρώπους του αγίου Πνεύματος» (Κ). Και από την ερμηνεία αυτή προήλθε η γραφή του Κανταβρυγινού κώδικα «επ’ αυτοίς (=σε αυτούς)» (g).
Το ἦν λοιπόν «δεν αναφέρεται στην υπόσταση, αλλά στην ενέργεια του Πνεύματος, η οποία έγινε μετά την ανάσταση του Χριστού» (αμ). Αλλά και για την παρουσία του Πνεύματος ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη: «Ως προς τους προφήτες, κατά γενική ομολογία είχε δοθεί άγιο Πνεύμα, αλλά αυτή η χάρη είχε ατονήσει και είχε φύγει από τη γη… Διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επέβλεπε η θεία χάρις τα άγιά τους… αλλά επρόκειτο να ξεχυθεί άφθονα… μετά τον σταυρό… για αυτό λέει, Διότι δεν υπήρχε ακόμα Πνεύμα άγιο» (Χ).
Η δεύτερη εκδοχή, η οποία είναι και πιο σωστή, είναι η εξής· Λόγω της αμαρτίας του Αδάμ «απομακρύνθηκε από την ανθρωπότητα το Πνεύμα που μπορεί να μας συγκρατεί και να μας διαπλάθει προς ομοίωση με το θείο χαρακτήρα». Και δόθηκε μεν στους προφήτες, αλλά «στους άγιους προφήτες δόθηκε κάποια πλούσια έλλαμψη και φωτισμός του Πνεύματος, που μπορούσε να τους παιδαγωγεί στην κατανόηση εκείνων που επρόκειτο να συμβούν και τη γνώση αυτών που ήταν κρυμμένα, ενώ σε αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό δεν δίνεται απλώς ο φωτισμός του Πνεύματος, αλλά κατοικεί το ίδιο το Πνεύμα και πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι διαμένει μέσα τους. Για αυτό εύλογα διατελούμε και ναοί του Θεού, ενώ κανένας από τους αγίους προφήτες δεν διετέλεσε ποτέ ναός του Θεού» (Κ). Πρόκειται όχι απλώς για κάποιο χάρισμα του Πνεύματος, όπως το προφητικό, αλλά για την έκχυση του Πνεύματος που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον αναγεννά σε υιοθεσία και γεμίζει το εσωτερικό του με κάθε χάρη και με όλους τους καρπούς της αγιότητας.
Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: Στην Π.Δ. υπήρξαν προφήτες και άγιοι, ο Ζαχαρίας μάλιστα και η Ελισάβετ «γέμισαν από Πνεύμα Άγιο». Το «δεν υπήρχε ακόμη Πνεύμα άγιο» λοιπόν, πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην υπέροχη εκείνη και άφθονη και καθολική έκχυση του Πνεύματος, για την οποία είχε δοθεί υπόσχεση στο Ιωήλ β 28 και η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Πράξ. β 1. Εάν συγκρίνουμε την μετά την Πεντηκοστή σοφία και άφθονη χάρη των μαθητών του Χριστού με το ηθικό σκοτάδι που επικρατούσε πριν από αυτούς, θα κατανοήσουμε υπό ποία έννοια το Άγιο Πνεύμα δεν είχε δοθεί. Εκείνο, το οποίο λέγεται κατεξοχήν έκχυση του Πνεύματος, δεν είχε αρχίσει. Το άγιο Πνεύμα δεν είχε ακόμη δοθεί σε τέτοιους ποταμούς τρεχούμενου νερού, όπως ξεχύθηκε μετά την Πεντηκοστή σε όλη τη γη, ακόμη και σε αυτόν τον εθνικό κόσμο.
(5) Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού κώδικα δεδόξαστο.
Ή «δόξα ονομάζει το σταυρό» (Χ), «διότι μέσω του σταυρού νίκησε τον τύραννο και βασίλευσε» (Θφ). Δες και ιβ 23,ιγ 31. Ο θάνατος του Χριστού ονομάζεται σε κάποια σημεία δόξα του. Δες Ιω. ιγ 31 και αυτό διότι πάνω στο σταυρό του θριάμβευσε και αιχμαλώτισε. Η δωρεά λοιπόν του αγίου Πνεύματος αγοράστηκε με το αίμα του Χριστού, το οποίο υπήρξε το πολυτιμότατο τίμημα, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί, για να μας δοθεί το Πνεύμα.
Ή, να δοξαστεί «με την ανάσταση, όταν, αφού συνέτριψε τα δεσμά του θανάτου και αναδείχτηκε ανώτερος κάθε φθοράς, ξανάζησε πάλι έχοντας στον εαυτό του όλη τη ανθρώπινη φύση» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η δόξα σημαίνει το θάνατο, την ανάσταση και την επάνοδο του Ιησού στον Πατέρα (χ). Πράγματι «επειδή ήμασταν εχθροί και είχαμε αμαρτήσει και στερούμασταν τη δωρεά του Θεού… έπρεπε πρώτα να προσφερθεί η θυσία για χάρη μας… και τότε να πάρουμε τη δωρεά» (Χ). Ξεχύθηκε λοιπόν η δωρεά αυτή μετά την ανάληψη, μετά την ανύψωση και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Διαφορετικά αποτελέσματα από τη διδασκαλία του
Ιω. 7,40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον(1) ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς(2) ὁ προφήτης(3)·
Ιω. 7,40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής.
(1) Όχι τον τελευταίο μόνο στους σ. 37-38 αλλά ολόκληρη τη διδασκαλία στους σ. 25-38 (β). Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί και η αυθεντική γραφή «των λόγων» (g), όπου η γενική πτώση σημαίνει σε αυτήν την περίπτωση όχι μόνο την άμεση ακρόαση, αλλά και την εσωτερική επίδραση που προκλήθηκε από αυτήν· ακρόαση με ενδιαφέρον και αγαθή διάθεση (β). «Αφού ντράπηκαν από το θάρρος των λόγων κάποιοι από τον όχλο, όχι από τους άρχοντες (διότι οι άρχοντες πάντοτε λόγω ζήλειας αντιμάχονταν) ομολογούν, ότι αυτός είναι ο προφήτης» (Θφ).
(2) «Το «αληθινά» περιέχει κάποια έμφαση σταθερής ήδη σκέψης, και δείχνει υποψία αποδεκτής πίστης» (Κ).
(3) Όχι απλώς κάποιος προφήτης, αλλά ο προφήτης, «ο προσδοκώμενος» (Θφ), «για τον οποίο έγραψε ο Μωϋσής» (Ζ). Πάντως είναι αξιοσημείωτο, ότι όχι μόνο δεν είχαν αντιληφθεί, ότι ο Ιησούς ήταν και ο Υιός του Θεού, αλλά και για τον προφήτη αυτόν εσφαλμένα φρονούσαν, ότι ήταν πρόσωπο διαφορετικό από τον Μεσσία ή Χριστό (ο).
«Μη γνωρίζοντας την υπεροχή του Εμμανουήλ έναντι όλων, αλλά υπολογίζοντάς τον σαν έναν από τους άλλους, βάλουν εναντίον του πάρα πολύ απερίσκεπτα και με τα νομικά παραγγέλματα… και νομίζουν ότι είναι άλλος ο Χριστός από τον κηρυττόμενο από το νόμο προφήτη» (Κ).
Ιω. 7,41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον(1)· μὴ γὰρ(2) ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,4 Αλλοι έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν• “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός;
Ιω. 7,42 οὐχὶ ἡ γραφὴ(3) εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης(4), ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;”
(1) Αυτοί κινούνται μάλλον από εχθρικό πνεύμα. «Δεν τα έλεγαν διότι ζητούσαν να μάθουν, αλλά απλώς για να ανατρέψουν την σχετικά με το Χριστό γνώμη» (Χ).
(2) Ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται η ερώτηση υπονοεί απάντηση αρνητική (β). Ο λόγος μπορεί να είναι ελλειπτικός, οπότε το γαρ αιτιολογεί την άρνηση που υπονοείται: Όχι, δεν είναι ο Χριστός. Διότι μήπως… (ο).
(3) Στα Β΄ Βασ. ζ 12,13,Ψαλμ. ρλα 11,Ησαΐου ια 1,Ιερεμ. κγ 5 προλέγει η Γραφή την προέλευση του Μεσσία από το σπέρμα του Δαβίδ και στο Μιχ. ε 2 προλέγει τη γέννησή του στη Βηθλεέμ (β). Ίσως το πλήθος αυτό, το οποίο τόσο πρόχειρα χρησιμοποιούσε τις μαρτυρίες της Γραφής για απόδειξη, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Χριστός, δεν γνώριζε και τα άλλα μέρη της Γραφής, ούτε είχε ενδιατρίψει σε αυτήν, αλλά όσα έλεγε, είχαν μπει στο στόμα του από τους άρχοντές του, οι οποίοι προσπαθούσαν να στηρίξουν και να ενισχύσουν τις εναντίον του Ιησού προκαταλήψεις. Πολλοί από αυτούς που υιοθετούν πλανημένες αντιλήψεις και ιδέες τις οποίες με επιμονή υποστηρίζουν, φαίνονται πρόθυμοι και με ζήλο να αντλούν επιχειρήματα από τις Γραφές, την ώρα που από τις Γραφές αυτές δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο παρά μόνο τα τεμάχια εκείνα, τα οποία για υποστήριξη των πλανών τους διαστρέφουν.
(4) «Μη γνωρίζοντας ότι είχε βέβαια γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας από την αγία Παρθένο που καταγόταν από το σπέρμα του Δαβίδ (διότι ως προς το γένος καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα), από μόνο το ότι είχε ανατραφεί ο Κύριος στη Ναζαρέτ, ξεπέφτουν από την αλήθεια» (Κ).
Από τα λόγια αυτά μπορεί κάποιος να συμπεράνει, πόσο μεγάλη σοβαρότητα είχαν για την εποχή κατά την οποία γράφτηκαν, οι γενεαλογίες στο Ματθαίο και το Λουκά, με τις οποίες αποδεικνύεται η από το γένος του Δαβίδ καταγωγή του Χριστού (ο). Ο Ιωάννης παραθέτει με κάποια ειρωνεία αυτές τις ενστάσεις, χωρίς να αναιρεί αυτές, γνωρίζοντας, ότι οι αναγνώστες του ήταν πληροφορημένοι για τη γέννηση του Κυρίου στη Βηθλεέμ (β).
Ιω. 7,43 σχίσμα(1) οὖν(2) ἐν τῷ ὄχλῳ(3) ἐγένετο(1) δι᾿ αὐτόν.
Ιω. 7,43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού.
(1) «Φιλονικούν μάταια και διαχωρίζονται σε διάφορες γνώμες» (Κ), «όπου το κάθε μέρος φιλονικούσε» (Ζ). Εκδηλώθηκαν διαφορές γνωμών, οι οποίες διατυπώνονταν με θέρμη και πείσμα. Θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο Χριστός ήλθε να φέρει την ειρήνη και ότι όλοι θα εγκολπώνονταν το ευαγγέλιό του. Παρά ταύτα το αποτέλεσμα του ευαγγελικού κηρύγματος υπήρξε διαίρεση, διότι ενώ μερικοί συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτό αφού ελκύστηκαν από αυτό, άλλοι συνασπίστηκαν εναντίον του. Και επακολούθησαν από εδώ ζυμώσεις. Αυτό όμως δεν αποτελεί σφάλμα ή έλλειψη του ευαγγελίου, όπως ακριβώς και για φάρμακο θεραπευτικό δεν αποτελεί έλλειψή του το ότι αποστραγγίζει τους κακούς χυμούς άρρωστου σώματος με σκοπό να απαλλάξει αυτό από αυτούς.
(2) Σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 40-42.
(3) «Σχίσμα όμως έγινε στον όχλο, όχι στους άρχοντες. Διότι οι άρχοντες είχαν μία γνώμη, το να μη δεχτούν αυτόν ως τον Χριστό» (Θφ).
Ιω. 7,44 τινὲς(1) δὲ ἤθελον(2) ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας(3).
Ιω. 7,44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι.
(1) Ο σ. αυτός επαναλαμβάνει με ελάχιστες διαφορές τον σ. 30 (β). Αυτοί, για τους οποίους μιλά ο σ. αυτός, δεν είναι από τους άρχοντες, αλλά από τον όχλο, οι οποίοι αντιτιθέμενοι προς τον Ιησού ήθελαν να τον συλλάβουν και παρακίνησαν ίσως τους υπηρέτες που αναφέρονται στον επόμενο σ., να προβούν στη σύλληψη (ο).
(2) Λιγότερο έντονο από το «ζητούσαν» στο σ. 30 (β). Παρόλο που καθετί που έλεγε ήταν γεμάτο από χάρη και γλυκύτητα, όμως εκείνοι ερεθίζονταν από τα λόγια του. Έτσι ο Κύριος έπασχε, διότι έλεγε και έκανε πάντοτε τα αγαθά.
(3) Ούτε αυτοί, ούτε οι υπηρέτες των αρχιερέων· «όχι από σεβασμό προς αυτόν, ούτε επειδή έβαλαν στους θυμούς τους το από την ευλάβεια χαλινάρι, αλλά αναγκαζόμενοι να ησυχάσουν από μόνη τη δύναμή του» (Κ). «Διότι αόρατα δένονταν τα χέρια τους, αφού τους συγκρατούσε η θεία δύναμη» (Θφ). Όπως η κακία των εχθρών του Ιησού είναι πάντοτε παράλογη, έτσι σε ορισμένες περιστάσεις και η εξουδετέρωση και εκμηδένισή της είναι ανυπολόγιστη.
Ιω. 7,45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους(1), καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι(2)· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν(3);
Ιω. 7,45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι• “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;”
(1) Η ένωση των δύο αυτών ουσιαστικών κάτω από το ίδιο άρθρο υποδηλώνει το ενιαίο της ενέργειας και των δύο (g). Αρχιερείς και Φαρισαίοι, δηλαδή το συνέδριο (β). Παρόλο που ήταν ημέρα γιορτής, το συνέδριο βρισκόταν μαζεμένο αναμένοντας το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας (g). Δεν παρακολουθούσε τις θρησκευτικές τελετές της ημέρας, αλλά άφησε μόνο το λαό σε αυτές, προτιμώντας από τη λατρεία προς το Θεό την φονική συνδιάσκεψη εναντίον του Ιησού.
(2) Λέγεται το «εκείνοι» παρόλο που πρόκειται για πρόσωπα που σύμφωνα με τη σειρά του λόγου βρίσκονται πιο κοντά στο ρήμα εἶπον. Ίσως για να σημάνει, ότι ήταν πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, οι αιώνιοι εχθροί του Ιησού (g)· ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, για να δηλωθεί, ότι οι υπηρέτες ήταν ηθικά πιο κοντά στον Ιωάννη τον ευαγγείστή από τους αρχιερείς και φαρισαίους (Weiss, Westcott).
(3) «Θορυβούνται πολύ με την επιστροφή των υπηρετών, βλέποντας να μην έχουν τον αναζητούμενο… Τι είναι αυτό που σας εμπόδισε, λένε, ώστε να μην πραγματοποιήσετε αυτό που θεωρούν σωστό οι άρχοντες;» (Κ). Εμφανίστηκε δημόσια και πολλοί από το λαό ήταν δυσαρεστημένοι μαζί του και θα τους βοηθούσαν για επιτυχία της σύλληψης. Από την άλλη πάλι ήταν η τελευταία ημέρα της γιορτής και αν αυτή περνούσε δύσκολα θα παρουσιαζόταν νέα ευκαιρία για πραγματοποίηση της σύλληψης. «Γιατί λοιπόν δεν επιτελέσατε το καθήκον σας;».
Ιω. 7,46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(1).
Ιω. 7,46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται• “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”.
(1) «Πήγαν μεν για να τον δέσουν, γύρισαν όμως δεμένοι οι ίδιοι από τον θαυμασμό για τα λόγια του» (Ζ).
«Δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά κυριεύτηκαν από μόνη τη διδασκαλία. Διότι δεν είπαν, ότι ουδέποτε θαυματούργησε έτσι άνθρωπος… Γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και δείχνουν μεγαλύτερο θάρρος, και δεν λένε· Δεν μπορέσαμε λόγω του όχλου… αλλά τι; Ουδέποτε μίλησε έτσι άνθρωπος» (Χ).
Η διδασκαλία του Κυρίου προκαλεί και σε αυτούς την ίδια εντύπωση όπως και στους Γαλιλαίους (Ματθ. ζ 28,29)(β). Αισθάνονται κάποια παράδοξη και πρωτοφανή δύναμη στα λόγια του (τ).
Ουδέποτε άνθρωπος μίλησε με τόση σοφία και δύναμη και χάρη, με τόση πειστική σαφήνεια και με τόση θελκτική γοητεία. Ούτε κάποιος από τους προφήτες, ούτε ο ίδιος ο Μωϋσής, πατά μόνο ο Χριστός. Αναμφίβολα η απάντηση αυτή που δινόταν σε διδασκάλους, τους οποίους οι υπηρέτες άκουγαν κάθε ημέρα, έπληττε πολύ αυτούς (g), παρόλο που δεν ήταν ακτινοβολία πραγματικής πίστης (μ). Όμως είναι αξιόλογο το θάρρος τους. «Διότι δεν μαζεύτηκαν κάπως μπροστά στο θυμό των Φαρισαίων, ούτε ως υπηρέτες δείλιασαν και είπαν τα αρεστά στους άρχοντες, αλλά μαρτυρούν την αλήθεια» (Θφ).
Ιω. 7,47 ἀπεκρίθησαν οὖν(1) αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ(2) καὶ ὑμεῖς(3) πεπλάνησθε;
Ιω. 7,47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς• “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην;
(1) Μετά από αυτήν την απάντηση που έδωσαν οι υπηρέτες, αποκρίνονται λοιπόν οι φαρισαίοι.
(2) Ο τρόπος της ερώτησης υποδηλώνει, ότι αναμένεται αρνητική απάντηση (β). «Δεν χρησιμοποιούν αυστηρότητα» (Ζ), «επειδή φοβούνται μην αποσχιστούν τελείως, αλλά δείχνουν το θυμό τους και μιλούν με επιφύλαξη» (Χ).
(3) «Το μεν άλλο πλήθος του απλού λαού, επειδή δεν ασχολείται με τις ιερές γραφές, αλλά ούτε και είναι οχυρωμένο με την προσκόλλησή του σε εμάς, ας υποθέσουμε ότι ενδεχομένως θα πάει με το μέρος του (του Ιησού) με ροπή χωρίς εξέταση… Με ποιο τρόπο όμως εξαπατηθήκατε και εσείς οι ίδιοι;» (Κ). «Οι δήθεν πιο σοφοί από τους άλλους και που παραμένετε κοντά σε εμάς τους νομομαθείς;» (Θφ).
Ιω. 7,48 μή τις(1) ἐκ τῶν ἀρχόντων(2) ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν(3) ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων(2);
Ιω. 7,48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν.
(1) Και η μορφή αυτή της ερώτησης υποδηλώνει απάντηση αρνητική (β).
(2) Δεν ήταν όλοι οι Φαρισαίοι άρχοντες, αλλά μόνο οι εκλεκτότεροι μεταξύ αυτών. Για αυτό και διακρίνει αυτούς ως ιδιώτες από τους επίσημους άρχοντες. Όλοι όμως θεωρούνταν ως ζηλωτές και αυστηρά ορθόδοξοι. Για αυτό και αναφέρει αυτούς όλους παράλληλα με τους άρχοντες (β,ο). Μήπως κάποιος από τους άρχοντες τους μόνους αρμόδιους να κρίνουν για θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους τους φρουρούς αυτούς της ορθοδοξίας; (μ).
Οι Φαρισαίοι βλέποντας ότι οι απεσταλμένοι να συλλάβουν τον Ιησού μολύνθηκαν από τη διδασκαλία του, υπενθυμίζουν σε αυτούς, ότι οι γνώμες τους και τα φρονήματά τους πρέπει να κανονίζονται σύμφωνα με τις γνώμες και τα φρονήματα των προϊσταμένων τους. Καυχώμενοι ότι ήταν ειδήμονες του νόμου, βεβαιώνουν, ότι κανένα μέλος από το συνέδριο δεν σκοτίστηκε με τη διδασκαλία αυτού του Γαλιλαίου. Η ταλαντευόμενη λοιπόν πίστη του όχλου οφείλεται στην άγνοια του νόμου (χ). Η υπόθεση του Χριστού σπάνια είχε στο πλευρό της άρχοντες και Φαρισαίους. Δεν χρειάζεται κοσμική υποστήριξη, ούτε υπόσχεται κοσμικά πλεονεκτήματα και απολαβές. Για αυτό ούτε κολακεύει, ούτε κολακεύεται από τους μεγάλους αυτού του κόσμου. Η αυταπάρνηση και ο σταυρός, τα οποία ζητά ο Χριστός από τους οπαδούς του, είναι πολύ βαριά και σκληρά μαθήματα για τους άρχοντες και τους Φαρισαίους.
(3) Κάποια μεμονωμένα παραδείγματα αρχόντων που πίστεψαν, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, ή αποτελούσαν μειονότητα ασήμαντη και για αυτό δεν ακριβολογούν τώρα για αυτούς, ή πιθανότερο ήταν τελείως άγνωστα στους αρχιερείς και τα μέλη του συνεδρίου (ο). Παρ’ όλα αυτά μετά από λίγο αναφέρεται από τον Ιωάννη ότι «από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σε αυτόν» (ιβ 42). Αλλά αυτοί φαίνεται, ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν είχαν ακόμα πιστέψει (β). Όπως στο στ 41-42, έτσι και εδώ αρέσκεται ο Ιωάννης να παραθέτει λόγια που λέχθηκαν εναντίον του Ιησού, που διαψεύστηκαν όμως από τα πράγματα και για αυτό έγιναν γελοία (g).
Ιω. 7,49 ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος(1) ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον(2) ἐπικατάρατοί(3) εἰσι!
Ιω. 7,49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!”
(1) Με πολλή περιφρόνηση λέγεται αυτό. Από τα λίγα χωρία, τα οποία με ζωηρότατα χρώματα παρουσιάζουν την αλαζονεία και υπερηφάνεια των αρχιερέων και Φαρισαίων (ο).
Ο όχλος αυτός, τον οποίο αυτοί μεν απαξίωναν να κατατάξουν και με τα σκυλιά ακόμα του ποιμνίου τους, ο Θεός όμως αριθμούσε στα πρόβατά του. Εάν με τη φράση «ο όχλος αυτός» εννοούσαν την κοινότητα του ιουδαϊκού έθνους, ήταν όλοι το σπέρμα του Αβραάμ και κληρονόμοι των υποσχέσεων του Θεού. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν με τόση περιφρόνηση να εκφράζονται οι Φαρισαίοι για αυτούς. Εάν πάλι εννοούσαν τους ακολούθους του Χριστού, παρόλο που αυτοί ήταν γενικώς λίγοι στον αριθμό και άσημοι κατά την περιουσία και την κοινωνική θέση, επειδή όμως προσκολλήθηκαν στο Χριστό, είχαν αποβεί μπροστά στο Θεό μεγάλοι και τίμιοι. Πώς λοιπόν οι Φαρισαίοι τους περιφρονούσαν; Σημείωσε, ότι ο Θεός στη σοφία του εκλέγει όχι σπάνια τα ταπεινά και τα περιφρονημένα, και η ανόητη σοφία των ανθρώπων του κόσμου κρίνοντας με βάση φαινόμενα εξωτερικά περιφρονεί τους εκλεκτούς του Θεού.
(2) «Νόμο εδώ λένε την όλη γραφή γενικώς» (Ζ), και ιδιαιτέρως τους προφήτες, όπως φαίνεται από την στο σ. 52 απάντηση προς τον Νικόδημο. Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι δεν έκαναν ειδικές σπουδές γύρω από την Γραφή, αλλά οι οποίοι είναι ειλικρινείς, ζηλωτές, και με την τήρηση του θείου νόμου και την πείρα που αποκομίζουν από αυτήν και με την επικοινωνία τους με το Θεό μέσω των προσευχών, ζουν στη ζωή τους αυτά που μελετιούνται στη Γραφή, εμβαθύνουν στο πνεύμα της πολύ περισσότερο από όσο μεγάλοι θεολόγοι που σπούδασαν σε πανεπιστημιακές σχολές, αλλά υπολείπονται σε προσωπική πείρα της χριστιανικής ζωής.
(3) Υπήρχαν ραββινικά λόγια, σύμφωνα με τα οποία «αυτός που αγνοεί (το νόμο) δεν είναι ευσεβής· μόνο αυτού που ξέρουν το νόμο θα αναστηθούν» (στον g, και δ). Λόγω της άγνοιάς τους πιστεύουν στον Ιησού και για αυτό μένουν καταραμένοι (b). «Καταραμένοι» επειδή «παραβαίνουν το νόμο» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή επάρατος, το οποίο δεν συναντιέται και πάλι στην Κ.Δ.
Αποτελεί σφετερισμό του προνομίου του Θεού, όπως και εκδήλωση ασπλαχνίας, το να αποκηρύττει κάποιος ορισμένα πρόσωπα, πολύ δε περισσότερο πλήθος ολόκληρο ως καταραμένους. Είμαστε ανίκανοι να κρίνουμε παίρνοντας το βήμα αυτού που είναι ο μόνος που εξετάζει καρδιές και νεφρούς και για αυτό του μόνου ικανού να κρίνει κάθε σάρκα. Για αυτό δεν επιτρέπεται σε εμάς να καταδικάζουμε και να κατακρίνουμε κανένα, αλλά το μόνο παράγγελμα, το οποίο υποχρεωνόμαστε πάντοτε να τηρούμε, είναι το «Ευλογείτε και μην καταριέστε».
Ιω. 7,50 λέγει Νικόδημος(1) πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς(2) πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν(3)·
Ιω. 7,50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν•
(1) Συχνά εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν δειλοί εκεί όπου κανείς κίνδυνος δεν υπήρξε, στην κρίση του κινδύνου αποδεικνύονται υπερασπιστές της αλήθειας (b). Ο Νικόδημος ακούγοντάς τους να ισχυρίζονται ότι κανείς δεν πίστεψε από τους άρχοντες θεώρησε καθήκον του προς την αλήθεια να διαφωνήσει με αυτό (δ).
(2) Υποδηλώνεται με αυτό πρόοδος που συντελέστηκε στον Νικόδημο. Αυτός που από δειλία επισκέφτηκε σε καιρό νύχτας τον Ιησού τώρα παίρνει θάρρος να αντιμιλήσει στους άρχοντες (g). Πολλοί από τους πιστούς, οι οποίοι κατά τα πρώτα τους βήματα παρουσιάζονται δειλοί και ανίκανοι να αντισταθούν στην ελαφρότερη πνοή του ανέμου, με τη θεία χάρη γίνονται τελικά ισχυροί και αδιάσειστοι.
(3) «Είναι ένας από τους άρχοντες και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που έλαχαν να έχουν την εξουσία» (Κ). Η προσθήκη αυτής της επεξήγησης γίνεται με κάποια ειρωνεία. «Επειδή είπαν, Και κανείς από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε αυτόν, για αυτό επισημαίνει ο ευαγγελιστής ότι ήταν ένας από αυτούς, δείχνοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε αυτόν» (Χ).
Το ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού νύχτα και παρέμεινε στα κρυφά μαθητής του, διατηρώντας τη θέση του στο ιουδαϊκό συνέδριο, αποδίδεται συνήθως στη δειλία του και θεωρείται σύμπτωμα ασθένειας στην πίστη. Αλλά ο Χριστός δεν είπε και στο Νικόδημο το «ακολούθησέ με», όπως το είπε στους 4 ψαράδες μαθητές και στο Ματθαίο. Εάν έλεγε και στο Νικόδημο αυτό, αυτός θα ακολουθούσε το διδάσκαλο. Πρέπει μάλλον στη σύνεση του Νικοδήμου να αποδώσουμε το ότι προς το παρόν δεν απέρριψε το αξίωμά του στο συνέδριο, αλλά διατήρησε αυτό, για να έχει την ευκαιρία, να υπηρετεί και με αυτό το Χριστό και να συγκρατεί κατά το δυνατόν την μανία των Ιουδαίων εναντίον του Διδασκάλου.
Παρόλο που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε τον Διδάσκαλό μας, όμως πρέπει να αναμένουμε με σύνεση, για να κάνουμε τη δημόσια για αυτόν ομολογία μας στον πρέποντα καιρό, οπότε θα γίνεται αυτή με μεγαλύτερη καρποφορία και περισσότερα πλεονεκτήματα. Δες ακόμα ότι ο Θεός έχει παντού το υπόλειμμά του. Στις χειρότερες θέσεις και τα ελεεινότερα περιβάλλοντα βρίσκει κάποιος πρόσωπα εξαίρετα και πραγματικά αξιότιμα. Στο ιουδαϊκό συνέδριο βρίσκουμε το Νικόδημο και τον Ιωσήφ, όπως και στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα τον Δανιήλ και στο ανάκτορο του Αρταξέρξη τον Νεεμία.
Ιω. 7,51 μὴ(1) ὁ νόμος(2) ἡμῶν κρίνει(3) τὸν ἄνθρωπον(4), ἐὰν μὴ ἀκούσῃ(5) παρ᾿ αὐτοῦ(6) πρότερον καὶ γνῷ(5) τί ποιεῖ(7);
Ιω. 7,51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;”
(1) «Τους ελέγχει ο Νικόδημος… αλλά με τρόπο έμμεσο και μαλακό· διότι δεν είχε ακόμη το θάρρος που ταίριαζε» (Ζ). Δεν παρουσιάζεται αμέσως υπερασπιστής του Ιησού, αλλά μάλλον τηρητής του νόμου (β). Την ώρα που εκείνοι κατηγορούσαν το λαό ότι αγνοεί το νόμο, ο Νικόδημος ήδη σιωπηλά και έμμεσα στρέφει την κατηγορία αυτή εναντίον τους και δείχνει σε αυτούς, ότι αγνοούσαν στοιχειώδεις και θεμελιώδεις αρχές του νόμου.
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Ο νόμος, τον οποίο υποθέτετε, ότι εσείς μόνοι γνωρίζετε (b).
«Επειδή λοιπόν είπαν… οι οποίοι δεν γνωρίζουν το νόμο… στη συνέχεια τους ελέγχει ο Νικόδημος… Διότι δείχνει ότι αυτοί ούτε ήξεραν το νόμο ούτε έπρατταν το νόμο» (Χ).
(3) «Κατακρίνει» (Ζ). Προσωποποιείται ο νόμος ως δικαστής· «κρίνει… ακούσει… γνωρίσει» (g). Όταν οι δικαστές εμπνέονται από το νόμο και διέπονται από αυτόν, κρίνει τότε και ακούει και γνωρίζει ο νόμος, διότι οι δικαστές αυτοί είναι το στόμα του νόμου και όσες φορές ελευθερώνουν ή καταδικάζουν σύμφωνα με το νόμο, ορθά λέγεται ότι ο νόμος ελευθέρωσε ή καταδίκασε.
(4) Ή, έναν άνθρωπο (β)· ή τον άνθρωπο τον κατηγορούμενο και που οδηγήθηκε στο δικαστήριο (ο).
(5) «Επομένως δεν χρειάζεται απλή ακρόαση, αλλά και ακριβής· διότι αυτό σημαίνει το «και να γνωρίσει τι κάνει»· τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό, και αν απέβλεπε μήπως σε ανατροπή της πολιτείας και ως εχθρός» (Χ). Ότι μία κατηγορία δεν έπρεπε να γίνεται δεκτή χωρίς προηγούμενη έρευνα (Εξόδ. κγ 1) και ότι και τα δύο μέρη, και ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος έπρεπε να ακουστούν (Δευτ. α 16) αποτελούσαν αρχές θεμελιώδεις του ιουδαϊκού νόμου (β). Οι δικαστές όταν ακούνε τα παράπονα και τις κατηγορίες των κατηγόρων, πρέπει πάντοτε να αφήνουν χώρο και τόπο στις διάνοιές τους και για την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, διότι έχουν δύο αυτιά, τα οποία υπενθυμίζουν σε αυτούς ότι οφείλουν να ακούνε προσεχτικά και τα δύο μέρη.
(6) Υπάρχουν και στους κλασσικούς παραδείγματα τέτοιας σύνταξης του «ακούω» κυρίως για ακρόαση της απολογίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Ο Ιωάννης όμως κάνει χρήση αυτής της σύνταξης και αλλού, όπου δεν πρόκειται για τέτοια υπεράσπιση (δες α 41)(β).
(7) Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται όχι με βάση εκείνα τα οποία λένε εναντίον τους, αλλά με βάση τα όσα αυτοί οι ίδιοι έπραξαν.
Ιω. 7,52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ(1); ἐρεύνησον καὶ ἴδε(2) ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(3).
Ιω. 7,52 Απήντησαν και του είπαν• “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”.
(1) «Δες πώς απαντούν χωρίς λεπτούς τρόπους και με θυμό» (Ζ). Λες και όλοι οι μαθητές του Ιησού ήταν Γαλιλαίοι και λες και ο ίδιος ο Ιησούς να μην ήταν από άλλο μέρος παρά από τη Γαλιλαία (b). Αυτοί ως αριστοκράτες των Ιεροσολύμων εκδήλωναν περιφρόνηση προς τους επαρχιώτες Γαλιλαίους (β). Υπονοεί επίσης η ερώτηση αυτή, ότι οι Γαλιλαίοι κυρίως συμμερίζονταν τις Μεσσιακές αξιώσεις του Ιησού (ο).
(2) Δες, δηλαδή θα δεις εύκολα (b). Τα πράγματα είναι τόσο σαφή, ώστε θα πέσουν αμέσως στα μάτια σου και θα πειστείς. «Σαν να έλεγε κάποιος: Πήγαινε, μάθε» (Χ).
(3) Παρ’ όλα αυτά τουλάχιστον ο Ιωνάς ήταν Γαλιλαίος από τη Γεθχοφέρ (Δ Βασ. ιδ 25). Πιθανώς επίσης και ο Ωσηέ, του οποίου οι προφητείες αφορούν στο βόρειο βασίλειο (β). Αλλά και του Ναούμ η πατρίδα παραμένει αβέβαιη (g). Για αυτό ζητήθηκε να θεραπευτεί η ιστορική αυτή ανακρίβεια με τη διαφορετική γραφή ουκ εγείρεται=Όχι στο παρελθόν, αλλά τώρα στα παρόντα χρόνια δεν πρόκειται από τη Γαλιλαία να βγει προφήτης (β).
Πιο σωστή η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, στην έξαψή τους οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι παρατρέχουν λεπτομέρεια, η οποία πράγματι αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο συνήθως οι προφήτες προέρχονταν από την Ιουδαία (ο). Όταν κάποιος έχει αρετή και πραγματική αξία, σε τι η φτώχεια ή η αφάνεια της πατρίδας του μπορεί να υποτιμήσει αυτόν; Δεν ήταν και οι Γαλιλαίοι απόγονοι του Αβραάμ; Αλλά και οι βάρβαροι και Σκύθες δεν είναι σπέρμα του Αδάμ; Και δεν έχουμε όλοι μαζί έναν Πατέρα; Αλλά και αν υποτεθεί, ότι από τη Γαλιλαία κανείς προφήτης δεν βγήκε, τι θα εμπόδιζε το Θεό να αναδείξει τώρα και Γαλιλαίο προφήτη;
Ιω. 7,53 Καὶ ἀπῆλθεν(1) ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ(2).
Ιω. 7,53 Διέλυσαν τότε την συνεδρίασίν των με ταραχήν και επήγε ο καθένας στο σπίτι του.
(1) Η συνεδρίαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου διαλύθηκε, και όπως υποδηλώνεται από την απότομη διάλυση, αυτή δεν έγινε αθόρυβα (ο). Οι σύνεδροι αναχώρησαν «οργισμένοι από το λόγο του Νικοδήμου» (Ζ). Διέλυσαν με βιασύνη και σύγχυση την συνεδρία. Συγκεντρώθηκαν στο ίδιο σημείο εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού. Αλλά όχι μόνο αυτός που κατοικεί στους ουρανούς γέλασε εις βάρος τους, αλλά και εμείς στη γη ελεεινολογούμε αυτούς βλέποντας να διαλύονται σε αφρό όλες οι ραδιουργίες της περίτεχνης πολιτικής τους με ένα μόνο συνετό λόγο, που βγήκε από το στόμα ενός από τους συναδέλφους τους.
(2) Είναι όμως πιθανό, ότι ο σ. αυτός συνδέεται με τους αμέσως επόμενους (η 1-11) αναπόσπαστα και συνεπώς δεν ανήκει στην αφήγηση του Ιωάννη, αλλά αποτελεί μέρος του κειμένου, από το οποίο αποσπάστηκε η περικοπή για τη μοιχαλίδα (g,b)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 252-284 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940