Ένας Γέροντας Ασκητής που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντος και του έφερνε το ψωμί του.
Στην πόλη που κατοικούσε ο διακονητής έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη η πόλις και πρώτος ο Επίσκοπος μ’ ολόκληρο τον κλήρο, συνώδευσαν το νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα.
Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός χριστιανός να πάει στον Ασκητή στην έρημο. Λίγο πιο έξω από τη σπηλιά του όμως τον βρήκε νεκρό, φαγωμένον από κάποιο άγριο θηρίο.
Ο χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο; Ο ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά, και κηδεύτηκε με τιμές και δόξες, ενώ ο άγιος τούτος άνθρωπος που Σου ήταν τόσο αφωσιωμένος, βρήκε τον πιο τραγικό θάνατο που μπορεί να φαντασθή κανείς. Γιατί να γίνωνται αυτά, Θεέ μου;
Ενώ συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή να του λέγη:
- Η δικαιοσύνη του Θεού είναι ακατανόητη από τον περιωρισμένο ανθρώπινο νου. Εκείνος ο ασεβής είχε και κάποια καλά έργα πράξει στο διάστημα της ζωής του. Έλαβε την αμοιβή τους στον επίγειο κόσμο. Στον άλλο, μόνο τιμωρία τον περιμένει. Ο Ασκητής, σαν άνθρωπος, είχε μικρές ατέλειες. τις πλήρωσε εδώ, για να παρουσιαστή τέλειος εμπρός στο Δημιουργό του.
(Γεροντικόν Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία, 2002 σελ. 172-173)