ΩΡΙΓΕΝΗΣ (185-253/4) Ο χαλκέντερος αλληγοριστής.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Ωριγένης ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητος και είναι ο γονιμώτερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας. Έφερε στο στήθος του το θρησκευτικό πάθος της Ανατολής, την ασίγαστη αναζήτηση του έλληνα φιλοσόφου, το ενδιαφέρον για κεκρυμμένες αλήθειες του Ιουδαίου και την υπαρξιακή πίστη του χριστιανού. Οι παράγοντες αυτοί συγκλόνισαν τον μεγαλοφυή Ωριγένη και τον κίνησαν στο μεγαλειώδες έργο του, που παρέμεινε περισσότερο έργα πλάτους και λιγώτερο έργο βάθους.
Υπήρξε γνήσιο τέκνο του αλεξανδρινού πνευματικού κλίματος κι έδρασε την εποχή, που στο χώρο της φιλοσοφίας γεννιέται ο νεοπλατωνισμός με το έργο του Πλωτίνου, στα χώρο των θρησκευτικών αναζητήσεων εμφανίζονται οι έντονες ασκητικές τάσεις (ιδίως με το Μανιχαϊσμό) και στο χώρο της Εκκλησίας επικρατούν δύο θεολογικές κατευθύνσεις: η παραδοσιακή με τον Ειρηναίο και τον Ιππόλυτο και η μη παραδοσιακή με τον Αλεξανδρέα Κλήμεντα και μάλιστα τον Τερτυλλιανό. Όσο εύκολο είναι να μιλήσω με για τη μεγαλωσύνη του Ωριγένη, τόσο δύσκολο είναι να ορίσωμε τη θεολογική του πορεία στο πλαίσιο της εποχής του και μάλιστα να ορίσωμε την επίδρασή του στις μεταγενέστερες θεολογικές γενεές. Ήταν εξαιρετικά ιδιότυπο πνεύμα, για να τοποθετηθή σε μία ωρισμένη θεολογική κατεύθυνση και πολύ μεγάλη φυσιογνωμία για να έχη συνεχιστές. Δε δημιούργησε λοιπόν ο Ωριγένης σχολή, που να συνέχισαν πιστά οι οπαδοί του. Δημιούργησε βασικά φίλους και εχθρούς, θαυμαστές και αρνητές του έργου του, οι οποίοι μάλιστα προκάλεσαν σύγχυση και κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας, που εκείνος δεν είχε άμεσα και ηθελημένα προκαλέσει.
Διδάσκαλος πνευματικός. Ό,τι προσπαθούσε να γίνη και ό,τι ήθελε να βλέπουν οι άλλοι στο πρόσωπό του ήταν ο πνευματικός διδάσκαλος, αυτός δηλαδή που ξεπέρασε την κατάσταση του σωματικού και ψυχικού ανθρώπου, έφθασε στο αληθινό πνεύμα των Γραφών και δικαιούται να διδάσκη με ηυξημένο κύρος, δηλ. σχεδόν όπως οι χαρισματούχοι. Τούτο εναρμονίζεται προς το ενθουσιαστικό στοιχείο του χαρακτήρα του και δικαιολογείται από κάποιο μυστικισμό που τον διακρίνει. Τα περισσότερα έργα του είναι στη βάση τους διδακτικά, αποσκοπούν στη διάπλαση και προβολή του πνευματικού ανθρώπου και ασκούν παιδαγωγία (χωρίς ευτυχώς να γίνωνται ηθικιστικά εγχειρίδια), διότι την όλη θεία οικονομία κατανοεί κυρίως σαν παιδαγωγία, η οποία έχει μάλλον αυτονομία έναντι της ιστορικής Εκκλησίας. Η διένεξή του με τους αλεξανδρινούς επισκόπους Δημήτριο και Ηρακλά αφ’ ενός και η στενή συνεργασία του με τους παλαιστινούς επισκόπους Αλέξανδρο και Θεόκτιστο αφ’ ετέρου εξηγείται βάσει των παρακάτω: Ο Ωριγένης αισθανόταν το προσωπικό του λειτούργημα ως πνευματικού διδασκάλου αναντικατάστατο, υψηλό και πνευματικώτερο από το λειτούργημα του επισκόπου, για το οποίο μάλιστα ουδέποτε μίλησε ιδιαίτερα. Όταν λοιπόν για λόγους τάξεως εκκλησιαστικής, διδασκαλίας κυρίως και ίσως και προσωπικούς επενέβη ο Δημήτριος στο έργο του Ωριγένη, ο τελευταίος δεν ανέχθηκε τον έλεγχο που προερχόταν από μη πνευματικό διδάσκαλο και ο πρώτος δε συγχώρησε την αξίωση και ασφαλώς και κάποιες αντιλήψεις του Ωριγένη. Το αντίθετο συνέβη στην Παλαιστίνη (Καισάρεια Ιεροσόλυμα Τύρο)• ο Ωριγένης σαν διδάσκαλος υπήρξε απόλυτα σεβαστός και το έργο του γινόταν δεκτό σαν μέτρο, με αποτέλεσμα τη συνύπαρξή του και τη φιλία του με τους παλαιστινούς επισκόπους.
Ο δυναμικός διδάσκαλος Ωριγένης αφετηρία και θεμέλιο ήθελε να έχη τη Γραφή και την εκκλησιαστική Παράδοση, την οποία και υπερασπίσθηκε κατά των αιρετικών και γνωστικών. Με το κήρυγμά του και τη διδασκαλία του θέλει να κάνη το Χριστό παρόντα στην Εκκλησία, για την οποία όμως ουδέποτε μίλησε κατά τρόπο διεξοδικό, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κλήμεντα, στον οποίο και μάλλον μαθήτευσε. Φρονούσε ότι η Γραφή (Π και ΚΔ) είναι θεόπνευστη μέχρι και το τελευταίο της γράμμα. Παράλληλα διαβάζοντας κανείς τα έργα του διαπιστώνει ότι η γλωσσά τους και το κλίμα τους είναι διαφορετικά και προς τη Γραφή και προς την Παράδοση, ενώ συχνά δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν αφήνεται στην αλήθεια της Γραφής, αλλά την χρησιμοποιεί για να βρη ο ίδιος μόνος του, την αλήθεια και να φθάση σ’αυτή. Άλλωστε θεωρεί νόμιμο το ξεπέρασμα της δεδομένης Παραδόσεως και καθήκον του πνευματικού διδασκάλου την αναγωγή σε πλήρη, και ανταξιώτερη για το Θεό, αλήθεια.
Στο Προοίμιο (§ 3) του έργου Περί αρχών διαγράφει με σαφήνεια το πρόγραμμα και το διατί της θεολογίας, κάτι που εξηγεί την προσωπική του προσφορά και τη θέση του στην Εκκλησία και τη θεολογία. Σύμφωνα με το κείμενο τούτο οι απόστολοι έδωσαν στους πιστούς όσα θεώρησαν απολύτως «αναγκαία». Η «έρευνα» όμως και η «βεβαίωσις» (=απόδειξη) του αποστολικού κηρύγματος αφέθηκε στους μεταγενέστερους και μάλιστα σε όσους θα είχαν από το άγιο Πνεύμα τη χάρη του λόγου, της σοφίας και της γνώσεως. Αυτό αντιπροσωπεύει το πρώτο στάδιο θεολογικής προσφοράς και εξηγεί το διδακτικό χαρακτήρα μεγάλου μέρους του έργου του Ωριγένη. Το δεύτερο είναι γενικώτερο, ευρύτερο και προβληματικότερο, διότι αφορά σε θέματα για τα οποία οι απόστολοι απλώς «είπον μεν τίνα εισίν», αλλά «εσίγησαν» το «πώς» και το «πόθεν» αυτών. Το έργο του πώς και πόθεν ωρισμένων αληθειών αφέθηκε στους φιλομαθέστερους, για να έχουν μια «άσκησιν», να μην αδιαφορήσουν και για να τους δοθή η ευκαιρία να δείξουν πνευματικούς καρπούς. Αυτά θεμελιώνουν θεωρητικά ένα είδος αυτόνομης θεολογίας, δηλαδή θεολογίας, η οποία α) δεν ξεκινά από συγκεκριμένα προβλήματα των πιστών, είναι β) έρευνα επιστημονική μεταφυσικών ζητημάτων που θέτει ο θεολόγος, γ) δεν αφορά κατ’ ανάγκην στη σωτηρία και δ) διαστέλλει την πίστη από τη γνώση (βλ. και Εις Ίωάννην 19,34). Η θεολογία αυτή που συχνά είναι αυτόνομη έναντι της Εκκλησίας και της Παραδόσεως, βασίζεται στη διαλεκτική του «αποκεκαλυμμένου» και του «κεκρυμμένου» (Εις τα Άσματα των Ασμάτων β', στιχ. ιστ'- ιζ') στην αναγωγή από το γνωστό στο άγνωστο, από το φανερό στο κρυπτό. Η τακτική αυτή ακολουθείται γενικά και από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά με διαφορετικές προϋποθέσεις, μία των οποίων είναι ότι το γνωστό ή φανερό της αληθείας, η όλη δηλαδή Παράδοση, γίνεται απόλυτο κριτήριο εκείνου, που φανερώνεται με τη θεολογική διεργασία. Επίσης έχει θεμελιώδη σημασία ότι αυτό που με την παραπάνω διαδικασία προσφέρει ο Ωριγένης είναι βελτίωση του ήδη γνωστού στην Εκκλησία (Εις Ιωαν. 4,21) και όχι συμπλήρωση και διεύρυνση ή εμβάθυνση, όπως προϋπέθεταν οι Καππαδόκες Πατέρες. Η αυτονομία και ο καθαρά ερευνητικός χαρακτήρας της θεολογίας του Ωριγένη δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς το δικακτικό σκοπό του έργου του, για τον οποίο μιλήσαμε. Η αυτονομία επιδιώκεται για το ξεπέρασμα της Παραδόσεως και η έρευνα για την αναγωγή στην πραγματική αλήθεια, την οποία θέλει να προσφέρη στον εκλεκτό χριστιανό. Τα παραπάνω προϋποθέτουν εκλεκτικισμό και τελείους, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει τον κανόνα της πίστεως, ο οποίος είναι κατάλληλος μόνο για τους απλοϊκούς πιστούς (Εις Ιωάννην 4,21). Συνήθως ο διδάσκαλος Ωριγένης, ιδίως όταν ασκή την αλληγορία, προσφέρει διδασκαλία για βίο ανώτερο, ιδεώδη(!), τον οποίο μπορούν μόνο λίγοι ν’ ακολουθήσουν.
Στην πραγμάτωση του προγράμματος του βαδίζει με τη βοήθεια ερμηνευτικής μεθόδου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η χωρίς όρια χρήση της αλληγορίας. Αλλά για τη συγκρότηση της θεολογίας του θεωρεί απαραίτητη τη φιλοσοφική σκέψη, χάριν της οποίας σε ώριμη σχετικά ηλικία εγκαταλείπει το καθαυτό κατηχητικό του έργο, επειδή νέος δεν την είχε σπουδάσει. Μαθήτευσε λοιπόν στον αλεξανδρινό πλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά με τον περίφημο Πλωτίνο. Ο Αμμώνιος μάλιστα, που σε σχέση με τον Πλωτίνο ήταν ότι και ο Σωκράτης σε σχέση με τον Πλάτωνα, προερχόταν από τους κόλπους της Εκκλησίας, την οποία όμως εγκατέλειψε. Η πράξη του Ωριγένη να σπουδάση φιλοσοφία είναι πολυσήμαντη, διότι ερμηνεύει την εσωτερική του δομή και το είδος της θεολογίας του. Υποστηρίζεται συνήθως ότι σπούδασε φιλοσοφία, για να αντιμετωπίση τους φιλοσόφους ή για να πολεμήση την ίδια τη φιλοσοφία. Η εξήγηση έχει στοιχείο αληθείας, διότι πράγματι ο Ωριγένης καταπολεμεί με επιτυχία τον πλατωνικό Κέλσο και κάποτε μέμφεται τη φιλοσοφία. Παράγων όμως αποφασιστικός για τη σπουδή της φιλοσοφίας ήταν κάτι άλλο, ήταν η εσώτατη ανάγκη που αισθανόταν για φιλοσοφική αναζήτηση και λύσεις ηθικοφιλοσοφικές. Και είναι γνωστό ότι, μολονότι πολέμησε π.χ. το νεοπλατωνικό Κέλσο, χρησιμοποιεί ευρύτατα φιλοσοφικές αντιλήψεις (πλατωνικές, στωικές...) συχνά με το προκάλυμμα της αλληγορίας. Άρα δεν απορρίπτει τη φιλοσοφία, απλώς είναι απέναντί της εκλεκτικός. Εν μέρει δε το έργο του Ωριγένη στη σχολή της Αλεξάνδρειας (κι έπειτα της Καισαρείας) μετά τη σπουδή βέβαια της φιλοσοφίας κατανοείται καλύτερα σαν προσπάθεια φιλοσοφικής εισαγωγής στο χριστιανισμό ή φιλοσοφικής θεμελιώσεως της πίστεως. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο, γιατί το γνωσιολογικό ενδιαφέρον στον Ωριγένη είναι σχεδόν εντονώτερο από το σωτηριολογικό ή γιατί το σωτηριολογικό στοιχείο ταυτίζεται λίγο πολύ με το γνωσιολογικό, κάτι που υπενθυμίζει γνωστικισμό και φιλοσοφικό μυστικισμό. Η μαθητεία του πολύ Ωριγένη στον Αμμώνιο Σακκά είχε σαν αποτέλεσμα και τούτο: στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε τον πρώτο εκκλησιαστικό συγγραφέα, που δέχεται την επίδραση του νεοπλατωνισμού (Τούτο φυσικά γίνεται πολύ σχετικό, αν κάποτε δικαιωθούν οι προσπάθειες μερικών ερευνητών να δείξουν ότι με το όνομα Ωριγένης υπήρχαν δύο πρόσωπα, ο νεοπλατωνικός και ο χριστιανός (βλ.Weber κ.α.).
Ο ερμηνευτής (αλληγορία). Απ’ αρχής μέχρι τέλους του βίου του ο Ωριγένης εργάσθηκε ως ερμηνευτής των Γραφών. Ακριβέστερα: η μέθοδός του ήταν γενικά η ερμηνευτική και ειδικά η αλληγορική ή τυπολογική. Κανένας χριστιανός συγγραφέας δεν ανέπτυξε την αλληγορική μέθοδο όσο ο Ωριγένης και κανείς δεν την είχε τόσο ανάγκη όσο αυτός. Η μέθοδος αυτή είχε ήδη εφαρμοσθή από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, που και αυτός την είχε δανεισθή από τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Πολλά στοιχεία όμως τυπολογικά έλαβε ο Ωριγένης από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Β' αι., ενώ άλλα πάλι βρήκε στους έλληνες φιλοσόφους, που ερμήνευαν τυπολογικά τα ομηρικά έπη. Στη Γραφή έδειχνε αφοσίωση που έφθανε στα όρια της λατρείας. Το κείμενό της ήταν γι’ αυτόν ο σαρκωμένος Λόγος, η παρουσία του Κυρίου στον κόσμο. Η θεοπνευστία της ήταν απόλυτη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά της (Εις Ιερεμίαν LII 2), διότι πραγματικός συντάκτης της είναι το άγιο Πνεύμα. Συγχρόνως όμως η αποκαλυπτική γραμματεία του είχε κληρονομήσει το πάθος για κεκρυμμένες αλήθειες και δόγματα, που «εν ιστορίας τρόπω» και «εν σχήματι μύθου»• δηλώνονται στη Γραφή (Κατά Κέλσου ε' 29• δ' 39). Η πλατωνική και στωική φιλοσοφία τον είχαν εμποτίσει με αντιλήψεις και θεωρίες. Ο γνωστικισμός, ασυνείδητα μάλλον, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στη γνώση κάθε είδους αληθείας και στην έρευνα μεταφυσικών και κοσμολογικών θεμάτων. Η Εκκλησία όμως, η παράδοσή της και η Γραφή της, συνιστούσαν φράγμα για τις τάσεις αυτές, οι οποίες βρήκαν διέξοδο με την αλληγορική ερμηνεία. Όταν δηλαδή πολλές φορές δεν τον ικανοποιούσε το γράμμα της Γραφής, έπαιρνε το γράμμα σαν σύμβολο, σαν τύπο μιας αληθείας, μιας ιδέας ενός γεγονότος. Έτσι ζώα, φυτά, πέτρες, παραστάσεις, ονόματα (με ετυμολογίες), αριθμοί, ακόμα και η σύνταξη, ήσαν τύποι και σύμβολα, που αλληγορούσαν αλήθειες άξιες του Θεού (Κατά Κέλσου ε' 18. Εις Ιωάννην α' 8). Το ευαγγελικό κείμενο από αισθητό έπρεπε να μεταβληθή σε πνευματικό. Στο έργο τούτο έγκειται «πας ο αγών» του θεολόγου, διότι έτσι φθάνει από το σύμβολο ή τον τύπο στην αλήθεια (Εις Ιωαν. α΄ 8). Το σχετικό λοιπόν έργο του ερμηνευτή αποβαίνει απέραντο, δεδομένου ότι για τον Ωριγένη η Γραφή συνιστά ωκεανό και ανεξερεύνητο δάσος από μυστήρια (Εις Έξοδον θ' 1) κρυμμένα στα σύμβολά της, τα οποία είναι δύσκολο ακόμη και να επισημάνη κανείς. Από την επισήμανση των συμβόλων προχωρεί ο ικανός θεολόγος στην αναζήτηση της πραγματικότητος που αυτό απηχεί. Το σύμβολο είναι σήμα και φαινόμενο ανώτερης πραγματικότητος, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία, όπου τα κατώτερα όντα είναι απηχήσεις και σύμβολα των ανωτέρων όντων.
Η εφαρμογή γενικά της αλληγορικής ή τυπολογικής μεθόδου (στον Ωριγένη δεν διακρίνονται) δε σήμαινε κατ’ ανάγκην άρνηση της ιστορικότητος των βιβλικών κειμένων και των καινοδιαθηκικών γεγονότων, αλλά περιέκλειε δύο τεράστιους κινδύνους: α) Με το αιτιολογικό της ανασημασιοδοτήσεως των υπαρχόντων εξωτερικών σύμβολων μπορούσε ο Ωριγένης να προβάλη αυθαίρετα φιλοσοφικές αντιλήψεις ή γνωστικές και απόκρυφες διδασκαλίες σαν «βούλημα» του Θεού, σαν αλήθεια. Πρέπει όμως να σημειώσωμε ότι γενικά δεν αδιαφορούσε για το κριτήριο της γνησιότητος της προβαλλομένης αληθείας. Το ζητούσε στα παράλληλα χωρία της Γραφής. Συχνά δηλαδή ο αναγνώστης παρατηρεί ότι η Γραφή ερμηνεύεται από τη Γραφή. (Κάτι περισσότερο: ενώ λόγου χάρη αρνείται συνήθως την πραγματικότητα του Παραδείσου, σε νέο απόσπασμα του απορρίπτει μόνο τους ανθρωπομορφισμούς και δέχεται την πραγματικότητά του) (Raur). Εν τούτοις η έλλειψη ορίου στην ανασημασιοδότηση συμβόλων αποδυναμώνει αισθητά την αρχή: η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής. β) Η αναζήτηση νοήματος άλλου ή διαφορετικού από το νόημα που ρητά εκφράζει το γράμμα της Γραφής σημαίνει τελικά αποψίλωση της Γραφής, αποξένωσή της από την πραγματική και υψηλή αλήθεια, της οποίας γίνεται μόνο σύμβολο συμβόλου. Και είναι βέβαια η Γραφή συμβολική έκφραση της αληθείας, αλλά τα σύμβολά της εκφράζουν, δηλώνουν, υπογραμμίζουν με σαφήνεια την πραγματική αλήθεια, το γνήσιο «βούλημα» του Θεού. Και δεν ταυτίζεται βέβαια η έκφραση της αληθείας με την ίδια την αλήθεια, αλλά η συγκεκριμένη βιβλική έκφραση ανταποκρίνεται, όπως είναι, στη δηλουμένη αλήθεια και όχι σε κάποια άλλη, που πρέπει να αναζητήσωμε, ξεκινώντας από τον εκφραστικό τύπο σαν να ήταν αυτός μαγικό κρυπτογράφημα. Τα σύμβολα, οι εκφραστικοί δηλ. τύποι της Γραφής, είναι ήδη η καταλληλότερη πρόσβαση στην αλήθεια, είναι ο πλησιέστερος δρόμος που φθάνει στην αλήθεια. Η αναζήτηση άλλου δρόμου θα οδηγήση σε άλλο τέρμα. Η γενική εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου από τον Ωριγένη σημαίνει ακόμη ότι μόνο οι χαρισματούχοι πνευματικοί, όχι οι απλοί πιστοί, μπορούν να φθάσουν στο νόημα των βιβλικών τύπων, που άλλο λέγουν και άλλο συνήθως εννοούν. Η αποξένωση αυτού που φανερά δηλώνει ο τύπος της Γραφής από αυτό που κρύπτει μεταβάλλει τελικά τη Γραφή σε χρηστικό όργανο στα χέρια του θεολόγου ερμηνευτή, ο οποίος μπορεί να την χρησιμοποιή κατά το δοκούν προς κατοχύρωση των οποιωνδήποτε αντιλήψεων του.
Η χωρίς όρια εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου οδηγεί τελικά όχι στη διεύρυνση, την εμβάθυνση, τη γνήσια αύξηση της Παραδόσεως που ήδη υπάρχει, αλλά στη βελτίωση (Εις Ιωαν. 4, 21) της Παραδόσεως, δηλ. στην προβολή λίγο πολύ νέας παραδόσεως, νέων αληθειών, κάτι που συνέβη πολλές φορές με τον Ωριγένη. Ο ερμηνευτής θεολόγος μπορεί κάτω από ωρισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιήση νέα βήματα ερμηνεύοντας Γραφή και Παράδοση, αλλά τα βήματα αυτά πρέπει να είναι συνέχεια της Παραδόσεως, ομόλογα και σύμφωνα προς αυτή και όχι να συνιστούν την άρνηση της ή κάτι άλλο σε σχέση προς αυτή.
Θεολογία και πνευματική ζωή. Στη θεολογική σκέψη του αλληγοριστή Ωριγένη, αντίθετα μάλιστα προς την τακτική του προκατόχου του στην αλεξανδρινή σχολή Κλήμεντα, θεμέλιο αποτελεί ο Θεός Πατήρ και όχι ο Λόγος. Ο Πατήρ, που είναι ακατάληπτος και άρρητος, είναι ο Θεός, ο κατ’ εξοχήν και κυρίως Θεός, είναι ο μόνος «αυτόθεος»• ενώ και αυτός ο Κύριος είναι «μετοχή της εκείνου θεότητος θεοποιούμενον, ουχ ως ο Θεός, αλλά Θεός», είναι «εικών πρωτοτύπου», κατώτερος του Πατρός, με μικρότερη δύναμη, «δεύτερος Θεός» (Εις Ιωαν. β' 2-3• ε' 39. Βλ. και Περί αρχών ΑΙΙΙ3). Και το άγιο Πνεύμα εν συνεχεία είναι κατώτερο του Υιού. Ότι μετέχει στο Θεό είναι γενικά εικόνα αυτού, αλλ’ ο Υιός είναι η κατ’ εξοχήν εικόνα του Πατρός, ενώ οι άνθρωποι είναι «εικόνες εικόνος», γι’ αυτό και περί αυτών λέγεται το «κατ’ εικόνα» (Εις Ιωαν. β' 3. Εις Γεν. α' 26). Η θεία οικονομία της προόδου του Υιού και του Πνεύματος (που είναι διακεκριμένα πρόσωπα και χρησιμοποιούνται γι’ αυτά οι όροι υποκείμενον και υπόστασις) κατανοείται σαν εκδίπλωση της αρχικής Μονάδας σε υποστάσεις, ενώ συγχρόνως δηλώνεται ότι η γέννηση του Υιού γίνεται σ’ ένα αιώνιο παρόν. Ο Πατήρ δηλαδή «αεί γεννά» τον Υιό (Εις Ιερεμίαν θ' 4) κατά τη θέλησή του (Περί αρχών δ' 4). Ο δε ακατάπαυστα γεννώμενος Υιός εμφανίζεται κάποτε ως κατερχόμενος συμβολικά στη γη. Η ψυχή του ανθρώπου Ιησού που προϋπάρχει ενώνεται με το Λόγο και εισέρχεται στη Μαρία, από την οποία έχομε μεσάζον ον (μεταξύ Θεού και ανθρώπου), τον Θεάνθρωπον (ο όρος του Ωριγένη), που εισέρχεται κατόπιν στον άνθρωπο, κι έτσι πραγματοποιείται η σωτηρία (Εις Ιερεμίαν θ' I). Την είσοδο αυτή εξασφαλίζει το άγιο Πνεύμα, αλλά ο εισερχόμενος κατανοείται περισσότερο σαν Λόγος και λιγώτερο σαν Χριστός. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού, ο λόγος της Γραφής, είναι η τροφή του πιστού, είναι φάρμακο, που καθαρίζει τον άνθρωπο (Εις Αριθμ. κζ΄ 1• Εις Ίερεμ. β' 2), κάτι που στην πραγματικότητα γίνεται από τον ίδιο το Θεό.
Διαπιστώνομε δηλαδή ένα είδος λογομονισμού και λογολογίας, θεωρήσεως της Γραφής ως πράγματος αυτοδύναμου, ικανού να δημιουργή πνευματικούς ανθρώπους, ενώ πρόκειται μόνο για βιβλίο, στο οποίο διατυπώνεται το θέλημα του Θεού, δηλώνεται η αλήθεια. Συγχρόνως δε η λογολογία αυτή αποβαίνει σε βάρος της ρεαλιστικής θεωρήσεως του έργου του Κυρίου, που ως ένα σημείο γίνεται διαδικασία κοσμολογική (J. Danielou). Συνέπεια είναι η θεώρηση της αυτογνωσίας ως μέσου σωτηρίας, η συσχέτιση της προσευχής (αδιάλειπτης) με τη σωματική έκσταση (Εις Ιωάννην α΄ 30), η άποψη ότι η τιμωρία της ψυχής αποτελεί ασθένεια της ίδιας της ψυχής (στωϊκή αντίληψη). Ο φυσικός ή πτωτικός δηλαδή άνθρωπος έχει μέσα του μια δυνητική λυτρωτική δύναμη, που δε λειτουργεί βέβαια ερήμην του έργου του Χριστού, αλλά και που δεν είναι το έργο τούτο ριζικά και απόλυτα ανακεφαλαιωτικό, όπως το ανέλυσε ο Ειρηναίος. Άρα και το έργο της Εκκλησίας υποτιμάται ως ένα σημείο, μολονότι χρησιμοποίησε γι’ αυτήν τον όρο σώμα Χριστού (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιστ') και «κόσμον κόσμου» (κόσμημα ή μορφή του κόσμου) (Εις Ιωάννην στ' 59). Δεν είναι όμως τυχαίο το ότι στις χιλιάδες των σελίδων του δεν ομιλεί περί της ιστορικής και σαφώς οργανωμένης Εκκλησίας, περί των ποιμένων και του έργου της, ενώ η σημασία των θείων μυστηρίων της κατανοείται περισσότερο σαν μετάδοση λόγου, σχετικού με το Λόγο. Στο βάθος της σκέψεώς του υποφώσκει η διάκριση της Εκκλησίας σε ιστορική και σε «κυρίως Εκκλησία» (Περί προσευχής 20,1), η οποία δεν έχει σπίλο ή ρυτίδα, που είναι ιδανική και την οποία συνιστούν λίγοι «άγιοι» και «διδάσκαλοι» (Εις τα Άσματα β' στιχ. ιε'). Ο ρόλος των επισκόπων περιορίζεται στην Ιστορική Εκκλησία και τους αποδίδεται το «άρχειν» ή «φροντίζειν» τα της Εκκλησίας (Κατά Κέλσου η΄ 75). Για τον αλεξανδρινό μας θεολόγο το αληθινό πρόσωπο ή το αληθινό πνεύμα της Εκκλησίας εκφράζουν οι πνευματικοί χριστιανοί, τον αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της διαδραματίζουν οι κατ’ εξοχήν άγιοι, οι τέλειοι, οι πνευματικοί διδάσκαλοι, που θεωρούνται «ισάγγελοι» και ορίζουν την πνευματική της πορεία, συνιστούν τη μεγάλη της δύναμη και κυριολεκτικά σώζουν από τον πονηρό δαίμονα τους πιστούς (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιε'). Ακόμη λέγει σαφώς ότι στους τελείους οικοδομείται συνεχώς η Εκκλησία, όπως συνέβη με τον Πέτρο (Εις Ματθ. τομ. ιβ' 10). Η χάρη δηλαδή του Πέτρου και των λοιπών Αποστόλων ως προς την οικοδόμηση της Εκκλησίας συνεχίζεται στους τελείους (όχι στους επισκόπους λοιπόν, που ποτέ δεν ταυτίζονται με τους τελείους), για τους οποίους προορίζεται άλλωστε και η βαθύτερη «εσωτερική» διδασκαλία της Εκκλησίας (Κατά Κέλσον α΄ 7). Οι ποιμένες της αφήνεται να φανή ότι έχουν ρόλο συμβατικό σε σχέση με τα παραπάνω πρόσωπα. Κατορθώνει εν τούτοις να μη φθάνη στα άκρα. Γι’ αυτό οι τέλειοι (οι εκλεκτοί) δεν τοποθετούνται σαν ιδιαίτερη ομάδα έξω ή πάνω από την ιστορική Εκκλησία. Ζουν, δρουν και παραδειγματίζουν στους κόλπους της, μολονότι διακρίνονται από τους λοιπούς πιστούς και εκφράζουν την αληθινή της ταυτότητα, την τέλεια μορφή της.
Ο πνευματικός άνθρωπος είναι το διακεκριμένο εκείνο ον, που ενώνεται μυστικά με το Λόγο, που αποκτά οικειότητα με το Θεό, περνά από τα διαδοχικά στάδια της πίστεως, της γνώσεως και της σοφίας ή της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας (Εις Ιωαν., ιδ' 8). Ο αγώνας του δε και η άσκηση του είναι πραγματικά (σε αντίθεση με ό,τι παρατηρήσαμε στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα) και πολύ αυστηρά. Συχνά όμως η άσκηση για την κάθαρση έχει χαρακτήρα αυτόνομο, αλλά ποτέ δεν οργανώνεται σε ηθικιστικό σύστημα, σε κανόνες ηθικής και ξηρής αρετολογίας. Στο τελευταίο σημείο τούτο η προσφορά του Ωριγένη είναι όντως τεράστια, διότι, ξεπερνώντας την ηθικολογία προηγουμένων εκκλησιαστικών συγγραφέων (Κλήμεντα κ. άλλων), έδειξε ρεαλιστικά και συγκλονιστικά το δραματικό στοιχείο του πνευματικού αγώνα και της ασκήσεως. Έτσι επέδρασε ευρύτατα όχι μόνο στο μοναχισμό, αλλά και γενικά στη διαμόρφωση της θεολογίας του χριστιανικού ήθους.
Οραματιατής των εσχάτων. Στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε το μεγαλειώδη όσο και περίεργο συνδυασμό του κριτικού και του αλληγοριστή, του αδυσώπητου αγωνιστή και του οραματιστή. Του αυστηρού κριτικού που διυλίζει τα πάντα και του ευφάνταστου, που με αφέλεια ορίζει την κατάσταση των εσχάτων. Ακριβώς όμως το οραματιστικό στοιχείο τούτο στο χαρακτήρα του εξηγεί όχι μόνο τη συχνή αναφορά του στα έσχατα, μα και την κάποια του αστάθεια σε όσα σχετικά γράφει. Μιλώντας για το ίδιο θέμα δεν εκφράζεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, κάτι που δημιουργεί αμηχανία στον ερευνητή. Γενικά όμως, βαθειά επηρεασμένος από τον Πλάτωνα και το γνωστικισμό, φρονούσε ότι ο Θεός δημιουργούσε πάντοτε (προαιώνια και όχι εν χρόνω) και ότι υπάρχει συνεχής εναλλαγή κόσμων. Στη διαδικασία λοιπόν της διαδοχικής ελεύσεως των κόσμων τοποθετείται γενικά η κάθαρση και τελείωση των ανθρώπων. Επειδή έστω και λίγο οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, έχουν ανάγκη καθάρσεως μετά το θάνατό τους (Εις Ιερ. ια' 5 και κ΄3). Η κάθαρση, που σχετίζεται και ίσως ταυτίζεται με την αυτοσυνειδησία, για μεν τους ευσεβείς γίνεται αμέσως από το Θεό, για δε τους ασεβείς σε διαδοχικούς κύκλους καθάρσεως (από 1 έως 7, ανάλογα με το βαθμό αμαρτωλότητος), οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαδοχικούς κόσμους, που θ’ ακολουθήσουν τον παρόντα κόσμο (Εις Ιερεμίαν ζ' 2) (το τελευταίο προϋποθέτει μετεμψύχωση, αλλά εξηγεί ότι οι ψυχές των ανθρώπων δεν εισέρχονται σε σώματα ζώων). Με τον τρόπο αυτό θα καθαρθούν οι πάντες, ακόμη και οι δαίμονες. Επομένως η τιμωρία (το καθαρτήριο) θα είναι θεραπεία πρόσκαιρη, αν και οι απλοί πιστοί τη θεωρούν αιώνια. Η απλοϊκή όμως αυτή πίστη δεν βλάπτει, διότι οδηγεί σε μεγαλύτερη πνευματική εγρήγορση (Εις Ιερεμίαν κ' 4). Τέλος, θα υπάρξη οριστική αποκατάσταση των πάντων στην αρχέγονη κατάσταση με τη νέα κάθοδο (επάνοδο) του Χριστού στον κόσμο, με την πνευματική ανάσταση των σωμάτων και με την αδιατάρακτη κοινωνία Θεού και δημιουργίας.
Οι αντιλήψεις αυτές και μάλιστα οι περί μετεμψυχώσεως και προϋπάρξεως των ψυχών, που διατυπώνει κάπως ασαφώς βέβαια ο Ωριγένης (Περί αρχών γ' 1,23), προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, σε συνδυασμό και με τη χριστολογία του (προΰπαρξη ψυχής Χριστού κλπ.)
ΒΙΟΣ
Όσα στοιχεία διέσωσαν οι αρχαίες πηγές για το βίο και τη δράση του Ωριγένη υπερβαίνουν αυτά που διέσωσαν για όλους μαζύ τους προγενέστερους εκκλησ. συγγραφείς. Οι σπουδαιότερες από τις πηγές αυτές είναι τα έργα του Παμφίλου (Απολογία), του Ευσεβίου (Εκκλησ. ιστ. ΣΤ), του Ιερωνύμου (De viris ill. 54-62 και Επιστ. 44,1) του Φωτίου (Βιβλιοθήκη 118), του Γρηγορίου Θαυματουργού (Χαριστήριος), καθώς και τα έργα του ίδιου του Ωριγένη. Βέβαια ο Ευσέβιος, που είναι και πλουσιώτερος σε πληροφορίες, υπήρξε θαυμαστής και υπερασπιστής του Ωριγένη, κάτι που μειώνει τη σημασία πολλών μαρτυριών του. Η κριτική έρευνα σήμερα έχει αξιολογήσει ορθά μερικές προσωποληπτικές ειδήσεις του, καθώς και κάποιες εκτιμήσεις εχθρών του Ωριγένη.
Ο μεγάλος αλεξανδρινός θεολόγος γεννήθηκε από χριστιανούς (Ευσέβιος) και όχι εθνικούς (Πορφύριος) γονείς μάλλον το 185 στην Αλεξάνδρεια. Τα ελληνικά γράμματα και την γνωριμία του με τη Γραφή ώφειλε πρώτιστα στον πατέρα του Λεωνίδη, που ήταν δάσκαλος της γραμματικής και μαρτύρησε το 201/2. Πιθανώτατα μαθήτευσε στον Κλήμεντα και σε άλλους δασκάλους. Από νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση της Γραφής και φλογερό ενθουσιασμό για το μαρτύριο και τον αυστηρό ασκητικό βίο. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήση στις φυλακές τον πατέρα του, αλλά το μητρικό τέχνασμα της αποκρύψεως των ρούχων του τον εμπόδισε. Η απώλεια του πατέρα του ωδήγησε στην απόλυτη ένδεια την οικογένεια του, που την αποτελούσαν μητέρα και επτά τέκνα με τον Ωριγένη πρωτότοκο. Παρά ταύτα συνέχισε τις σπουδές του (203-205) με την οικονομική βοήθεια πλούσιας χριστιανής. Μεταξύ 206 και 210 (βλ. Nautin, Origene...,του οποίου τις χρονολογήσεις ακλουθούμε συχνά) εργάσθηκε σαν γραμματοδιδάσκαλος και κατηχητής. Ζούσε με ολίγα μέσα, με αυστηρή εγκράτεια και από άμετρο ενθουσιασμό ευνουχίσθηκε, εφαρμόζοντας κατά γράμμα το Ματθ. 19,12. Το κατηχητικό έργο, που στην αρχή άσκησε μάλλον ιδιωτικά, συνέχισε κατόπιν με εντολή του Δημητρίου Αλεξανδρείας. Περί το 210 αποφάσισε να επιδοθή στη σπουδή της φιλοσοφίας, παρακολουθώντας τον πλατωνικό Αμμώνιο Σακκά, που ήταν εντυπωσιακή σωκρατική φυσιογνωμία και πρώην χριστιανός. Στο μεταξύ διαίρεσε το «Διδασκαλείον» της Αλεξανδρείας σε δύο τμήματα, αφήνοντας το πρώτο στο μαθητή του Ηρακλά. Έτσι είχε αρκετό χρόνο για τη φιλοσοφία και τα εβραϊκά, στα οποία επίσης επιδόθηκε και των οποίων μάλλον γνώριζε στοιχεία (Sgherri). Τα εβραϊκά του ήσαν απαραίτητα για την ετοιμασία κειμένου της ΠΔ, που θα συνιστούσε παραδεκτή βάση και για τους ελληνιστές Ιουδαίους προς συζήτηση θεολογική. (Έτσι το 2178 άρχισε να εργάζεται για τα Τετραπλά). Η μεγαλοφυΐα του Ωριγένη εκδηλώνεται κι επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο. Οι μαθητές του αυξάνονται και δεν είναι μόνο χριστιανοί. Η φήμη του ξεπερνά γρήγορα τα όρια της Αίγυπτου και φθάνει όπου υπάρχει χριστιανικό στοιχείο. Αλλά και ο ίδιος δε μένει προσκολλημένος στην Αλεξάνδρεια. Το 211/12 (ο Nautin: 215) επισκέπτεται τη Ρώμη, όπου ακούει κήρυγμα του Ιππολύτου. Μετά το 225 επισκέπτεται την Αραβία και το 229/30 εξ αιτίας των προβλημάτων κυρίως που δημιουργούν τα έργα του φεύγει στην Παλαιστίνη, όπου, όντας ακόμη λαϊκός, κηρύττει σε ναούς με τη συγκατάθεση των επισκόπων Καισαρείας και Ιεροσολύμων. Το γεγονός αυτό οξύνει πολύ τις σχέσεις του με το Δημήτριο. Το 231 επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια και το χειμώνα του 231/2 προσκαλείται από την Ιουλία Μαμμαία, μητέρα του Αλεξάνδρου Σεβήρου, στην Αντιόχεια, όπου είχε συζητήσεις για τη χριστιανική πίστη και όπου του έγιναν πολλές τιμές. Κατά την εποχή αυτή συνέχιζε το τεράστιο κριτικό του έργο Εξαπλά, ενώ είχε ήδη γράψει αλλά, όπως τα Περί αναστάσεως, Στρωματείς, Περί αρχών, Υπόμνημα στους Ψαλμούς και άλλα.
Το έτος 232 σημείωσε αποφασιστικά τη σταδιοδρομία του Ωριγένη, ο οποίος ταξιδεύοντας για την Αθήνα πέρασε από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος χωρίς την άδεια του Δημητρίου. Στην Αθήνα πληροφορήθηκε την αντίδραση του Δημητρίου, που πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον του. Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια βρήκε αρνητικό κλίμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ωρισμένες αντιλήψεις του Ωριγένη και οι αξιώσεις του ως διδασκάλου πνευματικού έναντι του επισκόπου, υπογραμμισμένες από τις αντικανονικότητες του αυτοευνουχισμού και της χειροτονίας του χωρίς την άδεια του επισκόπου του, ωδήγησαν στις εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις και στην πλήρη δυσμένεια. Τις αποφάσεις της αλεξανδρινής Εκκλησίας απέρριψαν οι Εκκλησίες Παλαιστίνης, Αραβίας, Φοινίκης και Ελλάδος. Έτσι τα γεγονότα έφεραν τον Ωριγένη το 234 στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έγινε δεκτός με αγάπη και πολλές τιμές και όπου ίδρυσε σχολή. Εκεί συνέχισε το διδακτικό του έργο, δηλ. τη φιλοσοφική προετοιμασία προς κατανόηση του χριστιανισμού, την ερμηνεία των Γραφών και τη θεολογία. Με την οικονομική δε βοήθεια και πίεση του πλούσιου μαθητή και θαυμαστή του Αμβροσίου έγραψε μεταξύ 234 και 250 πλήθος ερμηνευτικών και απολογητικών έργων, έχοντας για το σκοπό αυτό στη διάθεσή του ταχυγράφους, οι οποίοι εργάζονταν ολόκληρη την ημέρα και την περισσότερη νύκτα, κάτι που έκανε και τον ίδιο τον Ωριγένη να παραπονήται.
Μεταξύ 239 και 242 μετέβη και πάλι στην Αραβία, προσκαλεσμένος των επισκόπων, για να συζητήση με τον επίσκοπο Βόστρων Βήρυλο, που θεωρείται πατροπασχίτης, κάτι που ο Ρ. Nautin απορρίπτει. Το 245 ο Γρηγόριος Θαυματουργός διάβασε τον Χαριστήριον λόγον με την ευκαιρία της περατώσεως των σπουδών του στη σχολή του Ωριγένη. Από το κείμενο αυτό συμπεραίνομε σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα της σχολής του Ωριγένη: φιλολογία, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική, φιλοσοφία και θεολογία. Επισκέφθηκε ακόμα τη Νικομήδεια, την Αραβία και ίσως και την Ελλάδα. Το 246 και 247 εργάσθηκε στην Καισάρεια για τους Ψαλμούς, τις Παροιμίες, τον Εκκλησιαστή κ.ά. Το επόμενο έτος έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Νικομήδεια, από όπου γύρισε στην Καισάρεια (ή στην Τύρο) για να γράψη (249) το Κατά Κέλσου και τα τελευταία υπομνήματα του. Το 250, στο διωγμό του Δεκίου, συνελήφθη, έζησε με καρτερία τις ταλαιπωρίες και τις κακώσεις της φυλακής και ωμολόγησε θαρραλέα την πίστη του. Αφέθηκε από τις φυλακές, αλλά η αυστηρή άσκηση, η εξουθενωτική εργασία και προφανώς οι κακουχίες του διωγμού τον ωδήγησαν στο θάνατο το 253 (ή 254), που συνέβη στην Τύρο της Φοινίκης.
Στην έρευνα έχει προκόψει προ πολλού θέμα δυο προσώπων με το όνομα Ωριγένης. Και τούτο διότι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος στο έργο του Βίος Πλωτίνον (Γ 24-32) αναφέρει κάποιον Ωριγένη, που έγραψε δύο πλατωνικά έργα, συμμεριζόταν θεωρίες του Πλωτίνου και άρα ήταν πρόσωπο διάφορο από το μεγάλο χριστιανό θεολόγο Ωριγένη. Ο Weber τελευταία συστηματοποίησε την προσπάθεια διακρίσεως δύο Ωριγενών, αλλά η έρευνα του βασίζεται κυρίως στη γνώση του νεοπλατωνικού και ελάχιστα του χριστιανού Ωριγένη. Τη διάκριση δύο προσώπων δέχονται μερικοί ερευνητές, αλλά το θέμα είναι μακρυά από την οριστική του λύση.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΩΡΙΓΈΝΗ ΣΉΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Στη σύγχρονη έρευνα πλανάται το ερώτημα: ποία είναι η θέση του Ωριγένη στην Εκκλησία, στη συνείδηση της Εκκλησίας; Λίγο πολύ, έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή έντονα, το ερώτημα τούτο θέτουν όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, διότι όποιο κλάδο και αν θεραπεύουν θα εύρουν ενώπιον τους το χαλκέντερο Ωριγένη, που όμως είναι καταδικασμένος από την Εκκλησία στην Οικουμενική της σύνοδο του 553 βάσει και του διατάγματος του 543, που εξέδωσε ο Ιουστινιανός με την προτροπή θεολογικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Επειδή μάλιστα η θεολογία στην αληθινή της μορφή συνιστά έκφραση της ζωής της Εκκλησίας, έπεται ότι ο καταδικασμένος Ωριγένης κατά κάποιο τρόπο υπάρχει στη ζωή της, αφού συνεχώς διαβάζεται και χρησιμοποιείται, αναφέρεται θετικά ή αρνητικά. Το φαινόμενο είναι ίσως δυσεξήγητο για την αυτόνομη ερευνητική θεολογία, αλλά μάλλον απλό για τη συνείδηση της ανατολικής Εκκλησίας και θεολογίας, η οποία τον αγάπησε και τον καταδίκασε, τον αγκάλιασε με απέραντη θέρμη και τον απέρριψε με αποτροπιασμό.
Το πρόβλημα της κατανοήσεως της θέσεως του Ωριγένη στην συνείδηση της θεολογούσης Εκκλησίας είναι θέμα αφ’ ενός μεν κατανοήσεως της υφής της Εκκλησίας και της πορείας της θεολογίας, αφ ετέρου δε αξιολογήσεως του ρόλου των εχθρών και των θαυμαστών του Ωριγένη στη διαμόρφωση της ίδιας της πορείας της εκκλησιαστικής θεολογίας.
β. Η πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας είναι δραματική προσπάθεια σωτηρίας των αμαρτωλών και αληθείας αγώνισμα, στο οποίο οι αθλητές — οι θεολόγοι — έχουν θέση και όταν ακόμη δείξουν αδυναμίες, αποτυχίες ή παρεκκλίσεις. Το είδος μάλιστα του αγωνίσματος είναι τέτοιο που οι περισσότεροι αθλητές κάνουν παρεκκλίσεις και παρουσιάζουν αδυναμίες, ιδιαίτερα όταν το άθλημα είναι σχετικά νέο και οι αθλητές έχουν εξαιρετικά μεγάλες διανοητικές ικανότητες. Για μακρές εποχές οι θεολόγοι της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν κρίσιμα προβλήματα, στα οποία επιχειρούν να δώσουν απάντηση. Και η απάντηση δίδεται κάποτε με τη βοήθεια του φωτιστικού Πνεύματος, αλλά στο μεταξύ πολλοί θεολόγοι αποτυγχάνουν λίγο ή πολύ να φθάσουν στην απάντηση, πράγμα που σημαίνει αδυναμία, σφάλμα, παρέκκλιση. Η Εκκλησία την κατάσταση αυτή αντιμετωπίζει ρεαλιστικά, δηλαδή την βλέπει σαν κάτι που θα ήθελε να είναι αλλοιώς, αλλά δε γίνεται παρά μόνο έτσι. Και βασικά, όπως φέρεται στους αμαρτωλούς πιστούς της —και όλοι είναι αμαρτωλοί —, έτσι φέρεται και στους λίγο ή πολύ αποτυχόντες θεολόγους της: τους συγχωρεί, τους ενισχύει την ελπίδα. Τούτο είναι αυτονόητο, διότι έργο της Εκκλησίας είναι να ποιμαίνη, να δίνη ελπίδα και όχι να διοική και να καταδικάζη, δηλαδή να αφαιρή την ελπίδα. Άλλωστε παρά την ιδρυματικότητά της η Εκκλησία είναι η ενότης Χριστού και πιστού, κάτι που σημαίνει ότι ποτέ κανείς δεν θα ήθελε να διακόψη τη σχέση αυτή. Όσο ελαττωματική και αν είναι η ενότης αυτή ένεκα των αποτυχιών των συγκεκριμένων προσώπων, είναι πάντοτε προτιμότερο να μη καταγγελθή. Και στην περίπτωση ακόμα της ανυπαρξίας — ένεκα μεγάλης πλάνης — τέτοιας ενότητος η μη επίσημη κοινοποίηση του γεγονότος είναι προτιμότερη. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την ενότητα Χριστού και ανθρώπου, οι ποιμένες, οι επίσκοποι, και γι’ αυτό δεν «καταδίκαζαν» παρά σπανίως. Οι σπάνιες αυτές καταδίκες και είναι σπάνιες σε σύγκριση με τις άπειρες παρεκκλίσεις στους κόλπους της Εκκλησίας είναι καταγγελία και γνωστοποίηση επίσημη και τρομερή του γεγονότος ότι ένας ωρισμένος θεολόγος έσφαλε τόσο πολύ, που πλέον η ενότης του με το Χριστό, που μόνο αυτή οδηγεί στη σωτηρία, δεν υπάρχει, γιατί στη θέση του Χριστού ή γενικά της θείας αλήθειας τοποθέτησε κάτι που δεν υπάρχει, μία σκιά, μία κακοδοξία. Και στην ενέργεια — καταδίκη αυτή προβαίνουν οι ποιμένες μόνο και μόνο, όταν κινδυνεύουν πολλοί πιστοί να θεωρήσουν σαν πραγματική ενότητα Χριστού και ανθρώπου τη μη ενότητα, την ψευδοενότητα, που προβάλλει ο αποτυχημένος θεολόγος. Επομένως η Εκκλησία εμφαντικά επιβεβαιώνει την αίρεση (καταδικάζει) μόνο, όταν κινδυνεύουν κυριολεκτικά τα μέλη της να χάσουν τη σωτηρία τους.
γ. Στην περίπτωση του Ωριγένη η θεολογούσα Εκκλησία τήρησε στάση εξαιρετικά συνετή. Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκαν το 231 δύο συνάξεις (συσκέψεις). Η πρώτη του απαγόρευσε να διδάσκη, η άλλη τον καθήρεσε (είχε γίνει πρεσβύτερος σε ξένη επισκοπή). Την απόφαση αυτή δεν υιοθέτησαν όλες οι Εκκλησίες και όμως η Αλεξάνδρεια δεν επέμεινε, ώστε να διακόψη τις σχέσεις της με όσες Εκκλησίες περιέθαλψαν και τίμησαν τον Ωριγένη. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ήταν ένα είδος προειδοποιήσεως: προσέξετε, στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη διαβλέπομε κινδύνους. Οι λόγοι που ωδήγησαν στην απόφαση αυτή (παρέκκλιση στη διδασκαλία, αντικανονικότης και ίσως και προσωπικοί λόγοι) αμβλύνθηκαν σύντομα ή θεωρήθηκαν με άλλο πρίσμα και στην ίδια την Αλεξάνδρεια. Έτσι ο Ωριγένης, ενώ πάντα διαβαζόταν, έγινε αντικείμενο επιθέσεων μόλις τέλος του Γ' και αρχές του Δ' αιώνα από τον Πέτρο Αλεξανδρείας (+311), το Μεθόδιο Ολύμπου (+310/1) και τον Ευστάθιο Αντιόχειας (+λίγο προ του 337), χωρίς πάλι το θέμα να φθάση σε σύνοδο. Βραδύτερα τάχθηκαν κατά του Ωριγένη ο Διόδωρος Ταρσού ( + 390/4), ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (+428), ο Απολινάριος Λαοδικείας (+περί το 390), ο Επιφάνιος Σαλαμίνος Κύπρου (+403), ο Αναστάσιος Ρώμης (399—402), ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας (385—412), ο Αντίπατρος Βόστρων (+μετά 455). Ο έντονος αυτός αντιωριγενισμός προκάλεσε την υπεράσπιση του Ωριγένη, την οποία ανέλαβαν με ενθουσιασμό και χωρίς καμμιά επιφύλαξη πρώτοι ο Πάμφιλος ( + 309) και ο Ευσέβιος Καισαρείας (+339). Το μέρος του Ωριγένη πήραν στη συνέχεια ο Ευάγριος Ποντικός (+399), ο Δίδυμος Τυφλός (+398) και ο Ρουφίνος ( + 410). Κατά τον Ε' αιώνα μεγάλες μοναστικές κοινότητες (Μικρά Λαύρα Παλαιστίνης, Μακροί αδελφοί της Αιγύπτου, Μοναχοί Νιτρίας) υπεράσπισαν τον Ωριγένη με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων (386— 417), το Συνέσιο Πτολεμαΐδος (+413/4), τον Παλλάδιο Ελενοπόλεως (+προ του 431), τον ιστορικό Σωκράτη (+λίγο μετά το 439) κ.ά.
δ. Μέχρι το τέλος του Δ' και τις αρχές του Ε' αιώνα η διαμάχη γύρω από τον Ωριγένη ήταν φιλολογικοθεολογική. (Η πρώτη καταδίκη του προσώπου και του έργου του Ωριγένη έγινε το 400 στην Αλεξάνδρεια). Αν μάλιστα προσέξη κανείς, θα διαπιστώση ότι τα πρόσωπα, που συζητούσαν έντονα το θέμα, δε διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας της Παραδόσεως. Έτσι π.χ. γνωρίζομε ότι οι αντιωριγενιστές Μεθόδιος Ολύμπου, Διόδωρος Ταρσού, Απολινάριος, Θεόφιλος Αλεξανδρείας και Θεόδωρος Μοψουεστίας δεν ήσαν ακραιφνείς φορείς του πνεύματος της Παραδόσεως, ενώ ο Πέτρος Αλεξ., ο Ευστάθιος, ο Σαλαμΐνος Επιφάνιος, ο Αναστάσιος Ρώμης και ο Αντίπατρος Βόστρων δεν είναι μεγάλοι ή κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους φανατικούς υποστηρικτές του Ωριγένη: ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ευάγριος, ο Δίδυμος, ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος και ο Σωκράτης δεν είχαν κατά πάντα ορθόδοξο φρόνημα, ενώ ο Πάμφιλος, ο Ρουφίνος, ο Ιωάννης Ιεροσολύμων και ο Παλλάδιος δεν υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι. Επομένως τόσο οι άσπονδοι πολέμιοι, όσο και οι φανατικοί φίλοι του Ωριγένη δεν αποτελούν το μέτρο της ορθοδόξου θεολογίας, ούτε εκφράζουν το γνήσιο κλίμα της Εκκλησίας. Έχει εξαιρετική σημασία το γεγονός ότι αυτοί που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της θεολογίας, που είχαν καθοριστικό ρόλο στην Παράδοση, που υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι και που για όλ’ αυτά είναι κατ' εξοχήν Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τήρησαν τελείως διαφορετική στάση από τους παραπάνω στο πρόβλημα Ωριγένης.
Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας (+373), το Μέγα Βασίλειο (+379), το Γρηγόριο Θεολόγο ( + 390), το Γρηγόριο Νύσσης (+394), τον ιερό Χρυσόστομο (+407), και τον Ιλάριο Πικταβίου (+367), τον Αμβρόσιο Μιλάνου (+397) και Βικέντιο Λειρίνου (+προ 450) στη Δύση. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι αυτοί γνώριζαν καλά και χρησιμοποιούσαν παντοιοτρόπως τον Ωριγένη και μολονότι είχαν βαθειά συνείδηση των παρεκκλίσεών του, των κακοδοξιών και των σφαλμάτων του, έκαιε μέσα τους άσβεστη αγάπη γι’ αυτόν, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι: ο Αθανάσιος σημειώνει αλλά και συγχρόνως αμβλύνει τις πολλές ωριγένειες παρεκκλίσεις, εκτιμώντας αυτές σαν προσωπικές ακροβασίες και «γυμνασίες» του «φιλοπόνου» αλεξανδρέα (Περί Νίκαιας 27, 1-2). Τα σχετικά χωρία του Αθανασίου προδίδουν αδιόρατη τρυφερότητα για τον Ωριγένη, του οποίου πολυσήμαντα θεολογικά σχήματα (όπως ότι ο Λόγος είναι εικών και απαύγασμα του Θεού Πατρός) γίνονται ορθόδοξα, παίρνουν το αληθινό τους νόημα, μόνο με τη θεολογία του Αθανασίου. Ο Μ. Βασίλειος (με τη συνεργασία ίσως του Θεολόγου Γρηγορίου) συνέταξε την περίφημη Φιλοκαλία, δηλαδή ανθολογία κειμένων του Ωριγένη. Το εγχείρημα τούτο προϋποθέτει εκτίμηση και αγάπη στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη, αλλά και προσπάθεια να υπερασπίσουν έμμεσα τον άνδρα και να υπογραμμίσουν τη χρησιμότητά του στην Εκκλησία. Ωστόσο ο Μ. Βασίλειος γνωρίζει και σημειώνει τις παρεκκλίσεις του Ωριγένη (Περί αγ. Πνεύματος 29, 73), ο δε Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά σχήματά του, αλλά συχνότατα βρίσκεται στην ανάγκη να τα ορθοδοξοποιήση. Ο Γρηγόριος Νύσσης επηρεάσθηκε περισσότερο από τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά γνωρίζει και να καταδικάζη ωρισμένες αντιλήψεις του (περί προϋπάρξεως των ψυχών κ.ά.: Περί κατασκευής 28, 29). Οι δυτικοί Πατέρες Ιλάριος, Αμβρόσιος και Βικέντιος τήρησαν συνετή στάση στο πρόβλημα, ανάλογη προς εκείνη ελλήνων Πατέρων, διότι και φρόνημα γνήσιο είχαν και τη μεγαλοσύνη του Ωριγένη αναγνώριζαν. Γενικά παρατηρούμε ότι στην περίπτωση που δεν μπορούσε κανείς να συγκινηθή από την απέραντη αγάπη του Ωριγένη στο Χριστό, στην αλήθεια και στην άσκηση, αρκούσε για να τηρήση στάση συνετή στο πρόβλημα ότι απάντησε στην αντιωριγενιστική του εποχή ένας προσωπολήπτης και άστατος εκκλησιαστικός άνδρας, ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας: «ει τι ουν εν αυτοίς (τοις βιβλίοις του Ωριγένους) εφεύρω καλόν, τούτο δρέπομαι, ει δε τι μοι ακανθώδες φανείη, τούτο ως κεντούν υπερβαίνω» (Σωκράτης, Εκκλ. lστ. ΣΤ' 17).
ε. Παρά την πρόθεση της Εκκλησίας οι ωριγενιστές και οι αντιωριγενιστές προκάλεσαν μεγάλη κρίση στους κόλπους της από τις αρχές του Ε' και μάλιστα στο πρώτο ήμισυ του ΣΤ' αιώνα.
Δεν υπήρχαν πλέον απλώς μερικοί θεολόγοι ωριγενιστές και αντιωριγενιστές, αλλά δημιουργήθηκε ωριγενισμός και αντιωριγενισμός, δημιουργήθηκε θεολογική νοοτροπία, πνευματικό κλίμα, στο οποίο προσχωρούσαν μικρές και άλλοτε μεγάλες ομάδες πιστών και κοινότητες μοναχών. Η σύγκρουση πλέον δε γινόταν όπως παλαιότερα μεταξύ θεολόγων ή θεολογούντων, αλλά μεταξύ ομάδων, οι οποίες αγωνίζονταν συχνά μέχρις εσχάτων, διότι το περιεχόμενο του αγώνα τους αφορούσε την ορθή πίστη και άρα τη σωτηρία. Η ανάμιξη των μοναχών στη διαμάχη αυτή έδωσε ιδιαίτερη οξύτητα στον αγώνα και από τα δύο μέρη.
Από τη στιγμή αυτή η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη χάριν των μελών της να αντιμετωπίση το πρόβλημα, το οποίο είχε γίνει πρόβλημα ωριγενισμού. Ανεξάρτητα δηλαδή από το αν επιθυμούσε ή όχι την καταδίκη του Ωριγένη, αφού λίγα ή πολλά μέλη της κινδύνευαν από τον εκλαϊκευμένο ωριγενισμό να χάσουν τη γνήσια πίστη τους και κατά συνέπεια τη σωτηρία τους, η Εκκλησία ώφειλε να δείξη την πλάνη του ωριγενισμού, ώφειλε να τον καταδικάση, να τον αναθεματίση. Έτσι θα συνειδητοποιούσαν οι πιστοί την κακοδοξία των αντιλήψεων που ανήκαν ή απλώς προσγράφονταν στον Ωριγένη. Κι επειδή οι καταδικαζόμενες αντιλήψεις ήσαν πολλές, επειδή όλες συνδέονταν με το πρόσωπο του Ωριγένη κι επειδή τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούσαν να διακρίνουν μεταξύ Ωριγένη και ωριγενισμού, η Εκκλησία έπρεπε να καταδικάση ευθέως και σαφώς το πρόσωπο του Ωριγένη. Τούτο έγινε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 543, βάσει διατάγματος που με προτροπή θεολόγων είχε συντάξει ο Ιουστινιανός και που καταδίκαζε θέσεις του Ωριγένη και αναθεμάτιζε τον ίδιο προσωπικά. Η Ε' οικουμενική Σύνοδος το 553 περιλαμβάνει τον Ωριγένη στον ενδέκατο αναθεματισμό της μαζί με άλλους αιρετικούς. Αντίθετα προς την παράδοση, που γνωρίζει ότι η σύνοδος αυτή ασχολήθηκε και με τον ωριγενισμό, μερικοί ερευνητές το αρνούνται. Στηρίζουν δε την άρνηση τους στο ότι τα διασωθέντα λατινικά πρακτικά δεν περιλαμβάνουν τους 15 αναθεματισμούς «κατά των ωριγενείων δοξασιών», που εκφράζουν τον ωριγενισμό και που εν τούτοις φέρονται σαν έργο της Συνόδου.
Ανεξάρτητα από το επιστημονικό αυτό πρόβλημα βέβαιο είναι ότι στη διασωθείσα απόφαση της Ε' οικουμενικής Συνόδου ο Ωριγένης καταδικάζεται προσωπικά, ενώ η ΣΤ' οικουμ. Σύνοδος επαναλαμβάνει την καταδίκη αυτή και βεβαιώνει ότι η Ε' ασχολήθηκε με τον Ωριγένη. Όλες δε οι μεταγενέστερες Σύνοδοι υιοθετούν την καταδίκη.
στ. Αποτέλεσμα της σαφούς συνοδικής καταδίκης του Ωριγένη υπήρξε οπωσδήποτε η μείωση του κύρους του, χωρίς όμως ο ίδιος να λησμονηθή ποτέ. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ό,τι θεωρούσαν καλό ή άκίνδυνο (χωρίς να μνημονεύουν τον Ωριγένη) και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του. Άλλωστε η θεώρηση του Ωριγένη επηρεαζόταν από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτο, ο χρόνος άμβλυνε τη σημασία και άρα και τον κίνδυνο από τις πλάνες του και προ παντός μειώθηκε ή εξαφανίσθηκε η ένταση του ωριγενισμού. Επομένως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος αντιωριγενισμού. Δεύτερο, η πρόοδος και η αύξηση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας και γενικά της θεολογικής σκέψεως ωδηγούσε στην ωριμώτερη αποτίμηση της προσφοράς του Ωριγένη, που έμεινε στην ιστορία της Θεολογίας περισσότερο σαν μεγαλειώδης προσπάθεια. (Η προσπάθεια που αρχίζει από τον Αθανάσιο να διακριθή η (ορθή) διδασκαλία του Ωριγένη από τις προσωπικές του έρευνες και θεολογικές προτάσεις, για τις οποίες δήθεν και ο ίδιος ίσως δεν ήταν πεπεισμένος, πολύ λίγο μπορεί να θεμελιωθή. Ο στοχαστής και πολύ περισσότερο ο θεολόγος της Εκκλησίας εκφράζει βασικά την πίστη του. Ακόμη το ελαφρυντικό ότι δεν ήλεγχε όσα πολλά έλεγε κι έγραφαν οι αντιγραφείς του δεν είναι θεμελιωμένο, Ο ίδιος πληροφορεί ότι «θεωρούσε» τα αντίγραφα, ήλεγχε τι καταγράφηκε) (Επιστολή αρ. 7).
Με το έργο του ο Ωριγένης προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες, αλλά δεν αντιμετώπισε, δεν έλυσε αυτός πρώτος κάποια μεγάλη θεολογική κρίση στην Εκκλησία. Η περί Τριάδος π. χ. θεολογική του ορολογία συνιστά μεγάλη συμβολή, αλλά απόλυτο ορθόδοξο περιεχόμενο θα της δώσουν οι μεταγενέστεροι. Η θεολογία του περί Εκκλησίας φαλκιδεύεται από την υποφώσκουσα αντίληψή του ότι «κυρίως» Εκκλησία δεν είναι η ιστορική. Η χωρίς μέτρο αλληγορική του ερμηνεία αποβαίνει φιλοσοφική μέθοδος, με την οποία συχνά εισάγει φιλοσοφικές, ηθικιστικές και κοσμολογικές αντιλήψεις στο χριστιανισμό. Η αγάπη του για την παράδοση συχνά μηδενίζεται από την προσπάθεια του να την βελτιώση, να την ξεπεράση, δηλ. να την κάνη αληθινή, ενώ είναι ήδη αληθινή κι επιδέχεται μόνο συμπλήρωση. Άρα δεν υιοθετούσε ορθά την Παράδοση. Η θεολογία καθεαυτή από λειτούργημα για τη σωτηρία γίνεται ζήτηση επιστημονική, άσκηση των εκλεκτών, άσκηση κάποτε διανοητική, που ικανοποιεί τη γνωστική περιέργεια. Η θεολογούσα Εκκλησία έχει βαθειά συνείδηση των δεδομένων αυτών, αλλά γνωρίζει και δύο ακόμη πράγματα: ότι για θέματα, που λύθηκαν οριστικά βραδύτερα, συχνά «είχε μιλήσει οικοδομητικά ο Ωριγένης• ότι μετά τον Ιγνάτιο κάνεις δε μίλησε τόσο έντονα για την «ανάκρασιν» του πιστού με το Χριστό όσο ο Ωριγένης. Ιδού γιατί, πάντοτε και τώρα, η θεολογούσα Εκκλησία τρέφει αγάπη και θαυμασμό στο χαλκέντερο και πλανημένο Ωριγένη της.
ΈΡΓΑ
Ο Ωριγένης είναι από τους γονιμώτερους συγγραφείς της ανθρωπότητος και ο γονιμώτερος των 4 πρώτων αι. της Εκκλησίας. Ο αριθμός των έργων του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε γρήγορα έγινε μύθος. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνας ομιλεί για 6.000 (Πανάριον 64, 63). Ο Ιερώνυμος, που είδε τον κατάλογο έργων, τον οποίο κατάρτισε ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για 2000 έργα και κατονομάζει τα 800 (Επιστ. 33).Αριθμούνται βέβαια ξεχωριστά οι ομιλίες και οι τίτλοι κεφαλαίων εξηγητικών του έργων (έτσι λ.χ. το υπόμνημα στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον δεν υπολογίζεται σαν ένα έργο, αλλά 25 έργα, διότι διαιρείται σε 25 τμήματα ή «τόμους»), αλλά και πάλι δικαιολογείται απόλυτα η προσωνυμία χαλκέντερος, που έδωσαν στον Ωριγένη. Δυστυχώς τα περισσότερα έργα του χάθηκαν ή δε σώθηκαν στο ελληνικό πρωτότυπο. Αιτία για την απώλεια υπήρξαν οι ωριγενιστικές έριδες, η καταδίκη του, το ιδιότυπο πνευματικό του κλίμα και η πρόοδος της θεολογίας.
Μολονότι εξαιρετικά πολυγράφος ο Ωριγένης, άρχισε να γράφη σχεδόν μετά το έτος 218, δηλαδή σε ηλικία 33 ετών. Φαίνεται ότι πολύ λίγα έργα έγραψε με το χέρι του. (Εξαπλά, επιστολές και μερικά υπομνήματα ίσως). Τα περισσότερα υπαγόρευε σε ταχυγράφους, τους οποίους διαδέχονταν καλλιγράφοι, που πλήρωνε ο θερμός θιασώτης και μαικήνας του Ωριγένη, ο Αμβρόσιος. Ο ίδιος ο χαλκέντερος συγγραφέας βεβαιώνει ότι επιθεωρούσε τα κείμενά του (Απόσπασμα επιστολής του. Βλ. Nautin, σ. 251), αλλά η πληθωρικότης του και γενικά ο μεγάλος αριθμός των έργων του προϋπέθετε αδιαφορία για την καλλιέπεια του λόγου. Η φράση του σπάνια γνώρισε το φιλολογικό δούλεμα. Τα ρητορικά σχήματα δεν τον συγκινούσαν, αλλά πολύ συχνά τα χρησιμοποιούσε (μάλιστα της ύστερης σοφιστείας). Και ενώ δεν έχει καλλιτεχνικό ταλέντο (ή δεν το καλλιεργεί), διακρίνεται για την εξαιρετικά μεγάλη εκφραστική του δύναμη. Όσο δεν συναρπάζει με το λόγο του, τόσο συγκινεί, σαγηνεύει και αιχμαλωτίζει ο συγγραφέας με την αμεσότητα και την εμφανή συμμετοχή του σε ό,τι γράφει. Ακριβώς όμως γι’ αυτό οι προτάσεις του είναι συχνά μακρές, ελλειπτικές και δυσνόητες, κάτι που δυσχεραίνει την κατανόηση του κειμένου.
Τα έργα του Ωριγένη διακρίνονται σε κριτικά, ερμηνευτικά, διατριβές και επιστολές. Κριτικά χαρακτηρίζομε τα έργα που σκοπό έχουν τη φιλολογική αποκατάσταση του κειμένου της ΠΔ (των Ο'). Ερμηνευτικά έργα είναι τα σχόλια (έχομε μόνο αποσπάσματα σε μεμονωμένα δυσνόητα βιβλικά χωρία), οι ομιλίες σε περικοπές ή σ’ εκτενή βιβλικά κείμενα με πρακτικούς κυρίως σκοπούς και οι τόμοι, εκτενή δηλαδή, οργανωμένα και πλήρη υπομνήματα σε ολόκληρα βιβλία της Γραφής. Από τις 574 περίπου ομιλίες του Ωριγένη σώζονται 21 και από τις μεταφρασμένες στη λατινική χάθηκαν 388. Από τους τόμους υπομνήματα, που πρέπει να ξεπερνούσαν τους 100, σώζονται μόνον 30 και μερικά αποσπάσματα. Διατριβές είναι μικρές ή μεγάλες θεολογικοφιλοσοφικές (Περί αρχών, Περί Αναστάσεως, Περί ευχής, Στρωματείς) πολεμικές ή αντιαιρετικές (Κατά Κέλσου, Διάλεξις προς Ηρακλείδαν, διάλογοι προς άλλους αιρετικούς ή γνωστικούς) και προτρεπτικές μελέτες (Εις μαρτύρων προτρεπτικός). Επιστολές έγραψε πολλές, αλλά σώθηκαν μόνον αποσπάσματα και δύο ακέραιες. Μέγα μέρος των έργων τούτων χάθηκε, ενώ πολλά σώζονται μόνο σε λατινικές μεταφράσεις (κυρίως του Ρουφίνου κα του Ιερωνύμου). Στους παπύρους της Tura (Αίγυπτος) που βρέθηκαν το 1941 περιλαμβάνονται σπουδαία κείμενα του Ωριγένη (Διάλεκτος προς Ηρακλείδαν, Περί Πάσχα και Αποσπάσματα). Ενώ το παρόν εγχειρίδιο βρισκόταν στο τυπογραφείο, ανακοινώθηκε σε διεθνές συνέδριο στο Bari, ότι το υπόμνημα (Ομιλίες) στους Ψαλμούς, που αποδιδόταν στον Ιερώνυμο, είναι έργο του Ωριγένη. Παραθέτομε τα έργα του Ωριγένη κατά τη χρονολογική σειρά (όσο τούτο είναι δυνατό), που κυρίως υπέδειξε ο Ρ. Nautin. Πολλά όμως από αυτά και μάλιστα τα αποσπάσματα δεν έχουν χρονολογηθή, γι΄ αυτό τα σημειώνομε στο τέλος του καταλόγου.
(Πατρολογία τόμος Α έκδοση Β, Αθηνα 1991, σελ. 393-414