κδ’ . Άλλοτε είπε ο Αββάς Αρσένιος στον Αββά Αλέξανδρο : « Μόλις αποσχίσης τους βλαστούς της φοινικιάς, έλα να φάμε μαζί. Και αν έλθουν ξένοι, φάγε μαζί τους ». Ο Αββάς Αλέξανδρος λοιπόν εργαζόταν κανονικά και με την ησυχία του. Και όταν ήλθε η ώρα, είχε ακόμη δουλειά. Θέλοντας δε να φυλάξη την εντολή του γέροντος, περίμενε να τελειώση την υπόλοιπη δουλειά. Ο Αββάς Αρσένιος τότε, σαν είδε ότι εκείνος καθυστέρησε, κάθισε και έφαγε, με τη σκέψη ότι θα είχε ξένους. Ο δε Αββάς Αλέξανδρος, τελειώνοντας αργά, πήγε στον γέροντα. Του λέγει λοιπόν ο Αββάς Αρσένιος : « Ξένους είχες ; ». Του απαντά : « Όχι ». Του λέγει : « Γιατί λοιπόν δεν ήλθες ; ». Και εκείνος του απαντά : «Γιατί μου είπες να έλθω όταν αποσχίσω τους βλαστούς. Και φυλάγοντας την εντολή σου, δεν ήλθα, γιατί μόλις τώρα τελείωσα τη δουλειά μου ». Και θαύμασε ο γέρων την ακρίβειά του. Και του λέγει : « Πιο γρήγορα να τρως, ώστε και τη σύναξή σου να κάνης ατάραχα και νερό να πιής. Γιατί, αν δεν κάνης έτσι, γρήγορα το σώμα σου θα ασθενήση ».
κε . Πήγε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος σ’ ένα τόπο και υπήρχαν εκεί καλαμιές και κινήθηκαν από τον άνεμο. Και λέγει ο γέρων στους αδελφούς : « Τί είναι αυτό το θρόϊσμα ; ». Και του απαντούν: « Από τις καλαμιές είναι ». Τους λέγει λοιπόν ο γέρων : « Αληθινά, αν ένας ησυχαστής ακούση φωνή από στρουθί, δεν έχει πλέον η καρδιά του την ίδια ησυχία. Πόσο πιο πολύ θα συμβή αυτό μ’ εσάς, οπού έχετε το θρόϊσμα αυτών των καλαμιών ; ».
κστ’. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : «Κάποιοι αδελφοί, οπού επρόκειτο να πάνε στη Θηβαΐδα, για να προμηθευτούν λινάρι, είπαν : Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε και τον Αββά Αρσένιο. Και μπαίνει ο Αββάς Αλέξανδρος και λέγει στον γέροντα : Μερικοί αδελφοί, οπού ήλθαν από την Αλεξάνδρεια, θέλουν να σε δουν. Του λέγει ο γέρων : Ρώτησέ τους για ποιά αιτία βρίσκονται εδώ. Και μαθαίνοντας ότι πηγαίνουν στη Θηβαΐδα για λινάρι, το είπε στον γέροντα. Τότε και αυτός του λέγει : Λοιπόν δεν πρέπει να δουν το πρόσωπο του Αρσενίου, γιατί δεν ήλθαν για μένα, αλλά για τη δουλειά τους. Καλοκάρδισέ τους και στείλε τους στο καλό, λέγοντάς τους ότι ο γέρων δεν μπορεί να τους συναντήση ».
κζ’ . Ένας αδελφός πήγε στο κελλί του Αββά Αρσενίου, σε Σκήτη. Σκύβει λοιπόν και κοιτάζει από τη θυρίδα και βλέπει τον γέροντα να είναι όλος σαν φωτιά. Και ήταν άξιος ο αδελφός εκείνος να το δη. Ύστερα έκρουσε και βγαίνει ο γέρων. Βλέποντας δε τον αδελφό σαν θαμπωμένο, του λέγει : « Χτυπούσες πολλή ώρα την πόρτα ; Μήπως είδες τίποτε εδώ ; ». Και απάντησε εκείνος: « Όχι ». Και μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, τον έστειλε στο καλό.
κη'. Ενώ ζούσε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος στην Κάνωπο, ήλθε μια συγκλητική παρθένος, πολύ πλούσια και ευσεβής, από τη Ρώμη, για να τον δη. Την υποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος και εκείνη τον παρακάλεσε να πείση τον γέροντα να τη δεχθή. Πηγαίνει λοιπόν ο Θεόφιλος σ’ αυτόν και τον παρακαλεί, λέγοντας : « Η δείνα συγκλητική ήλθε από τη Ρώμη και θέλει να σε δη». Αλλά ο γέρων δεν δέχθηκε να τη συναντήση. Μόλις λοιπόν την πληροφόρησαν γι’ αυτό, προστάζει να της ετοιμάσουν υποζύγια και έλεγε : « Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα με αξιώση να τον δω. Γιατί δεν ήλθα να δω κοινό άνθρωπο. Πολλοί άνθρωποι υπάρχουν και στην πόλη μας. Προφήτη ήλθα να δω ». Και σαν έφθασε κοντά στο κελλί του γέροντος, κατά οικονομία Θεού, έτυχε να βρίσκεται ο γέρων έξω από το κελλί. Βλέποντάς τον λοιπόν, έπεσε στα πόδια του. Αλλά εκείνος τη σήκωσε με οργή. Και της λέγει έντονα : « Ήθελες να δης την όψη μου ; Λοιπόν, κοίτα τη ». Αυτή όμως, από συστολή, δεν σήκωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Και της λέγει ο γέρων : « Δεν άκουσες τα έργα μου ; Αυτά είναι ανάγκη να βλέπη τινάς. Και πώς τόλμησες τόσο θαλασσινό ταξίδι να κάνης ; Δεν σκέφτεσαι ότι είσαι γυναίκα ; Δεν σου πρέπει να βγαίνης ποτέ για πουθενά. Ή το έκαμες για να γυρίσης στη Ρώμη και να πης στις άλλες γυναίκες ότι είδες με τα μάτια σου τον Αρσένιο και να γέμιση η θάλασσα από γυναίκες οπού θα πλέουν προς εμένα ; ». Και εκείνη του αποκρίνεται : « Αν θέλη ο Κύριος, κανέναν δεν θ’ αφήσω να έλθη εδώ. Αλλά, σε παρακαλώ, να προσεύχεσαι για μένα και να με μνημονεύης παντοτινά ». Και αυτός αποκρίθηκε και της είπε : « Παρακαλώ τον Θεό να σβήση τη θύμησή σου από την καρδιά μου ». Και ακούοντας εκείνη αυτά, έφυγε ταραγμένη. Και σαν έφτασε στην πόλη, της ήλθε πυρετός από τη στενοχώρια της. Πληροφορήθηκε ο μακάριος Θεόφιλος ότι έπεσε άρρωστη. Πηγαίνει λοιπόν κοντά της και της ζητούσε να του πη τί της συνέβαινε. Και εκείνη του λέγει : « Κάλλιο να μη ερχόμουν εδώ. Γιατί είπα στον γέροντα να με μνημονεύη και μου αποκρίθηκε : Εύχομαι στον Θεό να σβήση τη θύμησή σου από την καρδιά μου. Και να, τώρα, πεθαίνω από τη λύπη μου ». Και της λέγει ο Αρχιεπίσκοπος : « Δεν έλαβες υπ’ όψη σου ότι γυναίκα είσαι και με μέσο τις γυναίκες ο εχθρός βάζει σε πειρασμό τους αγίους ; Γι’ αυτό σου μίλησε έτσι ο γέρων. Ενώ για την ψυχή σου εύχεται παντοτινά ». Και έτσι θεραπεύτηκε ο λογισμός της και έφυγε με χαρά και γύρισε σπίτι της.
κθ’. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο, ότι ένας δημόσιος λειτουργός ήλθε κάποτε, φέρνοντάς του τη διαθήκη ενός συγγενούς του συγκλητικού, οπού του άφηνε μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Και παίρνοντας την, ήθελε να τη σχίση. Και έπεσε ο επισκέπτης στα ποδιά του, λέγοντάς του : « Σε παρακαλώ, μη τη σχίσης. Γιατί θα χάσω το κεφάλι μου». Και του λέγει ο Αββάς Αρσένιος : « Εγώ πριν από εκείνον πέθανα. Αυτός δε τώρα μόλις πέθανε ». Και του την ξαναέβαλε στα χέρια να την πάρη και να φύγη, χωρίς να δεχθή τίποτε από την κληρονομιά.
λ'. Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν : « Το βράδι του Σαββάτου, παραμονή της Κυριακής, άφηνε τον ήλιο πίσω του και άπλωνε τα χέρια του κατά τον ουρανό, προσευχόμενος, ωσότου πάλι έλαμπε ο ήλιος στο πρόσωπό του. Και έτσι, καθόταν ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 22-25)