Επί τέλους ενηλικιώθηκαν τα δίδυμα αδελφάκια Κοσμάς και Δαμιανός. Απόφοιτοι ήδη ανωτέρων σπουδών. Ο Κοσμάς διορίζεται δημοδιδάσκαλος και ο Δαμιανός δημόσιος υπάλληλος. Αποδεσμευμένος τώρα ο Χαράλαμπος, ετοιμάζεται πλέον για το μεγάλο όνειρο της ζωής του. Όμως και πάλιν αλλά προσκόμματα. Τώρα από μέσα στον θρησκευτικόν κύκλο. Συναντά την αντίδρασιν των ομοφρόνων του παλαιοημερολογιτών.
- Βρε καταλαβαίνετε; έδωσα υπόσχεσι στον Θεόν.
- Όχι, έχεις καθήκον χάριν του αγώνος να παραμείνης στον κόσμο. Κι εδώ αφιερωμένος είσαι.
Έτσι λοιπόν και πάλιν κωλυσιεργείται η αναχώρησις. Αυτό εβάσταξε μέχρι το έτος 1950. Μέχρι τότε εφέρετο ως ένα από τα ηγετικά στελέχη του παλαιοημερολογιτικού αγώνα. Ο Χαράλαμπος διακατεχόταν από υπερβολικόν ζήλον, ωστόσον όμως, είχε και την διάκρισιν να ξεχωρίζη όρια. Εξιστορεί λοιπόν ο αείμνηστος Γέροντας τα εξής σχετικά:
«Όταν διαχωρίσαμε την θέσιν μας από την επίσημην Εκκλησίαν, επειδή ακλουθούσε το νέον ημερολόγιον, αντιμετωπίσαμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ήμασταν ακέφαλοι. Προσχώρησαν στους παλαιοημερολογίτες αρκετοί κληρικοί. Κατέβηκαν και μερικοί παπάδες από το Άγιον Όρος. Όμως κεφαλή δεν είχαμε. Το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος αποχώρησε από την επίσημην Εκκλησίαν και προσχώρησε σ’ εμάς τους παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό, το χαιρετήσαμε με μεγάλη χαρά. Μέσα στους κόλπους όμως των παλαιοημερολογιτών υπήρχε μία διχογνωμία. Οι μεν πίστευαν ότι με την αλλαγήν του ημερολογίου εχάθηκε και η χάρις, οι άλλοι έλεγαν, ότι η χάρις υπάρχει και ότι η θέση μας είναι θέσις διαμαρτυρίας. Με τους δεύτερους ήμουν κι εγώ σύμφωνος.
Όταν προσχώρησεν ο Φλωρίνης, και αυτός το ίδιο υποστήριζε. Μάλιστα με εγκύκλιον, απ’ ότι θυμάμαι, διακήρυξε: “Μητέρα μας είναι η Εκκλησία της Ελλάδος και απ’ εκεί αντλούμε χάριν. Όμως διαμαρτυρόμαστε και διαχωρίζουμε τις ευθύνες μας για την αλλαγήν του ημερολογίου”. "Όμως κατά το 1950 υπερίσχυσαν οι φανατικοί. Μαζευτήκαμε με πρόεδρον τον δεσπότη σε συνέδριον. Τους εξηγούσεν ο ίδιος και τους παρακαλούσε:
Σας παρακαλώ μη πιάνετε τα άκρα. Ακούστε με και σας υπόσχομαι, ότι θα κερδίσουμε τον αγώνα. Εγώ δέκα ολόκληρα χρόνια ήμουν νεοημερολογίτης επίσκοπος. Αν υποστηρίξω ότι με το νέον εχάθηκε η χάρις, τότε και εγώ δεν έχω χάριν είμαι ψευδεπίσκοπος.
Οι φανατικοί τίποτε. Του απαντούσαν:
- Εσύ είσαι δεσπότης• έχεις χάριν γιατί είσαι παλιοημερολογίτης(9) . Όμως οι νεοημερολογίτες δεν έχουν μυστήρια.
Προσπάθησα κι εγώ να συζητήσω• είδα όμως, ότι δεν έβγαινε τίποτε. Ασυνεννοησία και σύγχυσις. Στο τέλος υποχρεώνουν και τον Χρυσόστομον να υπογράψη ως πρόεδρος μιαν εγκύκλιον, ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος με την προσχώρησι στο νέον ημερολόγιον αυτομάτως έγινεν αιρετική και έχασε την χάριν. Ακούστηκε μάλιστα να λέη ο επίσκοπος: “Υπογράφω αυτό που δεν φρονώ”. Κι όμως υπόγραψε . Μόλις έπεσεν στα χέρια μου αυτό το χαρτί (η εγκύκλιος) τόσο πολύ στενοχωρέθηκα, τόσον έκλαυσα, τόσον απογοητεύτηκα ώστε έλεγα μόνος μου: “Αχ ταλαίπωρε, ο Θεός σε κάλεσε για την αγγελική ζωή και συ έκατσες να σώσης τον κόσμον. Να και τ’ αποτελέσματα. Όσο, λοιπόν, πιο γρήγορα μπορείς, τρέξε στον προορισμό σου, μη τυχόν σε βρη απότομα κανένας θάνατος και φανής ασυνεπής στην υπόσχεσιν που έδωκες στον Θεόν”».
(9). Ο συνετός και έξυπνος αυτός αρχιερέας, εννόησεν ότι την εποχής εκείνην, εκτός των δεδηλωμένων Παλ/γιτών, και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιού ημερολογίου. Θα ήταν αναπόφευκτο να μην επανερχόταν η επίσημη Εκκλησία με το παλαιόν ημοερολόγιον, αν με μια συντηρητική και συνετή στάσιν, η ηγεσία των παλ/γιτων αποσπούσεν την πλειοψηφίαν του ορθοδόξου ποιμνίου. Τουναντίον ο φανατισμός, ο εγωισμός, οι φιλοδοξίες και ο διχασμός των ηγετών, επέφεραν τ’ αντίθετα αποτελέσματα....
....Σε άλλον αδελφόν, που απορούσε για την τόσο μεγάλη μεταδοτικότητα του Γέροντα, του απάντησεν ως εξής:
«Το χάρισμα αυτό εγώ το κληρονόμησα από τους γονείς μου. Ότι βλέπεις από μικρός, το μαθαίνεις. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ελεήμων. Ακόμα παραδειγματίστηκα πολύ στην Δράμα, πριν γίνω μοναχός, από μια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, δεν σταματούσε να μοιράζει στους φτωχούς. Που τα εύρισκε, ήταν κι αυτό άλλο ένα θαύμα. Όλοι οι φτωχοί της λέγανε κάθε μέρα: “Ν’ αγιάση το χέρι σου, ν’ άγιάση το χέρι σου”. Ήλθεν επιτέλους ο καιρός της να πεθάνει. Εγώ τόσο πολύ την εκτιμούσα, ώστε ήθελα να πάω στην κηδεία της. Τι να πης, όμως; Οι παλαιοημερολογίτες μου λένε: “Όχι, απαγορεύεται. Αυτή είναι με το νέον”. Έδωσα τόπο στην οργή, δεν πήγα. Όμως τί έγινε; Μετά από καιρόν, έκαμαν το λείψανό της εκταφήν. Έ, λοιπόν, εκείνο το χέρι το δεξί, που ελεούσε, ήταν ολοκίτρινο, όπως τ’ άγια λείψανα, και μοσχοβολούσε. Αυτό, όταν το έμαθα, δεν άκουσα κανέναν. Επήγα ο ίδιος και το είδα με τα μάτια μου. Μάλιστα αυτό μου στερέωσε πολύ τον λογισμόν, ότι η χάρις υπάρχει και με το νέον ημερολόγιον και το ’λεγα πάντα σε μερικούς φανατικούς παλαιοημερολογίτες».
(Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 53-55 και 301-302)