Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογι-σμούς και τους έλουσε η Χάρις σ' αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επι- σκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση. Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυο αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ' αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν. Μου έλεγε:
«Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυο Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ' έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.»
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει: «Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;». «Ναι», του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει. «Έγινα πλούσιος τώρα», μου απάντησε. «Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;». «Νά, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πής τί να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω». «Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν». «Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς».
«Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια». «Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά». Τότε του λέω: «Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη αναγκη».
Μετά τον ρώτησα: «Τί κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;». Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε: «Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται». Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πώς θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυο να μάθουμε και γι' αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει:
«Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ήν και εζήτησα αυτόν και ούχ ευρέθη ο τόπος αυτού»44. Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
(Λόγοι τόμος Α σελ.99-100)