λα'. Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο και τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι κανείς σαν αυτούς δεν απεχθανόταν τη δόξα των ανθρώπων. Ο μεν λοιπόν Αββάς Αρσένιος δεν συναντιόταν εύκολα με κάποιον. Ο δε Αββάς Θεόδωρος συναντιόταν μεν, αλλά ήταν σαν ξεγυμνωμένο σπαθί.
λβ’ . Ενώ έμενε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος στα κάτω μέρη και δοκίμαζε ενόχληση εκεί, έκρινε σωστό να παρατήση το κελλί του. Και χωρίς να πάρη μαζί του τίποτε απ’ αυτό, πήγε στους μαθητές του τον Αλέξανδρο και τον Ζώϊλο, οπού ήταν από τη Φαράν. Είπε λοιπόν στον Αλέξανδρο : « Σήκω και πάρε το ποτάμι, πηγαίνοντας προς τα άνω ». Και εκείνος συμμορφώθηκε. Και στον Ζώϊλο είπε : « Έλα μαζί μου έως το ποτάμι και βρες μου πλοίο που να πηγαίνη στην Αλεξάνδρεια κάτω. 'Ύστερα, πάρε και συ την αντίθετη κατεύθυνση και πήγαινε στον αδελφό σου ». Ο Ζώϊλος ταράχθηκε σ’ αυτά τα λόγια, αλλά δεν μίλησε. Και έτσι χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Κατέβηκε λοιπόν ο γέρων στα μέρη της Αλεξανδρείας και, εκεί, έπεσε σε αρρώστεια βαρειά. Και οι μαθητές του είπαν ο ένας στον άλλο : « Μήπως κανείς μας λύπησε τον γέροντα και γι’ αυτό χωρίσθηκε από μας ; ». Και δεν βρήκαν σε τίποτε να φταίνε ούτε ότι δεν τον υπάκουσαν σε κάτι καμμιά φορά. Ο δε γέρων, σαν έγιανε, είπε : « Θα πάω στους πατέρες μου ». Και έτσι, παίρνοντας το ποτάμι σε αντίθετη κατεύθυνση, προς τα άνω, ήλθε στην Πέτρα, οπού βρίσκονταν οι μαθητές του. Και ενώ ήταν κοντά στο ποτάμι, έρχεται μια μικρή Αιθιόπισσα και άγγιξε την προβιά οπού φορούσε. Ο γέρων τότε τη μάλωσε. Η μικρή όμως του είπε : « Αν είσαι μοναχός, πήγαινε στο βουνό ». Κατανύχθηκε μ’ αυτά τα λόγια ο γέρων και συλλογίσθηκε : « Αρσένιε, αν είσαι μοναχός, πήγαινε στο βουνό». Τότε, τον συναντούν ο Αλέξανδρος και ο Ζώϊλος. Έπεσαν στα πόδια του εκείνοι, αλλά και ο γέρων τους αγκάλιασε και έκλαψαν και οι τρεις. Είπε δε ο γέρων : « Δεν ακούσατε ότι αρρώστησα ; ». Και του είπαν : « Ναι ». Τους ρωτά τότε : « Και γιατί δεν ήλθατε να με δήτε ; ». Του λέγει ο Αββάς Αλέξανδρος : « Ο χωρισμός σου από μας δεν καλοφάνηκε και πολλοί δεν ωφελήθηκαν, λέγοντας : Αν δεν έδειχναν ανυπακοή στον γέροντα, δεν θα χωριζόταν απ’ αυτούς ». Τους λέγει : « Πάλι λοιπόν πρόκειται να λέγουν οι άνθρωποι, ότι δεν βρήκε η περιστερά που να αναπαύση τα πόδια της και γύρισε στον Νώε, στην κιβωτό ». Και έτσι θεραπεύθηκαν. Και έμεινε μαζί τους έως την τελευτή του.
λγ'. Είπε ο Αββάς Δανιήλ, ότι μας διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος δήθεν για κάποιον άλλο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αυτός ο ίδιος. Ότι, ενώ καθόταν κάποιος γέρων στο κελλί του, άκουσε φωνή να του λέγη : « Έλα και θα σου δείξω τί κάνουν οι άνθρωποι ». Και σηκώθηκε και βγήκε. Και τον έφερε σ’ ένα τόπο και του έδειξε κάποιον Αιθίοπα, οπού έκοβε ξύλα και έκανε μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε δε να το σηκώση και να το φορτωθή, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να βγάλη ένα μέρος απ’ αυτό, πάλι έκοβε ξύλα και πρόσθετε στο φορτίο. Και αυτό το έκανε για πολλή ώρα. Και προχωρώντας λίγο, του έδειξε έναν άνθρωπο, οπού στεκόταν πλάϊ σ’ ένα πηγάδι και αντλούσε νερό από εκεί μέσα. Αλλά το άδειαζε σε μια στέρνα όλο τρύπες και έτσι το νερό ξανάπεφτε στο πηγάδι. Και του λέγει πάλι : « Έλα και θα σου δείξω ακόμη κάτι άλλο ». Και βλέπει ένα ναό και δυό ανθρώπους καθισμένους σε άλογα, οπού βαστούσαν μια σανίδα πλάγια, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήθελαν λοιπόν να εισέλθουν από την πύλη του ναού. Αλλά δεν μπορούσαν, γιατί κρατούσαν το ξύλο πλάγια. Δεν ταπείνωσε δε ο ένας τους τον εαυτό του, ώστε να έλθη πίσω από τον άλλο και να πάρη το ξύλο την πρεπούμενη κατεύθυνση. Έτσι, έμειναν έξω από την πύλη. « Αυτοί, λέγει, είναι όσοι τηρούν στάση υπερήφανη, νομίζοντας ότι έτσι πρέπει να κάνουν, χωρίς να ταπεινώνωνται, να διορθώνουν τον εαυτό τους και να βαδίζουν στον ταπεινό δρόμο του Χριστού. Και μένουν λοιπόν έξω από τη βασιλεία του Χριστού. Όσο για εκείνον οπού έκοβε ξύλα, είναι άνθρωπος οπού κάνει πολλές αμαρτίες. Και αντί να μετανοήση, άλλες ανομίες προσθέτει πάνω στις αμαρτίες του. Τέλος, εκείνος οπού έβγαζε νερό, άνθρωπος είναι οπού κάνει μεν καλά έργα, αλλά επειδή είχε σ’ αυτά την ανάμιξή του και το πονηρό, έτσι έχασε και τα καλά του έργα. Πρέπει λοιπόν ο καθένας μας να είναι νηφάλιος στα έργα του, ήγουν να έχη φωτεινή αντίληψη και άγρυπνο μάτι επάνω τους, ώστε να μη πάη χαμένος ο κόπος του ».
λδ’ . Ο ίδιος διηγήθηκε, ότι κάποτε ήλθαν μερικοί πατέρες από την Αλεξάνδρεια για να δουν τον Αββά Αρσένιο. Και ένας απ’ αυτούς ήταν θείος του παλαιού Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Τιμοθέου, οπού τον ωνόμαζαν ακτήμονα, και είχε έναν από τους ανεψιούς του. Ήταν δε τότε ο γέρων αδιάθετος και δεν θέλησε να συναντηθή μαζί τους, για να μη έλθουν και άλλοι και τον παρενοχλήσουν. Βρισκόταν δε τότε στον βράχο της Τρώης. Και εκείνοι γύρισαν πίσω, λυπημένοι. Έτυχε λοιπόν να γίνη επιδρομή βαρβάρων και πήγε και έμεινε στα κάτω μέρη. Σαν το έμαθαν, πάλι ήλθαν για να τον δουν. Και, αυτή τη φορά, με χαρά τους υποδέχθηκε. Και του λέγει ο αδελφός οπού ήταν μαζί τους : « Δεν ξέρεις, Αββά, ότι ήλθαμε να σε συναντήσουμε στην Τρώη και δεν μας δέχθηκες ; ». Και του αποκρίνεται ο γέρων : « Σεις γευθήκατε ψωμί και ήπιατε νερό. Εγώ όμως, τέκνο μου, ούτε ψωμί ούτε νερό έβαλα στο στόμα μου, αλλά ούτε και κάθισα, τιμωρώντας τον εαυτό μου, έως ότου υπολόγισα ότι φθάσατε στον τόπο σας, μια και εξ αιτίας μου και σεις ταλαιπωρηθήκατε. Αλλά συγχωρήστε με, αδελφοί ». Και, παρηγορημένοι, έφυγαν.
λε’ . Ο ίδιος έλεγε : « Με φώναξε μια φορά ο Αββάς Αρσένιος και μου λέγει : Ανάπαυσε τον πατέρα σου, ώστε, όταν φύγη για τον Κύριο, να παρακαλέση για σένα και όλα να σου έλθουν καλά».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 25-28)