(Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Γ΄σελ. 749-753).
α'. Η Α’ Βατικανή σύνοδος (1869-1870).
Είναι ευνόητο ότι οι μετά τη Μεταρρύθμιση προστάτες του παπικού θρόνου ρωμαιοκαθολικοί μονάρχες αποφάσιζαν ipso jure όχι μόνο για τις σχέσεις τους με τις Εκκλησίες των κρατών τους, αλλά και για την εσωτερική λειτουργία τους, γι’ αυτό δεν ήταν πλέον αναγκαία ή επιθυμητή η σύγκληση μιας «Γενικής» συνόδου της Δύσεως, ιδιαίτερα μετά την αναγνώριση της ανεξέλεγκτης αυθεντίας των μοναρχών και ηγεμόνων να αποφασίζουν ακόμη και για την πίστη των υπηκόων τους (cuius regio, eius religio). Η άμεση όμως απήχηση των επαχθών για την Εκκλησία «νέων ιδεών» των φιλοσοφικών συστημάτων και του Διαφωτισμού στην παιδεία όλων των χριστιανικών λαών επισφραγίσθηκε με την αποδοχή και των αρχών της Γαλλικής επαναστάσεως (1789) τόσο για την καταστατική ταυτότητα, όσο και για τις θεσμικές λειτουργίες του συγχρόνου κράτους, στις οποίες δεν υπήρχε πλέον χώρος για τον παραδοσιακό θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας, γι’ αυτό ο παπικός θρόνος αντιμετώπισε το οξύτατο δίλημμα για τον κατάλληλο τρόπο ή χρόνο εκφράσεως της επίσημης αντιθέσεώς του στην προκλητική προβολή της νέας εκκοσμικευμένης ιδεολογίας.
Υπό την πίεση των αντιδράσεων των ρωμαιοκαθολικών ιεραρχιών των δυτικών κυρίως κρατών ο πάπας Πίος Θ' (1846-78) δημοσίευσε, όπως είδαμε, τον περίφημο Σύλλαβο (Syllabus,1864) για να αποδοκιμάση τις «ακραίες» αντιεκκλησιαστικές θέσεις της ιδεολογίας του Μοντερνισμού ως απαράδεκτες για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και για τα μέλη της. Ωστόσο, η δημοσίευση του Συλλάβου και ο υπερβολικά εκτενής κατάλογος των καταδικαζομένων θέσεων προκάλεσαν τις ευνόητες αντιδράσεις όχι μόνο των θεωρητικών υποστηρικτών της νέας ιδεολογίας, αλλά και μεγάλου μέρους των μελών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η επικίνδυνη λοιπόν κρίση στις σχέσεις της Εκκλησίας τόσο με το εκκοσμικευμένο κράτος, όσο και με την αυτονομημένη πλέον κοινωνία προκάλεσε και εσωτερική διάσπαση του ρωμαιοκαθολικού εκκλησιαστικού σώματος σε υποστηρικτές (προοδευτικούς) και σε πολεμίους (συντηρητικούς) των «νέων ιδεών», οι οποίοι υποστήριζαν δημοσίως και με ιδιαίτερη μαχητικότητα τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους. Έτσι, στη Γαλλία λ.χ. η αντιπαράθεση ήταν οξύτατη, αφού οι μεν «προοδευτικοί» προέβαλλαν τις θέσεις τους στην εφημερίδα Le Francais (=Ο Γάλλος), ενώ οι «συντηρητικοί» στην εφημερίδα L’ Univers (=Ο Κόσμος) και ασκούσαν ευρύτερη επιρροή στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στα πλαίσια αυτά των εσωτερικών αντιθέσεων διαμορφώθηκε η πρόταση της άμεσης ανάγκης συγκλήσεως μιας «Γενικής» συνόδου, γι’ αυτό και συγκροτήθηκε ήδη το 1865 μια ολιγομελής «Συντονιστική επιτροπή» για τον προγραμματισμό του έργου της μελλοντικής συνόδου. Από την Επιτροπή αυτή επιλέχθηκαν πέντε θέματα (Δογματική διδασκαλία, Κανονική τάξη, Μοναχισμός, Ιεραποστολή, Εκκλησία-Κράτος) και συγκροτήθηκαν πέντε Προπαρασκευαστικές επιτροπές, οι οποίες είχαν κάθε μια 17-24 μη αρχιερατικά συμβουλευτικά μέλη από εγκρίτους ειδικούς για τα συγκεκριμένα θέματα θεολόγους και συνεδρίαζαν υπό την προεδρία ενός από τους καρδιναλίους της Συντονιστικής Επιτροπής για να προετοιμάσουν τα σχέδια κειμένων (schemata) και να τα υποβάλουν στη σύνοδο. Σημαντικότερα από τα συμβουλευτικά μέλη των Επιτροπών ήσαν ο διαπρεπής ιστορικός των συνόδων C J Hefele, ο κανονολόγος Gay του Πουατιέ, οι Ιησουίτες Kleutgen, Schrader, Perrone κ.ά., οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην προετοιμασία των σχεδίων κείμενων. Ο πάπας Πίος Θ' ανακοίνωσε την απόφασή του για τη σύγκληση μιας «αγίας γενικής και οικουμενικής συνόδου» στους 500 περίπου επισκόπους, οι οποίοι είχαν προσκληθή για να συμμετάσχουν στη 1800η επέτειο τον μαρτυρίου του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη (67-1867), ενώ μετά από ένα έτος (1868) ανακοίνωσε με παπική βούλλα την επίσημη σύγκληση της συνόδου στις 8 Δεκ. 1869 στη Βασιλική του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Η σύγκληση της Γενικής συνόδου της Δύσεως ήταν η πρώτη μετά τη μεγάλη σύνοδο του Τριδέντου (1545-63), η οποία όμως είχε επιβληθή στον παπικό θρόνο από τον πολιτικό εγγυητή της συνοδικής θεωρίας γερμανό αυτοκράτορα Κάρολο Ε'(1519-56), ενώ ο πάπας Πίος Θ' αγνόησε πλήρως για ευνοήτους λόγους την καθιερωμένη προηγουμένη συναίνεση των ρωμαιοκαθολικών μοναρχών, καίτοι αυτή είχε επιβληθή ως μια αναγκαία κανονική προϋπόθεση ήδη από τη μεταρρυθμιστική σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-18). Στη σύνοδο αυτή προσκλήθηκαν όλοι οι ποιμαίνοντες και οι τιτουλάριοι επίσκοποι, οι γενικοί ηγούμενοι των μοναστικών ταγμάτων και οι πρόεδροι των μοναστικών επιτροπών. Πρόσκληση απεστάλη και στον Οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ’ (1835-40, 1867-71), ο οποίος επέστρεψε, όπως θα δούμε, την πρόσκληση κλειστή ως απαράδεκτη, ενώ τις προσκλήσεις απέρριψαν και οι αντιχαλκηδόνιες Ανατολικές Εκκλησίες (Αρμενική, Κοπτική, Συρο-ιακωβιτική). Αντιθέτως, δεν προσκλήθηκε η Αγγλικανική Εκκλησία, ενώ οι προτεσταντικές Ομολογίες (Λουθηρανοί, Μετερρυθμισμένοι) κλήθηκαν με μια προκλητική ανοικτή επιστολή να επιστρέψουν στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, γι’ αυτό απέρριψαν με απαξιωτικό τρόπο την προκλητική ή προσβλητική αυτή πρόσκληση. Συνεπώς, η Α’ Βατικανή σύνοδος παρέμεινε μια απλή «Γενική σύνοδος» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για να αντιμετώπιση τα οξύτατα εσωτερικά της προβλήματα στις σχέσεις της με την κρατική εξουσία και την κοινωνία, χωρίς να έχη απαλλαγή από τις εκκλησιολογικές συγχύσεις του παρελθόντος όχι μόνο ως προς τη σχέση του πάπα με το συνοδικό θεσμό, αλλά και ως προς την ίδια την χριστοκεντρική οντολογική ταυτότητα της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού».
Οι επίσημες εργασίες της συνόδου άρχισαν στις 8 Δεκ. 1869 υπό την προεδρία του πάπα, προσήλθαν δε σε αυτή 793 από τους 1050 προσκληθέντες επισκόπους και 50 περίπου ηγούμενοι των μοναστικών ταγμάτων. Η πλειονότητα των επισκόπων προερχόταν από την Ευρώπη (558), ενώ εκπροσωπήθηκαν σε αυτή οι Εκκλησίες Β. και Ν. Αμερικής (121), Ωκεανίας (18) και Αφρικής (9), όπως επίσης και οι ουνιτικές κοινότητες της Ανατολής (61). Τα μέλη της συνόδου ανήκαν κατά πλειονοψηφία στους «συντηρητικούς» θεολόγους με επικεφαλής τον άγγλο καρδινάλιο Manning, τον αρχιεπίσκοπο Dechamps, τους γερμανούς επισκόπους Martin και Senestrey κ.ά.. τους οποίους υποστήριζαν με πάθος και οι οργανωμένες από τον διευθυντή της εφημερίδος L’ Univers (L. Veuillot) ομάδες πιέσεως για την ανακήρυξη του παπικού πρωτείου και αλαθήτου. Η μειοψηφία των «προοδευτικών» μελών είχε επικεφαλής τους αρχιεπισκόπους Βιέννης Rauscher, Πράγας Schwarzenberg και Βουδαπέστης Simor, τους γερμανούς επισκόπους Ρόττενμπουργκ CJ. Hefele, Μαγεντίας Ketteler, τον γάλλο επίσκοπο Ορλεάνης Dunanloup κ.ά.. τους οποίους συντόνιζε ο διαπρεπής καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου Ιγνάτιος Dollinger.
Είναι λοιπόν ευνόητο ότι το σχέδιο κειμένου, το οποίο αντιπαρέθετε τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί της εν Χριστώ Αποκαλύψεως προς τις αντίθετες θέσεις του Μοντερνισμού (ορθολογισμό, πανθεϊσμό, υλισμό κ.λπ.). προκάλεσε εκτενείς συζητήσεις σε κρίσιμα ζητήματα (θεία δημιουργία, η εν Χριστώ αποκάλυψη, θεία χάρη και ανθρώπινη ελευθερία, πίστη και ορθός λόγος κ.ά.), γι’ αυτό αναμορφώθηκε σε τέσσερα κεφάλαια και ψηφίσθηκε ομοφώνως (24 Απρ. 1870) ως δογματικό σύνταγμα (Constitutio dogmatica) της συνόδου περί Αποκαλύψεως (Dei Filius), με την προσθήκη και 18 σχετικών κανόνων. Εν τούτοις, ως κύριο ζήτημα παρέμενε η συνοδική κατοχύρωση όχι μόνο του παπικού πρωτείου, αλλά και του αλαθήτου, στο οποίο επέμεναν οι «συντηρητικοί», καίτοι δεν είχε συμπεριληφθή στο σχετικό σχέδιο κειμένου της Συνοδικής επιτροπής. Οι θέσεις τους είχαν βεβαίως και τη θερμή υποστήριξη του πάπα, ενώ από τα τέλη του Δεκ. 1869 είχαν ήδη συγκεντρωθή 380 υπογραφές συνοδικών με την πρόταση της άμεσης ανακηρύξεως του παπικού αλαθήτου χωρίς εκτενείς συζητήσεις. Η πρωτοβουλία όμως αυτή, καίτοι αποδοκιμάσθηκε από 149 περίπου μέλη της συνόδου, διαμόρφωσε ένα ευνοϊκό κλίμα για τη συζήτηση του θέματος στη σύνοδο. Το σχέδιο λοιπόν κειμένου της Προπαρασκευαστικής επιτροπής περί της Εκκλησίας του Χριστού κάλυπτε σε δύο από τα δεκαπέντε κεφάλαια μόνο το θέμα του παπικού πρωτείου, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε αναφορά σε παπικό αλάθητο. Καθ’ ημάς, κύριος συντάκτης του σχεδίου κειμένου της Συνοδικής επιτροπής ήταν προφανώς ο διαπρεπής ιστορικός των συνόδων C. J. Hefele, ο οποίος είχε πλέον προαχθή σε επίσκοπο του Rottenburg. Ωστόσο, το θέμα της σχέσεως της παπικής αυθεντίας και του αλαθήτου είχε ήδη προβληθή, όπως είδαμε, από το σχετικό έργο του διαπρεπούς νομομαθούς J. de Maistre, οι θεωρίες του οποίου είχαν ευρύτατη απήχηση στους συντηρητικούς κυρίως κύκλους Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γι’ αυτό υπό την πίεση των «συντηρητικών» όχι μόνο προστέθηκε το ειδικό κεφαλαίο περί του αλαθήτου, αλλά τέθηκε προς συζήτηση μαζί με τα κεφάλαια για το παπικό πρωτείο κατά προτεραιότητα στις εργασίες της συνόδου, ως «πρώτο δογματικό σύνταγμα περί της Εκκλησίας του Χριστού».
Βεβαίως, η συμφωνία της πλειονοψηφίας των «συντηρητικών» ήταν πλέον δεδηλωμένη, αλλά και η αντίδραση των «προοδευτικών» ήταν ήδη εκπεφρασμένη, αφού προέβαλλε ευλόγως ως βασικό θεολογικό επιχείρημα ότι το αλάθητο σε θέματα πίστεως ανήκει μόνο στην Εκκλησία και εκφράζεται από το όλο σώμα των κανονικών επισκόπων. Οι οξύτατες όμως αντιπαραθέσεις για το παπικό αλάθητο διευκόλυναν ως εύλογη πλέον την αποδοχή των κεφαλαίων για το «παπικό πρωτείο», ενώ στη συζήτηση περί του παπικού αλαθήτου οι ενστάσεις επικεντρώθηκαν μόνο στο δίλημμα για το καίριο ζήτημα, αν δηλαδή ο πάπας αποφαίνεται αλαθήτως με τη συναίνεση της Εκκλησίας (ex consensu Ecclesiae) ή ως πρόσωπο, ήτοι «εξ ιδίας αυθεντίας» (ex sese). Ο πάπας και οι «συντηρητικοί» της συνόδου, καίτοι δέχθηκαν ορισμένες διορθώσεις ή διευκρινήσεις (ex cathedra), εν τούτοις απέρριψαν οποιαδήποτε πρόταση, η οποία θα αμφισβητούσε το δικαίωμα του πάπα να αποφαίνεται αλαθήτως «εξ ίδιας αυθεντίας» (ex sese), ήτοι και χωρίς τη συναίνεση της Εκκλησίας. Το τελικό κείμενο (Pastor aefernus) ψηφίσθηκε στις 8 Ιουλ. 1870 από 533 μέλη και δύο αρνητικές ψήφους, αλλά οι αντιδρώντες 114 επίσκοποι δεν έλαβαν μέρος στη συνεδρία αυτή για ευνοήτους λόγους, αφού ήταν εκ των προτέρων γνωστό το τελικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Η σύνοδος όμως διαλύθηκε μετά την εισβολή των στρατευμάτων του Πεδεμοντίου στη Ρώμη και την απομάκρυνση της γαλλικής φρουράς από την πόλη (22 Σεπτ. 1870), γι' αυτό ο πάπας Πίος Θ' έσπευσε να διακόψη αορίστως (sine die) τις εργασίες της συνόδου, χωρίς να έχη περατωθή το έργο της (20 Οκτ. 1870).
Εν τούτοις, οι αντιδράσεις εναντίον της αποφάσεως της συνόδου για το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα συνεχίσθηκαν όχι μόνο στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (απόσχιση των Παλαιοκαθολικών, διχασμός του σώματος των ρωμαιοκαθολικών επισκόπων κ.λπ.). αλλά και στις σχέσεις της με τους πανίσχυρους μονάρχες της Δύσεως, οι οποίοι ενοχλήθηκαν τόσο από τη σύγκληση της συνόδου χωρίς τη συναίνεσή τους, όπως είχε καθιερωθή μετά την Δ' σύνοδο τον Λατερανού (1215), όσο και για την αυθαίρετη ενίσχυση της παπικής αυθεντίας, χωρίς μάλιστα αναφορά στις καθιερωμένες συμβατικές δεσμεύσεις του παπικού θρόνου έναντι της κρατικής εξουσίας, συμφώνως προς τις σχετικές αποφάσεις της μεταρρυθμιστικής συνόδου της Κωνσταντίας (1414-18). Έτσι, στην Αυστρία λ.χ. ακυρώθηκε το Κογκορδάτο του 1855, ενώ στη Γερμανία ο προτεστάντης καγκελλάριος Βίσμαρκ έκανε, όπως είδαμε, οξύτερη την καταπιεστική του πολιτική (Kulturkamf) εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως άλλωστε και σε όλα τα άλλα κράτη της Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή, ο διαπρεπής ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Υ. Congar (De PieIX a Jean XXIII. Unite des chretiens, 46, 1982, 2-13), επισήμανε με ιδιαίτερη έμφαση την υφισταμένη μεγάλη διαφορά πνεύματος μεταξύ της Β' και της A' Βατικανής συνόδου τόσο στην προοπτική του Οικουμενικού διαλόγου, όσο και στην ανακήρυξη του παπικού πρωτείου. Έτσι, παρατηρεί ορθώς ότι η θετική προσέγγιση του Οικουμενικού διαλόγου «λειτούργησε στη Β’ Βατικανή ως κίνητρο σε ένα μεγάλο αριθμό ζητημάτων, αν δηλαδή αυτά ήσαν θετικά εξ επόψεως οικουμενικής προοπτικής, αφού αυτό αρκούσε για να προταθή κάτι ή όχι. Αντιθέτως, στην Α' Βατικανή αγνοήθηκαν τελείως οι άλλοι, αφού αυτή ήταν καθαρώς μια εσωτερική υπόθεση, ενώ προστέθηκε και η διακηρυχθείσα σε δόγμα πρόσθετη δυσκολία «του παπικού πρωτείου», ως πρωτείου οικουμενικής τακτικής δικαιοδοσίας ex sese,..όπως επίσης και η δογματική διακήρυξη του αλαθήτου, όχι όμως του ιδίου του πάπα, αλλά του αλαθήτου της ιερατικής εξουσίας (magistere) τον ρωμαίου ποντίφηκα. Προσέξατε τη διάκριση αυτή, η οποία φαίνεται λεπτή, αλλά είναι πολύ σημαντική. Εγώ, όταν κάποιος με ερωτήσει, αν ο πάπας είναι αλάθητος, θα απαντήσω «όχι» («ΝΟΝ») χωρίς δισταγμό (Si on me demande si le pape est infaillible, je reponds «NON» sans hesiter), ενώ αντιθέτως αποδέχομαι το δόγμα του αλαθήτου της ιερατικής εξουσίας του ρωμαίου ποντίφηκα...» (Yves Congar, Essais oecumeniques, Paris 1984, 17).
Είναι όμως κοινή η διαπίστωση ότι η στροφή της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας προς τα εκκλησιολογικά κριτήρια των πρώτων αιώνων, υπό την επίδραση και των φιλοσοφικών προτάσεων του γερμανικού Ιδεαλισμού, είχε ως κύριο ερέθισμα το σχετικό έργο του J.-A.Mοhler για την ενότητα της Εκκλησίας (1825). Ωστόσο, το έργο αυτό, όπως είδαμε, παρά την ασάφεια στην ερμηνεία της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού», κατέστησε σαφέστερο το εκκλησιολογικό έλλειμμα των αποφάσεων της συνόδου ως προς την αυτονόμηση της παπικής αυθεντίας (ex esse) όχι μόνο από το σώμα των επισκόπων της κανονικής του δικαιοδοσίας, αλλά και από το συνοδικό σύστημα της καθ’ όλου Εκκλησίας. Συνεπώς, τα νέα εκκλησιολογικά κριτήρια αντιπαρέθεταν πλέον προς τον παπικό θρόνο όχι μόνο προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής, αλλά και προς την εκκλησιαστική συνείδηση της Δύσεως, η οποία είχε ήδη απορρίψει τη μεταγενέστερη θεωρία του παπικού πρωτείου. Βεβαίως, όπως είδαμε, τόσο οι μεταρρυθμιστικές σύνοδοι της Κωνσταντίας (1414-18) και της Βασιλείας (1431-49), όσο και η σύνοδος του Τριδέντου (1545-63) επέβαλαν όχι μόνο την υποταγή του πάπα στην αυθεντία των «Γενικών» συνόδων της Δύσεως, αλλά και την άμεση προέλευση της επισκοπικής εξουσίας κατ ' ευθείαν από τον Χριστό και όχι βεβαίως από τον πάπα. Άλλωστε, η προτεσταντική Μεταρρύθμιση είχε επιβεβαιώσει πλήρως την απόρριψη του παπικού πρωτείου από το μισό περίπου σώμα της όλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του παπικού θρόνου.
Προφανώς, η Α’ Βατικανή σύνοδος (1870) χρησιμοποίησε επιλεκτικά και ερμήνευσε εσφαλμένα ορισμένες μαρτυρίες των πρώτων αιώνων (Ειρηναίου, Adv. haer. III, 3,2. Κανόνες 3, 4 και 5 της συνόδου της Σαρδικής κ.λπ.), στις oποίες στηρίχθηκε ρητώς το κείμενο της συνόδου για να υποστηρίξη την εσφαλμένη απόφασή της για το παπικό πρωτείο και αλάθητο (Β. I. Φειδά. Εκκλ. Ιστορία, I, 197-204 και 814-820). Συνεπώς, το εκκλησιολογικό έλλειμμα «του πρώτου δογματικού συντάγματος περί Εκκλησίας» της Α’ Βατικανής συνόδου έγινε επαχθέστερο από την παποκεντρική προσέγγιση της κανονικής σχέσεως του πάπα τόσο προς τον συνοδικό θεσμό, όσο και προς το σώμα των επισκόπων, γι’ αυτό, μετά την απρόβλεπτη διακοπή των εργασιών της Α' Βατικανής συνόδου (1870), η αναγκαία συμπλήρωση του «πρώτου» συντάγματος παραπέμφθηκε σε μία μελλοντική Γενική σύνοδο. Εν τούτοις, οι μεγάλες πολιτικές, ιδεολογικές, ομολογιακές, πνευματικές και κοινωνικές αντιθέσεις των χριστιανικών κυρίως λαών κατά τον ΙΘ' αιώνα, οι οποίες επιβαρύνθηκαν και από τις τραγικές συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων του Κ' αιώνα, δεν επέτρεπαν την άμεση σύγκληση μιας νέας «Γενικής» συνόδου. Βεβαίως, ο παπικός θρόνος αφ’ ενός μεν δεν επιθυμούσε πλέον τη σύγκλησή της, αφού είχε ήδη κατοχυρώσει την υπερέχουσα αυθεντία του πάπα και έναντι της «Γενικής συνόδου», αφ ετέρου δε εφοβείτο τις εκκλησιολογικές τάσεις, οι οποίες προέβαλλαν επιμόνως την εύλογη αξίωση για τη «συλλογική αυθεντία» (collegialitas) του όλου σώματος των επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.