ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ:...Συγκεκριμένα, θα αναφερθώ στο πρόβλημα που προκάλεσε στους μοναχούς της Αιγύπτου η αίρεση των ανθρωπομορφιτών. Το θέμα αυτό αφορά στην εικόνα του Παντοδύναμου Θεού, όπως αυτή αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης. Άλλωστε αυτή η αλήθεια είναι τόσο σημαντική, ώστε η άγνοιά της θα ισοδυναμούσε με βλασφημία και σοβαρή έλλειψη, ως προς τη γνώση της πίστης μας.
Κεφάλαιο 2: Για τη συνήθεια που υπάρχει στην Αίγυπτο να ανακοινώνεται κάθε χρόνο από τον Επίσκοπο η ημερομηνία του Πάσχα.
Υπάρχει στην Αίγυπτο μια αρχαία παράδοση. Αφού περάσει η εορτή των Θεοφανείων, η οποία, κατά τα λεγάμενα των ιερέων της περιοχής αυτής, είναι η επέτειος της «κατά σάρκα» Γέννησης και ταυτόχρονα της Βάπτισης του Κυρίου - και που γι’ αυτό το λόγο η διπλή αυτή εορτή δεν εορτάζεται εκεί όπως στη Δύση, με δύο δηλαδή διαφορετικές επίσημες τελετές, αλλά με μία μόνο πανήγυρη – ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας στέλνει επιστολές σ’ όλες τις Εκκλησίες της χώρας, στις πόλεις και στα Μοναστήρια, για να γνωστοποιήσει παντού την ημερομηνία της έναρξης της Τεσσαρακοστής, καθώς και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το έθιμο, έφθασαν και φέτος από την Αλεξάνδρεια οι επίσημες επιστολές του Επισκόπου Θεοφίλου. Όμως αυτή τη φορά ο Επίσκοπος δεν αρκέσθηκε μόνο στο να αναγγείλει απλά την ημερομηνία του Πάσχα, αλλά παρέθεσε σ’ αυτήν και μια ολόκληρη πραγματεία ενάντια στην παράλογη αίρεση των ανθρωπομορφιτών, την οποία τελικά αναιρούσε με πλήθος επιχειρημάτων.
Εξαιτίας αυτών των επιστολών, επικράτησε έντονη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους περισσότερους μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν στην επαρχία της Αιγύπτου και είχαν παρασυρθεί σ’ αυτήν την αίρεση, επειδή ήταν απλοϊκοί άνθρωποι. Έτσι λοιπόν, η πλειοψηφία των Γερόντων ξεσηκώθηκε εναντίον του Επισκόπου. Τον κήρυξαν ένοχο της πιο σοβαρής αίρεσης και αποφάσισαν ότι όλοι οι αδελφοί θα έπρεπε να θεωρούν τον Επίσκοπο Θεόφιλο ως αιρετικό και αφορισμένο. Γιατί, κατά τη γνώμη τους, αυτός αντέλεγε στην Αγία Γραφή και δεν δεχόταν ότι ο Παντοδύναμος Θεός είναι το «Αρχέτυπο» βάσει του οποίου πλάσθηκε ο άνθρωπος. Ενώ, έλεγαν, έχει ειπωθεί ξεκάθαρα ότι ο Αδάμ πλάστηκε «κατ' εικόνα Του».
Με λίγα λόγια, οι μοναχοί που ζούσαν στην έρημο της Σκήτης και ξεπερνούσαν σε γνώση και τελειότητα όλους τους μοναχούς της Αιγύπτου, απέρριψαν την επιστολή του Επισκόπου. Μεταξύ των ιερέων, μόνο ο δικός μας, ο Αββάς Παφνούτιος, αποτέλεσε εξαίρεση. Διότι κανένας από όλους τους άλλους, που ήταν προϊστάμενοι στις τρεις άλλες εκκλησίες της ερήμου, δεν θέλησε για κανένα λόγο να επιτρέψει να διαβασθεί ή να αναγγελθεί δημόσια η Επιστολή που απευθυνόταν στις διάφορες μοναχικές Συνοδίες.
Κεφάλαιο 3: Ο Αββάς Σεραπίων και η αίρεση των ανθρωπομορφιτών, στην οποία αυτός έπεσε εξαιτίας της απλοϊκότητάς του.
Ανάμεσα στα θύματα αυτής της αίρεσης βρισκόταν κι ένας ερημίτης που ονομαζόταν Σεραπίων. Όλη η ζωή αυτού του μοναχού είχε περάσει μέσα σε λιτότητα και αυστηρότητα. Η ασκητική οδός ήταν πλέον γι’ αυτόν «πεπατημένη» και χωρίς μυστικά. Αλλά η άγνοιά του σ’ αυτό το δογματικό σημείο έκανε μεγάλη ζημιά και σ’ αυτόν, αλλά και γενικά σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Γιατί η αναμφισβήτητη αξία του και το σεβαστό της ηλικίας του ήταν αρκετά, για να θεωρείται από όλους ένα από τα πρώτα μεγάλα ονόματα των μοναχών της έρημου.
Μάταια ο άγιος ιερέας Παφνούτιος τον χιλιοπαρακάλεσε. Δεν κατάφερε, δυστυχώς, να τον επαναφέρει στον ορθό δρόμο. Γιατί αυτή η δογματική αλήθεια φαινόταν στον Αββά Σεραπίωνα πως ήταν μια καινοτομία. Οι παλιοί, έλεγε, δεν τη γνώριζαν και ούτε ποτέ την είχαν διδάξει.
Τότε έφθασε αναπάντεχα στη Σκήτη ένας διάκονος που ονομαζόταν Φωτεινός. Αυτός ο διάκονος ήταν άνθρωπος βαθιάς θεολογικής γνώσης. Ο πόθος του να γνωρίσει τους αδελφούς, που κατοικούσαν στην έρημο της Σκήτης, τον έκανε να ταξιδέψει από την Καππαδοκία ως εκεί. Ο Γέροντας Παφνούτιος τον υποδέχθηκε με εκδηλώσεις έκδηλης χαράς. Οδήγησε τον διάκονο στο κέντρο της Σύναξης της Αδελφότητας, θέλοντας να λύσει με επιτυχία το θέμα που προείπαμε, και έτσι να επικυρωθεί και από τους εκεί μοναχούς η δογματική αλήθεια, στην οποία αναφέρονταν οι Επιστολές του Επισκόπου. Ρώτησε λοιπόν ο Γέροντας Παφνούτιος τον διάκονο, πώς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ανατολής κατανοούσαν τη φράση αυτή της Γενέσεως: «Ας φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση»(Γεν. 1, 26). Ο διάκονος Φωτεινός εξήγησε ότι οι αρχηγοί των Εκκλησιών συμφωνούν απόλυτα στην ερμηνεία αυτού του χωρίου. Δεν στέκονται δηλαδή στην «κατά λέξιν» ερμηνεία του, αλλά κατανοούν αυτή την αλήθεια της Θείας εικόνας και ομοίωσης στο πνευματικό επίπεδο. Στη συνέχεια, ο διάκονος Φωτεινός θεμελίωσε αυτή τη δογματική θέση με πλούσια επιχειρήματα και με πλήθος από μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και κατέληξε λέγοντας: Πώς είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι ο άπειρος, ακατάληπτος, αόρατος και παντοδύναμος Θεός μπορεί να έχει την ίδια με τον άνθρωπο μορφή, η οποία θα Τον περιόριζε και θα Τον έβαζε στο πλαίσιο του κτιστού δημιουργήματος; Απλή και ασώματη φύση που είναι ο Θεός δεν είναι δυνατόν να είναι ορατή από το ανθρώπινο μάτι, αλλά ούτε και να είναι καταληπτή από το κτιστό, ανθρώπινο πνεύμα.
Στο τέλος η γνώση και η αλήθεια θριάμβευσε. Ο καλός μας Γέροντας Σεραπίων κλονίσθηκε, μετά από τόσα πολλά και ορθά επιχειρήματα και έτσι επανήλθε στην ορθή πίστη και στην ορθόδοξη δογματική παράδοση της Εκκλησίας.
Αυτή η αλλαγή γέμισε κι εμάς και τον Αββά Παφνούτιο με ανείπωτη χαρά. Ο Θεός δεν είχε επιτρέψει ένας άνθρωπος τόσο σεβάσμιος και ενάρετος, που η άγνοια και η απλοϊκότητά του τον είχαν οδηγήσει σε σφάλμα, να παραμείνει μέχρι τέλους έξω από το μονοπάτι της αληθινής πίστης. Σηκωθήκαμε λοιπόν για να προσφέρουμε γι’ αυτό το γεγονός κοινή ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό. Δέστε όμως τί συνέβη. Στη μέση αυτής της προσευχής, ο Αββάς Σεραπίων ένιωσε μια τρομερή αναστάτωση. Γιατί έβλεπε να διαλύεται μέσα στην καρδιά του η ανθρώπινη μορφή, με την οποία είχε συνηθίσει να αναπαριστά μέσα του τον Θεό. Ξαφνικά ο Γέροντας αναλύθηκε σε πικρά δάκρυα και ξέσπασε σε ασυγκράτητα αναφιλητά. Πεσμένος καθώς ήταν στα γόνατα, κραύγαζε θρηνητικά: «Δυστυχία, δυστυχία μου! Μου πήραν τον Θεό μου! Δεν ξέρω πια από που να πιαστώ! Ποιόν να λατρεύσω; Σε ποιόν ν’ απευθυνθώ; Δεν ξέρω πια».
Η αναστάτωση που μας έφερε αυτό το γεγονός, προστέθηκε στην έντονη ανάμνηση που είχε μείνει στην καρδιά μας από την τελευταία συνομιλία μας με τον Αββά Ισαάκ. Και αυτά μας οδήγησαν πάλι κοντά του.
Κεφάλαιο 4: Επιστροφή στον Αββά Ισαάκ. Ερώτηση σχετικά με το σφάλμα του Αββά Σεραπίωνα.
Μόλις λοιπόν συναντήσαμε τον Γέροντα του είπαμε: Ακόμα και χωρίς να είχε συμβεί αυτό το παράδοξο γεγονός των τελευταίων ημερών, η ζωντανή ανάμνηση της συνομιλίας μας σχετικά με τη φύση της προσευχής, μας παρακινούσε να τα αφήσουμε όλα και να ξαναγυρίσουμε στην οσιότητά σας. Το σφάλμα όμως του Αββά Σεραπίωνα αύξησε περισσότερο αυτή την επιθυμία μας.
Απ’ όσα ξέρουμε οι δαίμονες, και μάλιστα οι πιο ισχυροί απ’ αυτούς, ενέπνευσαν κακόβουλα αυτές τις Ιδέες στον Αββά Σεραπίωνα. Και μας κατέχει βαθιά θλίψη όταν αναλογιζόμαστε πως χάθηκαν εντελώς, εξαιτίας αυτής της άγνοιας, οι καρποί τόσων αγώνων, που τόσο αξιοθαύμαστα αυτός υπέμενε μέσα σ’ αυτή την έρημο για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Και το ακόμα χειρότερο είναι, ότι ο Γέροντας κινδύνευσε να χάσει και την ψυχή του.
Θα θέλαμε λοιπόν αρχικά να μάθουμε από που προήλθε ένα τόσο σοβαρό σφάλμα; Ποιά είναι η αιτία του;
Στη συνέχεια, θα σας παρακαλούσαμε να μας μιλήσετε και να μας υποδείξετε τον τρόπο, με τον οποίο μπορεί κανείς να φθάσει σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο της προσευχής, για το οποίο μας μιλήσατε την προηγούμενη φορά, με τόση πληρότητα και σαφήνεια. Η φωτισμένη ομιλία σας τότε, μας οδήγησε σε μία τελείως διαφορετική κατανόηση του θέματος. Όμως δεν ξέρουμε πως θα μπορέσουμε να φθάσουμε στην πλήρη πραγμάτωση και στην τελείωσή της.
Κεφάλαιο 5: Η προέλευση της αίρεσης των ανθρωπομορφιτών.
ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ: Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας άνθρωπος πολύ απλός, ο οποίος δεν είχε ποτέ διδαχθεί ούτε είχε μελετήσει το θέμα που αφορά τη φύση και την υπόσταση του Θεού, μπόρεσε και παρέμενε αιχμαλωτισμένος στην πλάνη μέχρι σήμερα. Αυτό ασφαλώς έγινε εξαιτίας της άγνοιας και της μακροχρόνιας εμμονής του στη λαθεμένη πίστη. Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε ο Αββάς Σεραπίων ήταν ότι επέμενε να υποστηρίζει παλιές αιρετικές δοξασίες. Γιατί δεν πρόκειται, όπως φαντάζεσθε, για ένα πρόσφατο τέχνασμα των δαιμόνων, αλλά πρόκειται για μια παλιά ειδωλολατρική πλάνη. Η ειδωλολατρία έδινε ανθρώπινη μορφή στους δαίμονες που λάτρευε. Έτσι και σήμερα, καθώς νομίζουν μερικοί, οφείλουμε κι εμείς να αναπαραστήσουμε, κατά την ώρα της προσευχής, το ακατάληπτο και ασχημάτιστο Θείο Πρόσωπο του Αληθινού Θεού με τα χαρακτηριστικά κάποιας εικόνας. Αυτοί θεωρούν ότι είμαστε μπροστά στο κενό και ότι νιώθουμε σαν να είμαστε εμπρός στο τίποτα, όταν δεν έχουμε μια εικόνα, στην οποία να απευθυνόμαστε την ώρα της προσευχής. Νομίζουν επιπλέον ότι χρειαζόμαστε πάντα κάτι που να το έχουμε διαρκώς μέσα στη σκέψη μας και να μην το χάνουμε ποτέ από τα μάτια μας. Πάνω σ’ αυτή ακριβώς την πλάνη αναφέρεται και ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει: «Και αντάλλαξαν τη λαμπρότητα του άφθαρτου Θεού με τα ομοιώματα της μορφής φθαρτού ανθρώπου» (Ρωμ. 1, 23). Ο προφήτης Ιερεμίας επίσης λέει: «Ο λαός μου εμένα, τον δυνατό Θεό του, με αντικατέστησε με είδωλα ανίσχυρα» (Ιερ. 2, 11). Έτσι ξεκίνησε για τους περισσότερους αυτή η πλάνη.
Ο λόγος για τον οποίο έπεσαν κάποιοι άλλοι στην ειδωλολατρική αυτή πλάνη, βρίσκεται στη λανθασμένη ερμηνεία του χωρίου της Αγίας Γραφής που λέει: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» (Γεν. 1, 26). Μια ακόμα αιτία αυτής της πτώσης είναι η άγνοια και η απλοϊκότητα. Απ’ αυτή ακριβώς την απεχθή ερμηνεία γεννήθηκε η αίρεση των ανθρωπομορφιτών. Αυτή η αίρεση υποστηρίζει με εγκληματικό πείσμα ότι η άπειρη και απλή ουσία του Θεού έχει τα ίδια υλικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα με την ανθρώπινη.
Κάθε άνθρωπος, που έχει διδαχθεί την ορθή πίστη, απορρίπτει ασφαλώς αυτό τον λανθασμένο ισχυρισμό, όπως ακριβώς θα απέρριπτε τη βλάσφημη δοξασία ενός ειδωλολάτρη. Έτσι μπορεί αυτός να φθάσει στο ύψος της καθαρής προσευχής, για την οποία τώρα μιλάμε.
Αυτή η προσευχή, κατά την έκφρασή της, δεν απευθύνεται σε έναν ορισμένο άνθρωπο ή σε κάποια ανθρωπόμορφη αναπαράσταση του Θεού. Γιατί θα ήταν έγκλημα και μόνο να πει κανείς κάτι τέτοιο. Καθαρή προσευχή σημαίνει παντελή έλλειψη κάποιας ανάμνησης, κάποιου λόγου ή μιας πράξης, όποια μορφή κι αν αυτά έχουν.
(αββα Κασσιανού τόμος Α, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 364-369)