(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 355-358).
Δοκιμάζεται η φιλία. Απάντηση στη διαίρεση.
Δεν είχε τη δύναμη ο Βασίλειος να ματαιώσει τη διαίρεση. Είχε όμως τη σύνεση του ποιμένα και αντέδρασε στο αντικανονικό αυτό μέτρο έτσι που να προκύψει ωφέλεια στους πιστούς. Χειροτόνησε δηλαδή επισκόπους σε μερικές κωμοπόλεις που δεν ήταν επισκοπές και που τις διεκδικούσε ο μητροπολίτης της Β' Καππαδοκίας.
Η ωφέλεια ήταν άμεση. Οι πιστοί των πόλεων τούτων γνώρισαν εντονότερη την ποιμαντική φροντίδα, πρόκοψαν περισσότερο στην πνευματική ζωή και δεν παρασύρθηκαν από τους κακόδοξους. Αντί λοιπόν να διαιρεθεί η Εκκλησία, αυξήθηκε πνευματικά.
Στις καινούργιες επισκοπές τοποθέτησε φυσικά φίλους του, αυστηρά ορθόδοξους. Το περίεργο μόνο είναι ότι για το σχέδιό του αυτό χρησιμοποίησε και δυο μεγάλους θεολόγους που και οι δυο απέτυχαν στο έργο τούτο. Πρόκειται για το φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο και τον αδελφό του Γρηγόριο. Τον πρώτο χειροτόνησε για την επισκοπή Σασίμων, μεταξύ Καισάρειας και Τυάνων. Τον δεύτερο για την επισκοπή της Νύσσας, κοντά στον Άλυ ποταμό.
Ο φίλος του δεν πήγε καθόλου στην επισκοπή του. Ο αδελφός του πήγε, άλλα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε.
Η απόφαση του Βασιλείου να χρησιμοποιήσει το φίλο του Γρηγόριο στο παραπάνω σχέδιο έγινε αιτία να δοκιμασθεί για λίγο η φιλία των δυο ανδρών. Και θα είχε διαλυθεί οριστικά εάν δεν ήταν και οι δυο μεγάλοι.
Ο Βασίλειος χρησιμοποίησε βαριές κουβέντες για το φίλο του Γρηγόριο που δεν έμεινε στα Σάσιμα να επισκοπεύσει. Τον κατηγόρησε ότι αγνοεί την εκκλησιαστική κατάσταση, ότι είναι άφιλος, απαίδευτος. Ο Γρηγόριος επαναστάτησε, αντέδρασε βίαια. Πάντα το ίδιο έκανε στη ζωή του, όταν του ζητούσαν να εγκαταλείψει την ησυχία και να αναλάβει δράση, οποιαδήποτε δράση. Ήξερε καλά πως δεν ήταν άνθρωπος δράσεως. Την αποστρεφόταν όσο τις αμαρτίες του. Και τώρα έλεγε στο Βασίλειο:
- Να βρεις άλλους να προσέχουν τα φορτωμένα μουλάρια για να μη στα παίρνει ο Άνθιμος Τυάνων.
Το έλεγε αυτό γιατί τα Σάσιμα ήταν σταυροδρόμι, πέρασμα και στο σημείο αυτό έβρισκε την ευκαιρία ο Άνθιμος να παίρνει τα μουλάρια, ισχυριζόμενος ότι τα Σάσιμα είναι της Μητροπόλεώς του και ότι στους αιρετικούς δεν πρέπει να πληρώνει κανείς φόρους, καθώς είπαμε πιο πάνω. Αν όμως επισκόπευε στο χωριό τούτο άνθρωπος του Βασιλείου τα εκκλησιαστικά έσοδα της περιοχής θα έφθαναν ασφαλή στην Καισάρεια και τα φιλανθρωπικά έργα θα τέλειωναν μια ώρα γρηγορότερα.
Όλα τα έβλεπε και όλα τα εκτιμούσε ο Γρηγόριος. Αυτός παραπάνω μας είπε ότι με το σχέδιο του Βασιλείου πρόκοψε πνευματικά η περιοχή. Αυτός ήξερε απ’ όλους καλύτερα σε τι χρησίμευαν τα φορτωμένα μουλάρια. Όλα λοιπόν καλά, μα όχι ο ίδιος μέσα στην προσπάθεια, δεν ήταν στα μέτρα του, στο χαρακτήρα του.
- Κάνε ό,τι ωραίο μπορείς, Βασίλειε. Εμένα όμως άφησέ με στην ησυχία μου.
Στη δράση γινόταν μικρός. Στη σκέψη μεγάλος.
-Για μένα, Βασίλειε, η πιο μεγάλη πράξη (=δράση) είναι η απραξία.
Τον κεραυνοβολούσε ο Βασίλειος με αυστηρά γράμματα, τον προέτρεπε να βοηθήσει στο γενικότερο έργο της διασώσεως της ενότητας. Κι εκείνος έστελνε τους αλλόκοτους κεραυνούς, όπως ο παραπάνω: «πράξη είναι η απραξία».
Πώς να συμφωνήσουν με τέτοιες προϋποθέσεις οι δυο ιεροί άνδρες; Και όμως κατάλαβαν ο ένας τον άλλο, γιατί και τη δύναμη και τη διάθεση είχαν να σκύψει ο ένας στην καρδιά του άλλου. Ο Βασίλειος σεβάσθηκε την απραξία του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος αναγνώρισε ότι οι ενέργειες του Βασιλείου υπαγορεύονταν από το συμφέρον της Εκκλησίας, ήταν θέλημα Θεού.
Έρχονται στιγμές πικρές για το Γρηγόριο. Διαμαρτύρεται: «Μα δε σκέφθηκες τη φιλία μας, πώς μ’ έστειλες επίσκοπο στο άθλιο χωριό; Με κάνεις να μην πιστεύω πια στη φιλία». Κουβέντες φοβερές.
Ακόμα και οι φίλοι τους παραξενεύτηκαν. Το νέο έφθασε παντού και ο Βασίλειος απολογείται στον κοινό φίλο Ευσέβιο Σαμοσάτων, που φαίνεται του έκανε κάποια παρατήρηση:
- Όπως εσύ, έτσι και εγώ θα ήθελα να ποιμαίνει ο Γρηγόριος μιαν Εκκλησία ανάλογη προς τις ικανότητές του. Και τέτοια Εκκλησία είναι η γη ολόκληρη. Αυτό δε γίνεται όμως. Ας ποιμαίνει λοιπόν το μικρό τόπο των Σασίμων για να γίνει ο τόπος ένδοξος από το Γρηγόριο κι όχι ο Γρηγόριος από τον τόπο. Χαρακτηριστικό του μεγάλου άνδρα είναι να ικανοποιείται από τα μικρά και να κάνει τα μικρά μεγάλα.
Αυτά έγιναν μεταξύ Φεβρουάριου και Πάσχα του 372.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Γρηγόριος ταλαιπωρήθηκε πολύ. Προπαντός αφότου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στήριξε την ορθόδοξη πίστη στα μαύρα χρόνια της αρειανοκρατίας και όπου το 381 έγινε αρχιεπίσκοπος.
Κάτι όμως έμεινε από την πικρία που του έδωσε ο Βασίλειος. Τη θυμήθηκε ακόμα και πάνω στον τάφο του Βασιλείου, την ώρα που του έλεγε τον καταπληκτικό επιτάφιο λόγο του. Και πάλι όμως θα δικαιολογήσει το Βασίλειο, λέγοντας πως η πράξη του υπαγορεύθηκε από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, κάτι που δεν αρνήθηκε ποτέ στο Βασίλειο.