κα. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Σκέφτομαι ότι το σώμα έχει μια φυσική κίνηση, όπου είναι συνυφασμένη μ’ αυτό. Αλλά δεν ενεργεί, όταν δεν θέλη η ψυχή. Και είναι σαν μια απαθής κίνηση στο σώμα. Υπάρχει δε και μια άλλη κίνηση. Αυτή προέρχεται από το ότι τρέφεται και θάλπεται το σώμα, τρώγοντας και πίνοντας. Εξ αιτίας αυτού, το ζεστό αίμα οιστρηλατεί το σώμα προς ενέργεια. Γι’ αυτό και έλεγε ο απόστολος : "Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ώ έστιν ασωτία. Και πάλι ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, εντελλόμενος στους μαθητές του, είπε: «Βλέπετε μήπως βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη» . Υπάρχει δε και μια ακόμη κίνηση σε όσους αγωνίζονται, όπου συμβαίνει με αιτία την επιβουλή και τον φθόνο δαιμόνων. Έτσι, πρέπει να ξέρουμε, ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν : Μια, φυσική. Άλλη, που προέρχεται από την απροσεξία στη διατροφή μας. Και τρίτη, από τους δαίμονες ».
κβ. Είπε πάλι : « Ο Θεός δεν επιτρέπει τους πειρασμούς σ’ αυτήν εδώ τη γενεά, όπως συνέβαινε στις παλαιές γενεές. Γιατί γνωρίζει ότι οι άνθρωποι, τώρα, είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν ».
κγ . Στον Αββά Αντώνιο, ενώ βρισκόταν στην έρημο, φανερώθηκε το εξής : « Στην πόλη υπάρχει κάποιος όμοιος σου, γιατρός στο επάγγελμα, όπου ό,τι του περισσεύει το δίνει σε όσους έχουν ανάγκη και όλη τη μέρα ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο μαζί με τους Αγγέλους ».
κδ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Έρχεται καιρός όπου οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας : « Συ είσαι παράλογος. Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιος τους ».
κε. Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευϊτικο. Βγήκε λοιπόν ο γέρων στην έρημο και τον ακολούθησε ο Αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέρων απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά « Θεέ μου, στείλε μου τον Μωϋσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό ». Και ακούσθηκε φωνή, όπου μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο Αββάς Αμμωνάς : « Τη φωνή όπου μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Άλλα το νόημα του λόγου δεν το έμαθα».
κστ. Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δυο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς ». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει : « Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ ».
κζ. Έλεγαν, ότι κάποιος από τους γέροντες ζήτησε τη χάρη από τον Θεό να δη τους πατέρες. Και τους είδε, χωρίς τον Αββά Αντώνιο. Λέγει λοιπόν στον Άγγελο που τους έδειχνε : « Που είναι ο Αββάς Αντώνιος ;». Και εκείνος του αποκρίνεται : «Στον τόπο όπου , βρίσκεται ο Θεός, εκεί είναι».
κη . Συκοφαντήθηκε κάποιος αδελφός σε Κοινόβιο για σαρκικό αμάρτημα. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Και ήλθαν οι αδελφοί από το Κοινόβιο, να τον συνεφέρουν και να τον παραλάβουν. Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας ότι έτσι είχε πράξει. Εκείνος όμως απαντούσε απολογούμενος και έλεγε : « Δεν έκαμα τέτοιο πράγμα ». Έτυχε δε εκεί και ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και είπε την εξής παραβολή : « Είδα στην ακροποταμιά έναν άνθρωπο χωμένο στη λάσπη έως τα γόνατα του. Και σαν ήλθαν μερικοί να του δώσουν χέρι, τον βούλιαξαν έως τον λαιμό ». Και τους λέγει ο Αββάς Αντώνιος για τον Αββά Παφνούτιο : « Να άνθρωπος αληθινός, όπου μπορεί να γιατρέψει και να σώσει ψυχές ». Τότε εκείνοι κατανύχθηκαν με τα λόγια των γερόντων και έβαλαν μετάνοια στον αδελφό. Και στηριγμένοι από τους πατέρες, πήραν τον αδελφό στο Κοινόβιο.
κθ. Έλεγαν μερικοί για τον Αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξ΄ αιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.
λ. Κάποτε ο Αββάς Αντώνιος έλαβε γράμμα του βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου τον καλούσε να πάη στην Κωνσταντινούπολη. Σκεπτόταν λοιπόν τί να κάμη. Και λέγει στον Αββά Παύλο, τον μαθητή του : « Τί λες, να πάω ;» Και εκείνος του αποκρίνεται : « Αν πας, θα λέγεσαι Αντώνιος. Αν δεν πας, Αββάς Αντώνιος ».
λα. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ. Γιατί, καθώς λέγει η Γραφή, « η αγάπη έξω εκβάλλει τον φόβο ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 14-16)