μβ’ . Ιστόρησε δε ο Αββάς Δανιήλ γι’ αυτόν, ότι ποτέ δεν ήθελε να μιλά για κάποιο θέμα της Αγίας Γραφής, αν και μπορούσε να μιλήση αν ήθελε. Αλλά και επιστολή εύκολα δεν έγραφε. Όταν δε ερχόταν, κατά διαστήματα, στην εκκλησία, πίσω από μια κολόνα καθόταν, ώστε κανείς να μη δη το πρόσωπό του, ούτε ο ίδιος άλλον να προσέξη. Και ήταν η θωριά του αγγελική, όπως του Ιακώβ. Με ολόλευκα μαλλιά και γενειάδα, με ομορφοκαμωμένο σώμα. Λιπόσαρκος ήταν. Και η γενειάδα του ήταν μακριά, φθάνοντας έως την κοιλιά του. Και τα τσίνορά του έπεσαν από το πολύ κλάμμα. Ήταν δε ψηλός, άλλα κυρτώθηκε από τα γεράματα. Έφθασε τα ενενηνταπέντε χρόνια. Έζησε στο παλάτι του αυτοκράτορος μακαριστού Θεοδοσίου του μεγάλου σαράντα χρόνια και διετέλεσε πνευματικός πατέρας των μακαριστών Αρκαδίου και Ονωρίου. Και στη Σκήτη πέρασε σαράντα χρόνια. Και δέκα στην Τρώη της άνω Βαβυλώνος, απέναντι στη Μέμφη. Και τρία χρόνια στην Κάνωπο της Αλεξανδρείας. Και τα άλλα δυό χρόνια, τα έκαμε πάλι στη Τρώη, όπου και κοιμήθηκε. Διάνυσε με ειρήνη και φόβο Θεού τον δρόμο της ζωής του. Γιατί ήταν άνδρας αγαθός και γεμάτος από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Άφησε δε στον Αββά Δανιήλ τον πέτσινο χιτώνα του και τρίχινο, λευκό καμάσι και σαντάλια καμωμένα από φλοιό χουρμά. Και εκείνος προσθέτει, ότι, αν και ανάξιος, τα φόρεσε, για να απολαύση ευλογία.
μγ’. Διηγήθηκε πάλι ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο : « Κάποτε κάλεσε τους πατέρες μου, τους Αββάδες Αλέξανδρο και Ζώϊλο. Και ταπεινώνοντας τον εαυτό του, τους είπε : Επειδή οι δαίμονες με πολεμούν και δεν ξέρω αν με κλέψουν στον ύπνο, σας παρακαλώ, αυτή τη νύχτα, να κοπιάσετε μαζί μου και να με φυλάξετε μη νυστάξω κατά την αγρυπνία. Και κάθισε ο ένας από δεξιά του και ο άλλος απ’ αριστερά του, αποβραδίς, σιωπώντας. Και είπαν οι πατέρες μου : Εμείς κοιμηθήκαμε και σηκωθήκαμε και δεν τον καταλάβαμε να νυστάζη. Και κατά το πρωΐ, ο Θεός ξέρει αν το έκαμε επίτηδες για να καταλάβουμε ότι νύσταξε ή πράγματι η φύση του ύπνου ήλθε, έβγαλε τρεις αναπνοές και ευθύς σηκώθηκε, λέγοντας : Νύσταξα, ναι. Και αποκριθήκαμε εμείς λέγοντας : Δεν ξέρουμε ».
μδ’ . Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες να βρουν τον Αββά Αρσένιο και πολύ παρακάλεσαν να μιλήσουν μαζί του. Και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα. Και του ζήτησαν να τους πη κάτι για όσους ησυχάζουν και δεν συναντιώνται με κανέναν. Τους λέγει λοιπόν ο γέρων : « Όταν το κοράσι βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι, πολλοί θέλουν να το μνηστευθούν. Όταν όμως πανδρευθή, δεν αρέσει σε όλους. Άλλοι το εξουθενώνουν, άλλοι το παινεύουν. Πάντως δεν έχει την τιμή οπού είχε πρώτα, όταν ήταν κρυμμένο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα της ψυχής. Όταν γίνουν κοινή θέα, δεν μπορούν όλους να τους εποικοδομήσουν ».
Του Αββά Αγάθωνος
α'. Είπε ο Αββάς Πέτρος, όπου συνδεόταν με τον Αββά Λώτ : « Στο κελλί του Αββά Αγάθωνος ήμουν κάποτε και ήλθε σ’ αυτόν ένας αδελφός, λέγοντας : θέλω να κατοικήσω μαζί με αδελφούς. Πες μου, πώς μαζί τους θα κατοικήσω ; Του λέγει ο γέρων: ‘Όπως την πρώτη μέρα, οπού μπαίνεις στο Κοινόβιο τους, έτσι φύλαξε την ξενιτεία σου όλες τις μέρες της ζωής σου, ώστε να μη πάρη θάρρος το στόμα σου μαζί τους. Του λέγει ο Αββάς Μακάριος : Τι κακό κάνει η ελευθεροστομία ; Του αποκρίνεται ο γέρων : Μοιάζει η ελευθεροστομία με μεγάλο καύσωνα, όπου, όταν συμβή, όλοι φεύγουν από μπροστά του και τους καρπούς των δένδρων χαλά. Του λέγει ο Αββάς Μακάριος : Τόσο φοβερό πράγμα είναι η ελευθεροστομία ; Και είπε ο Αββάς Αγάθων : Δεν υπάρχει άλλο πάθος χειρότερο από την ελευθεροστομία. Γιατί αυτή γεννοβολά όλα τα πάθη. Και πρέπει ο αγωνιστής μοναχός να μη αφήνη λυτή τη γλώσσα του, έστω και αν είναι μόνος στο κελλί. Ξέρω έναν αδελφό, όπου έμενε για καιρό στο κελλί και έχοντας ένα κλινάρι, είπε : ‘Έφυγα από το κελλί, μη έχοντας γνωρίσει αυτό το κλινάρι, παρά μόνο όταν κάποιος άλλος μου το είπε. Ο τέτοιος φιλότιμος μοναχός είναι και πολεμιστής ».
β΄. Είπε ο Αββάς Αγάθων : « Πρέπει ο μοναχός να μη αφήση τη συνείδησή του να τον κατηγορήση για οποιοδήποτε πράγμα ».
γ΄. Είπε πάλι : « Χωρίς να τηρή τις θείες εντολές, σε καμμιά αρετή δεν σημειώνει τινάς πρόοδο ».
δ’. Είπε ξανά : « Ποτέ δεν έπεσα να κοιμηθώ, έχοντας κάτι εναντίον κάποιου. Άλλα και δεν άφησα κανέναν να κοιμηθή, όσο μπορούσα, αν είχε τίποτε εναντίον μου ».
(Είπε Γέρων, σελ.30-33)