(ο διάβολος εμφανίζεται στον ηγούμενο της μονής Νιαμέτς γέροντα Σωφρόνιο και του λέει πως οι δαίμονες δεν φοβούνται πλέον τους μοναχούς. Εξηγεί όμως το λόγο...).
... Μετά το θάνατό του όμως τα πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε ν’ αποδεσμεύσουμε απ' αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν ν' αμελούν τον κανόνα τους ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς,τα κτίρια τ' αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντά τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, από τους μοναχούς αποφάσισαν ν’ αλλάξουντο τυπικό πού Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι και όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για τη νίκη μας και μειώσαμε το στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα πού άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίαζε προς το πέλος του πια και μπορέσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας να επιβλέπουν τους μοναχούς».
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλ’ αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε το μαύρο δαίμονα:
- Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμα στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως ο ίδιος ομολογείς, πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλειά έμεινε εδώ για σάς;
Και κείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από τη δύναμη τού Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του.
- Είναι αλήθεια πώς δεν υπάρχει κανένας πια να μάς πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη σας έχει ψυχραθεί κι’ έχετε προσκολληθεί σ' επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως κάτι ακόμα στο μοναστήρι πού μας ενοχλεί και μάς ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα, τα βιβλία -στον όλεθρο να πάνε!-πού έχετε στη βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με το φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεότερους μοναχούς τα πιάσει στα χέρια κι αρχίσει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια εχθρότητά σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχαρίου ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν άπ’ αύτα πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοι, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να έξαγορεύονται τους λογισμούς, ν’ αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ' αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σ' εφαρμογή. Ακόμα παίρνουν στα σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω, πως ένας άπ’ αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από δω. Είναι τόσο ανηλεείς κι ασυμβίβαστοι εναντίον μας όσο ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκής πηγή εχθρότητας και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δε διαβάζετε τα βιβλία μου; Δεν είναι κι αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα άπ’ αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος από την αρχή. Έτσι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε και v’ αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας.
Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας;
Και κείνος απάντησε:
- Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μοναχούς και τις μοναχές μακριά από πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και τη μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιαπί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στασχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων πού έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μ,μοναστές πού ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό τής αράχνης. Ως ότου όλα αυτά βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο την ακολουθία τού όρθρου. 'Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών, και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα όλα όσα είδε κι άκουσε κατά τη διάρκεια τής φοβερής αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.
(Γεροντικό του Βορρά τόμος Β, Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2005, σελ. 160-162)