Διηγείται ο π. Παΐσιος: Ένας μπακάλης μου τύλιξε μια φορά μια ρέγκα σε ένα φύλλο απο το περιοδικό «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Όταν την ξετύλιγα, έπεσε το μάτι μου στο κείμενο που ήταν γραμμένο στο χαρτί. Ήταν απο τον Αββά Ισαάκ. Το πήρα, το στέγνωσα στον ήλιο, το διάβασα και με διέλυσε. Με την ανάγνωση αυτήν πέρασα έναν χρόνο· το διάβαζα-το ξαναδιάβαζα, κι έτσι αγάπησα τον Αββά Ισαάκ. Αναρωτήθηκα αν υπάρχει βιβλίο. Έψαξα και τρόμαξα να βρω και να πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Κι εσείς τόσα και τόσα διαβάζετε· δεν σας κάνει εντύπωση; Αυτό που σας κάνει εντύπωση να το αντιγράφετε. Αν το αντιγράψετε και το φέρνετε συχνά στον νου σας, δεν θα το ξεχάσετε εύκολα και θα το εφαρμόσετε.
***
Σε μια κωμόπολη ζούσε μια κοπέλλα. Ήταν πολύ φτωχή. Και, το χειρότερο, ήταν τυφλή. Και τα δύο αυτά την έκαναν να αισθάνεται δυστυχισμένη. Άκουε τι ωραία περνούσαν οι άλλοι κυττάζοντας την φύση ή διαβάζοντας, και καιγόταν η καρδιά της. Και έκλαιε πικρά. Ήταν απαρηγόρητη.
Ένας καλός άνθρωπος, για να την βοηθήσει, της πρόσφερε μια Αγία Γραφή στην γλώσσα των τυφλών. Η κοπέλλα άρχισε να την διαβάζει ψηλαφώντας με τα δάχτυλα. Και όσο την μελετούσε και εμάθαινε, τι είναι ο Χριστός για εμάς, τόσο εγαλήνευε. Και τελικά εγέμισε χαρά και ειρήνη.
- Ευρήκα την χαρά! έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου. Και αν μου λείπουν τα μάτια τα σωματικά, λίγο με πειράζει πια!
Μα κάποτε η κοπέλλα αυτή έπαθε μια νόσο δερματική. Χάλασε στα δάχτυλά της η αφή. Και δεν μπορούσε πια να ψηλαφάει και να καταλαβαίνει την γραφή των τυφλών. Έκλαιε. Γιατί είχε χάσει την δυνατότητα να παίρνει δύναμη και χαρά από το άγιο αυτό βιβλίο. Και ήταν απελπισμένη.
Μα μια ημέρα επήρε με λαχτάρα το ιερό βιβλίο και το έφερε στο στόμα να ασπασθή τα γράμματά του, που μας μεταφέρουν την σοφία και τον λόγο του Θεού. Και τότε έκαμε μια παράξενη ανακάλυψη. Κατάλαβε οτι μπορούσε να διαβάζει την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά. Της την έδινε η μελέτη του λόγου του Θεού.
***
Μια γυναίκα που δεν ήταν χριστιανή, (στο όνομα Ευδοκία και στο επάγγελμα πόρνη), τυχαία άκουσε κάποιον να διαβάζει φωναχτά ένα βιβλίο στο διπλανό της σπίτι. Επρόκειτο για ένα μοναχό, που εφιλοξενείτο εκεί και εδιάβαζε στους ευσεβείς οικοδεσπότες μία διδασκαλία περί της Μελλούσης Κρίσεως και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Η Ευδοκία -και λόγω επαγγέλματος- είχε πολύ καλή σχέση με τους καθρέφτες. Ακούγοντας όμως την αφυπνιστική αυτή ανάγνωση, αισθάνθηκε οτι για πρώτη φορά κοιταζόταν σε καθρέφτη, που της έλεγε την αλήθεια. Δηλαδή της φανέρωνε την αποκρουστική ασχήμια της ψυχής της. Και αντί να σπάσει τον ενοχλητικό καθρέφτη -όπως συνήθως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις- ζήτησε απο τον μοναχό Γερμανό να την βοηθήσει να κοιταχτή καλύτερα στον καθρέφτη των εντολών του Θεού.
Το αποτέλεσμα ήταν οτι σε λίγο βαπτίσθηκε. Και έζησε στο εξής με μετάνοια και φόβο Θεού, αφιερώνοντας όλο τον χρόνο της στον στολισμό της με το χρυσάφι των αρετών. Και ο Χριστός, βλέποντας την λαχτάρα της για την αληθινή Ομορφιά, της χάρισε την ευκαιρία να αποκτήσει το κορυφαίο στολίδι: τον μαρτυρικό στέφανο. Οι διώκτες των χριστιανών την αποκεφάλισαν επί βασιλείας του αυτοκράτορος Τραϊανού. Εορτάζει την 1ην Μαρτίου.