λστ’ . Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο, ότι αρρώστησε κάποτε στη Σκήτη και πήγε ο πρεσβύτερος και τον έφερε στην εκκλησία και τον έβαλε σε στρωσίδι, με μικρό μαξιλάρι κάτω από την κεφαλή του. Και να, ένας από τους γέροντες οπού ήλθε να τον επισκεφθή, σαν τον είδε στο στρωσίδι και με το μαξιλάρι από κάτω, σκανδαλίσθηκε και είπε : « Αυτός λοιπόν είναι ο Αββάς Αρσένιος και σε τέτοια είναι ξαπλωμένος ; ». Τον παίρνει τότε κατά μέρος ο πρεσβύτερος και του λέγει : « Τί δουλειά έκανες όταν ζούσες στο χωριό σου ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Τσοπάνης ήμουν ». « Και πώς, λέγει ο άλλος, περνούσες τη ζωή σου ; ». « Μέσα σε πολύ κόπο », αποκρίνεται. Και του ξαναλέγει : « Και τώρα πώς τα περνάς στο κελλί σου ; ». Και αποκρίνεται : «Πιο αναπαυτικά ». Και του λέγει ο πρεσβύτερος τότε : « Βλέπεις αυτόν τον Αββά Αρσένιο ; Όταν ζούσε στον κόσμο, σύμβουλος βασιλέων ήταν και χίλιοι δούλοι, χρυσοζωσμένοι και με φορέματα ολομέταξα και ακριβά, του παράστεκαν. Και κάτωθέ του βρίσκονταν πολύτιμα στρωσίδια. Ενώ εσύ, όντας τσοπάνης, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση οπού έχεις τώρα εδώ. Και αυτός, τις απολαύσεις οπού είχε στον κόσμο, εδώ δεν τις έχει. Να λοιπόν οπού συ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται ». Σαν τα άκουσε λοιπόν αυτά, ένοιωσε κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας : « Συγχώρησέ με, Αββά, αμάρτησα. Αληθινά, αυτό είναι : Εκείνος ήλθε για να ταπεινωθή και εγώ για να αναπαυθώ ». Και, ωφελημένος, ο γέρων έφυγε.
λζ’ . Ήλθε κάποιος από τους πατέρες στον Αββά Αρσένιο. Και σαν χτύπησε την πόρτα, του άνοιξε ο γέρων, νομίζοντας ότι ήταν ο υποταχτικός του. Αλλά, βλέποντας ότι άλλος ήταν, έπεσε κατά πρόσωπο. Και εκείνος του λέγει : « Σήκω, Αββά, για να σε ασπασθώ ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων : « Δεν σηκώνομαι, αν δεν φυγής ». Και όσο και αν τον παρακάλεσε, δεν σηκώθηκε, ώσπου ο άλλος έφυγε.
λη'. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, οπού ήλθε να δη σε μια Σκήτη τον Αββά Αρσένιο, ότι, φτάνοντας στην εκκλησία, παρακαλούσε τους αδελφούς να τον πάνε στον Αββά. Του έλεγαν λοιπόν : « Ξεκουράσου για λίγο, αδελφέ, και ύστερα τον βλέπεις ». Αλλά εκείνος τους αποκρίθηκε : « Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου ώσπου να τον συναντήσω ». Τον έστειλαν λοιπόν με έναν αδελφό, γιατί μακριά βρισκόταν το κελλί του γέροντος. Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν. Και αφού ασπάσθηκαν τον γέροντα, κάθισαν σιωπώντας. Είπε λοιπόν ο αδελφός της εκκλησίας : « Εγώ πηγαίνω, ευχηθήτε για μένα ». Ο δε αδελφός ο ξένος, μη έχοντας κατορθώσει να μιλήση με τον γέροντα, είπε στον πρώτον αδελφό : « Έρχομαι και εγώ μαζί σου ». Και βγήκαν μαζί. Τον παρακάλεσε λοιπόν, λέγοντας : « Πήγαινέ με και στον Αββά Μωϋσή, οπού ήταν πρώτα ληστής ». Και σαν έφθασαν σ’ αυτόν, τους δέχθηκε με χαρά και αφού τους φιλοξένησε, τους έστειλε στο καλό. Και του λέγει ο αδελφός, οπού τον είχε φέρει : «Λοιπόν, να, σε πήγα στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιός από τους δυο σου άρεσε ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε και του είπε : « Ο Αιγύπτιος μου άρεσε ». Ακούοντάς το δε αυτό ένας από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας : « Κύριε, εξήγησέ μου αυτό το πράγμα. Πώς συμβαίνει, ο ένας να αποφεύγη για το όνομά σου και ο άλλος να εναγκαλίζεται για το όνομά σου ; ». Και να, του δείχθηκαν στο ποτάμι δυο πλοία μεγάλα. Και βλέπει τον Αββά Αρσένιο και το πνεύμα του Θεού να πλέη με ησυχία μαζί. Και ο Αββάς Μωϋσής και οι Άγγελοι του Θεού να πλέουν μαζί. Και τον τάϊζαν μελοκερήθρες.
λθ'. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, μας παρήγγειλε : Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες για χάρη μου. Γιατί, αν εγώ ελέησα τον εαυτό μου, θα το βρω εκεί πάνω ».
μ’ . Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, ταράχθηκαν οι μαθητές του. Και τους λέγει : « Δεν ήλθε ακόμη η ώρα. Όταν δε έλθη η ώρα, θα σας το πω. Και πρόκειται να κριθώ μαζί σας μπροστά στο φοβερό βήμα, αν δώσετε σε κάποιον το λείψανό μου ». Και εκείνοι είπαν : « Τί λοιπόν να κάμουμε, μια και δεν μπορούμε να σε θάψουμε ; » Και τους λέγει ο γέρων : « Δεν ξέρετε να τυλίξετε σχοινί στο πόδι μου και να με σηκώσετε στο βουνό ; ». Αυτά δε ήταν τα λόγια του γέροντος : « Αρσένιε, για τι βγήκες ; Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ ». Και όταν σίμωνε η τελευτή του, τον είδαν οι αδελφοί να κλαίη. Και του λέγουν : « Αλήθεια, και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Και τους απαντά : « Αληθινά, ο φόβος οπού έχω τώρα μαζί μου, μαζί μου ήταν αφ’ ότου έγινα μοναχός ». Και έτσι κοιμήθηκε.
μα’. Έλεγαν δε, ότι, όλο τον καιρό της ζωής του, καθισμένος στο εργόχειρό του, είχε ένα κομμάτι πανί στον κόρφο του για τα δάκρια οπού έπεφταν από τα μάτια του. Σαν άκουσε δε ο Αββάς Ποιμήν ότι κοιμήθηκε, δάκρυσε και είπε : « Μακάριος είσαι, Αββά Αρσένιε, γιατί έκλαψες τον εαυτό σου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γιατί όποιος δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ κάτω, αιώνια εκεί, στην άλλη ζωή, θα κλαίη. Είτε λοιπόν εδώ θεληματικά, είτε εκεί από τις βασάνους, είναι αδύνατο να μη κλάψη ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 28-30)