ζ'. Πήγε κάποτε ο μακάριος Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος στον Αββά Αρσένιο, μαζί με κάποιον άρχοντα. Και ζητούσε από τον γέροντα να τους πη κάποιο λόγο ωφέλιμο. Μετά από σύντομη σιωπή λοιπόν, ο γέρων του αποκρίνεται : « Και αν σας πω κάτι, θα το τηρήσετε ; ». Και αυτοί υποσχέθηκαν ότι θα το τηρήσουν. Τότε τους λέγει ο γέρων : « Όπου ακούσετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε ».
η’. Άλλοτε πάλι, θέλοντας ο Αρχιεπίσκοπος να τον επισκεφθή, έστειλε πρώτα άνθρωπο για να πληροφορηθή αν θα ανοίξη την πόρτα του ο γέρων. Και εκείνος του εμήνυσε : « Αν έλθης, θα σου ανοίξω. Και αν ανοίξω σε σένα, σε όλους θα ανοίγω. Έτσι, δεν θα μπορώ να μένω εδώ ». Ακούοντάς τα δε αυτά ο Αρχιεπίσκοπος, είπε : « Αν πάω για να τον διώξω από εκεί, δεν πηγαίνω ποτέ σ’ αυτόν ».
θ'. Ένας αδελφός ζήτησε από τον Αββά Αρσένιο να του πη ωφέλιμο λόγο. Και του απαντά ο γέρων : « Όσο μπορείς αγωνίσου, ώστε η εσωτερική ζωή σου να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Έτσι θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη ».
ι'. Είπε πάλι : « Αν τον Θεό ζητήσουμε, θα μας φανερωθή. Και αν τον κρατήσουμε, θα παραμείνη σ’ εμάς ».
ια'. Είπε κάποιος στον Αββά Αρσένιο : « Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου : Δεν μπορείς να νηστεύης ούτε να εργασθής. Τουλάχιστο, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους. Γιατί και αυτό αγάπη είναι ». Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τί έσπερναν στον νου του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει : « Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μη εργασθής. Μονάχα από το κελλί σου να μη απομακρυνθής ». Γιατί ήξερε ότι η υπομονή του κελλιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του.
ιβ'. Έλεγε ο Αββάς Αρσένιος : « Ξένος μοναχός σε άλλον από τον δικό του τόπο να μη παρεμβαίνη. Και έτσι θα έχη ανάπαυση ».
ιγ'. Είπε ο Αββάς Μάρκος στον Αββά Αρσένιο : « Γιατί μας αποφεύγεις ; ». Του λέγει ο γέρων : « Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Οι Ασώματες Δυνάμεις, οι Άγγελοι, οπού, καθώς λέγει η Γραφή, είναι χιλιάδες και μυριάδες, ένα θέλημα έχουν. Ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν να αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους ».
ιδ’ . Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο, ότι περνούσε όλη τη νύχτα αγρυπνώντας. Και όταν, όπως ήταν φυσικό, τον έπιανε κατά την αυγή νύστα, έλεγε στον ύπνο : « Έλα, κακέ δούλε ». Και κοιμόταν για λίγο, καθισμένος και κατόπιν ευθύς σηκωνόταν.
ιε’ . Έλεγε ο Αββάς Αρσένιος, ότι είναι αρκετό στον προχωρημένο μοναχό να κοιμάται μια ώρα, αν είναι αγωνιστής.
ιστ'. Έλεγαν οι γέροντες : «Κάποτε, προσφέρθηκαν στη Σκήτη λίγα ξερά σύκα. Και επειδή το δώρο ήταν μηδαμινό, δεν έστειλαν στον Αββά Αρσένιο, για να μη τον προσβάλουν. Ο γέρων όμως, σαν το έμαθε, δεν ήλθε στη σύναξη, λέγοντας : Δεν είμαι άξιος να λάβω την ευλογία οπού έστειλε ο Θεός στους αδελφούς. Κρατήστε με λοιπόν απ’ έξω. Και το άκουσαν όλοι και ωφελήθηκαν από την ταπείνωση του γέροντος. Πήγε τότε ο πρεσβύτερος και του έφερε τα σύκα και τον ωδήγησε στη σύναξη με χαρά ».
ιζ’ . Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Τόσα χρόνια έμεινε μαζί μας και μονάχα ένα ζεμπίλι σιτάρι του ετοιμάζαμε κάθε έτος. Και όταν του κάναμε επίσκεψη, απ’ αυτό τρώγαμε ».
ιη’ . Έλεγε πάλι για τον Αββά Αρσένιο : « Ούτε μια φορά τον χρόνο δεν άλλαζε το νερό από τα φοινικόφυλλα, αλλά μόνο πρόσθετε. Γιατί έφτιαχνε πλεξούδα και έρραβε έως τις έξη. Και τον παρακάλεσαν οι γέροντες, λέγοντας : Γιατί δεν αλλάζεις το νερό από τα φοινικόφυλλα, μια και μυρίζει ; Και τους είπε : Γιατί, αντί τα θυμιάματα και τα αρώματα που απήλαυσα στον κόσμο, πρέπει να απολαύσω τώρα αυτή τη μυρουδιά ».
ιθ’ . Είπε πάλι : « Σαν μάθαινε ότι ωρίμασε κάθε λογής καρπός, έλεγε μόνος του : Φέρτε μου απ’ αυτό. Και δοκίμαζε μια μόνο φορά από όλα για λίγο, ευχαριστώντας τον Θεό ».
κ'. Αρρώστησε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος και χρειαζόταν κάτι σε ασήμαντη ποσότητα. Και μη έχοντας να το αγοράση, το έλαβε από κάποιον οπού προσφέρθηκε από αγάπη να τον εξυπηρέτηση. Και είπε : « Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, οπού με αξίωσες να γίνω αντικείμενο αγάπης για χάρη του ονόματός σου ».
κα’ . Έλεγαν γι’ αυτόν ότι το κελλί του απείχε μιλιά τριάντα δυό. Δεν έβγαινε δε εύκολα. Γιατί άλλοι τον εξυπηρετούσαν. Όταν δε ερημώθηκε η Σκήτη, βγήκε κλαίοντας και έλεγε : « Έχασε ο κόσμος τη Ρώμη και οι μοναχοί τη Σκήτη ».
κβ’ . Ρώτησε ο Αββάς Μάρκος τον Αββά Αρσένιο : «Είναι σωστό να μη έχη τινάς στο κελλί του κάποια παρηγοριά ; Γιατί είδα κάποιον αδελφό οπού είχε κάτι λιγοστά χορταρικά και τα ξερρίζωνε ». Του λέγει ο Αββάς Αρσένιος : « Καλό βέβαια είναι, αλλά ανάλογα με την ψυχική δύναμη του ανθρώπου. Γιατί, αν δεν αντέχη σε τέτοια συνήθεια, πάλι φυτεύει άλλα ».
κγ'. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ, ο μαθητής του Αββά Αρσενίου, λέγοντας : « Βρέθηκα κάποτε κοντά στον Αββά Αλέξανδρο. Και τον έπιασε πόνος και ξάπλωσε, βλέποντας προς τα άνω, εξ αιτίας του πόνου. Συνέβη δε να έλθη σ’ αυτόν ο μακάριος Αρσένιος, για να του μιλήση. Και τον είδε ξαπλωμένο. Αφού λοιπόν μίλησε, του λέγει : Και ποιος ήταν ο λαϊκός οπού είδα εδώ ; Του λέγει ο Αββάς Αλέξανδρος : Που τον είδες ; Και αποκρίθηκε : Καθώς κατέβαινα από το όρος, κοίταξα εδώ κατά το σπήλαιο και είδα κάποιον ξαπλωμένο να βλέπη προς τα άνω. Και του έβαλε μετάνοια και του είπε : Συγχώρησε με, εγώ ήμουν. Γιατί με έπιασε πόνος. Και του λέγει ο γέρων : Ώστε συ ήσουν ; Καλά. Εγώ νόμισα ότι λαϊκός ήταν και γι’ αυτό ρώτησα ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 19-22)