1. Δικαιοῦται ἤ ταιριάζει στήν Ἐκκλησία νά ἔχει περιουσία;
Ἀδίστακτα λέμε ναί. Ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, δέν ζεῖ μόνο μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ ψωμί (πρβλ. Λουκ. 4,4), δηλαδή ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἔχει ἀποστολή νά ἐπιτελέσει ὄχι μόνο πνευματικό ἀλλά καί κοινωνικό ἔργο. Γιά τό ἔργο αὐτό ἀπαιτοῦνται ἀφοσιωμένα πρό-σωπα καί ὑλικά μέσα, κατά τό παράδειγμα καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὁποῖος δέν ἀρκέστηκε νά ἐπιλέξει καί νά προετοιμάσει γιά τό ἔργο Του τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ὅρισε νά ὑπάρχει στήν ὁμάδα τῶν Δώδεκα καί ταμεῖο («γλωσσόκομον»). Τά χρήματά του χρησιμοποιοῦνταν –χωρίς τό φρόνημα τῆς καταδικαστέας φιλαργυρίας– γιά τίς καθημερινές τους ἀνάγκες καί γιά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν (Ἰω. 12, 5-7). Ὁ Κύριος ἔθρεψε τούς πεντακις χιλίους στήν ἔρημο, εὐλογώντας τούς πέντε ἄρτους καί τούς δύο ἰχθύας, ἔδωσε ὅμως καί τήν ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν τά περισσεύματα τῶν κλασμάτων (Ματθ. 14, 15-21. Λουκ. 9, 12-17). Ἀπό τό ταμεῖο τῆς ὁμάδας ἑτοιμάστηκε τό πασχάλιο δεῖπνο (Λουκ. 22, 7-14). Καί ὅταν ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία, μετά τήν Πε- ντηκοστή, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συγκεντρώνουν καί διαχειρίζονται ὑπεύθυνα τίς προσφορές τῶν πιστῶν γιά τίς ἀνάγκες τῆς κοινότητας τῶν χριστιανῶν (Πράξ. 4,3 ἑξ.). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τή «λογία» στηρίζει τούς ἀναξιοπαθοῦντες καί καθιερώνει τήν ὑλική ἀμοιβή τῶν ἱερέων πού ἔπρεπε νά ζοῦν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου τό ὁποῖο κήρυτταν (Α΄ Κορ. 9, 7-14). Τό παράδειγμα καί τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων ἀκολούθησαν οἱ ἀποστολικοί καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες, πού δέν εἶχαν ὡς χριστιανοί καί ποιμένες μόνον ὑποχρεώσεις ἀλλά καί δικαιώματα. Ὀργάνωσαν τό φιλανθρωπικό ἔργο. Μερίμνησαν γιά τήν κάλυψη τῶν πνευματικῶν καί τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν. Ἀνήγειραν ὄχι μόνο ναούς ἀλλά καί κτίρια γιά τή στέγαση τῶν κοινωνικῶν δραστηριοτήτων. Καί μέ δωρεές τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί προσωπική ἐργασία χριστιανῶν, σταδιακά ἀποκτήθηκε κινητή καί ἀκίνητη περιουσία, ἄρα εὐκολύνθηκε τό φιλανθρωπικό της ἔργο. Παρά τίς κατά καιρούς ἐχθρικές ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας διαθέσεις τῆς κρατικῆς (ἀρχικά ρωμαϊκῆς, ἀργότερα βυζαντινῆς καί ὀθωμανικῆς) ἐξουσίας, ἡ Ἐκκλησία διατήρησε ἤ καί αὔξησε (ὅπως θά ἐκτεθεῖ στή συνέχεια) τήν περιουσία της, ἐνῶ τόσο μέ ἱερούς κανόνες (Ἀποστολικές Διαταγές Β΄ 24, Ἀποστολικοί Κανόνες ΛΗ΄ καί ΟΗ΄, Συνοδικούς: ΙΕ΄ Ἀγκύρας, ΚΔ΄-ΚΕ΄ Ἀντιοχείας, ΚΣΤ΄ καί ΛΓ΄ Καρθαγένης, ΚΔ΄ Χαλκηδόνος κ.λπ), ὅσο καί μέ κρατικούς νόμους καί διατάξεις ἡ περιουσία αὐτή ἀπέκτησε τό στοιχεῖο τοῦ «ἀναπαλλοτρίωτου» καί μάλιστα «εἰς τό διηνεκές» (γιά πάντα).
2. Σέ ποιόν ἀνήκει καί πῶς διοικεῖται;
Εἶναι λάθος νά νομίζουν μερικοί ὅτι ἡ περιουσία αὐτή ἀνήκει στήν Ἱερά Σύνοδο, τόν Ἀρχιεπίσκοπο, τούς Μητροπολίτες ἤ τούς ἡγουμένους τῶν Μονῶν. Διότι ὅταν λέμε ἐκκλησιαστική περιουσία, γενικῶς, ἐννοοῦμε τό σύνολο τῆς περιουσίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων, δηλαδή τῶν 96 Μητροπόλεων τῆς Ἑλλάδος, πέντε ἤ ἕξι ἑκατοντάδων Μοναστηριῶν, 9.024 χιλιάδων ἐνοριακῶν Ναῶν, ἀρκετῶν Προσκυνημάτων καί τῶν κεντρικῶν Ὀργανισμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», «κατά τάς νομικάς αὐτῶν σχέσεις» ἀποτελοῦν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Καί ὡς νομικά πρόσωπα διοικοῦνται ἀπό Συμβούλια πού συγκροτοῦνται ὅπως οἱ νόμοι τοῦ Κράτους ὁρίζουν. Ἄν μάλιστα ἐξαιρέσουμε τά Ἡγουμενοσυμβούλια, σέ ὅλα τά ἄλλα μετέχουν καί λαϊκά Μέλη καί μάλιστα κατά πλειοψηφία. Ὅταν βέβαια γίνεται λόγος γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία νοεῖται κυρίως ἡ μοναστηριακή (κινητή καί κυρίως ἀκίνητη). Αὐτή διακρίνεται στή «διατηρητέα» καί στήν «ἐκποιητέα» ἤ «ρευστοποιητέα», ὅπως χαρακτηρίστηκε μέ νομοθετήματα τοῦ 1930-31, ὅταν ἡ διοίκηση καί διαχείριση τῆς «ἐκποιητέας» ἀνατέθηκε στόν ΟΔΕΠ (Ὀργανισμό Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησια- στικῆς Περιουσίας). Ἡ «διατηρητέα» παραμένει στήν κυριότητα, νομή καί κατοχή τῶν Μονῶν.
3. Πῶς ἀποκτήθηκε;
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὑπάρχει ἤδη ἐπί 20 αἰῶνες. Κανένα Κράτος ἤ ἄλλος θεσμός στόν κόσμο δέν ἀριθμεῖ τόσο μακρό βίο. Θά κάνουμε στό σημεῖο τοῦτο μία ἐντελῶς ἁπλή ἐρώτηση, πού ἐμπεριέχει καί τήν ἀπάντηση: Σέ κάθε ἐποχή, ἀκόμα καί στίς ἡμέρες μας –πρίν ξεσπάσει ἡ οἰκονομική κρίση– ἄν σέ μιά οἰκογένεια ἐργάζονταν οἱ δύο σύζυγοι ἐπί 30 ἤ 35 χρόνια καί εἶχαν συνετή διαχείριση τῶν χρημάτων μέ τά ὁποῖα ἀμείβονταν, τό ἀποτέλεσμα δέν θά ἦταν νά ἔχουν ἀποκτήσει τό σπίτι τους (ἔστω διαμέρισμα), νά διαθέτουν ἕνα ἤ δύο αὐτοκίνητα, ἐξοχικό, νά ἔχουν κάποια κατάθεση σέ Τράπεζα καί παράλληλα τά παιδιά τους νά εἶχαν ἀποκτήσει καλή μόρφωση ἤ νά ἔχουν ἀποκατασταθεῖ ἱκανοποιητικά; Ἄν λοιπόν δύο ἐργαζόμενοι σύζυγοι μποροῦν νά ἀποκτήσουν σέ 3 ἤ 4 δεκαετίες ἀξιόλογη περιουσία, γιατί «ἀποροῦν» οἱ καλοθελητές καί ρωτοῦν πῶς ἡ Ἐκκλησία σέ 20 αἰῶνες ἀπέκτησε τήν περιουσία αὐτή; Ἄς πληροφορηθοῦν λοιπόν: Κατά τίς ἀπαρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅλοι ὅσοι πίστεψαν εἶχαν μία καρδιά καί μία ψυχή... Ὅλα τά εἶχαν κοινά... Ὅσοι εἶχαν χωράφια ἤ σπίτια τά πουλοῦσαν, κι ἔφερναν τό ἀντίτιμο αὐτῶν πού πουλοῦσαν, καί τό ἔθεταν στή διάθεση τῶν ἀποστόλων (Πράξ. 4, 32. 34-35). Ἀργότερα, οἱ μοναχοί στίς ἐρημιές ἤ σέ ἀπόμερα μέρη, ὅπου δέν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, καλλιέργησαν τίς γύρω περιοχές ἤ τίς χρησι- μοποίησαν γιά τή βόσκηση οἰκόσιτων ζώων ὥστε νά ἐξασφαλίζουν τά πρός τό ζῆν, καί τά δικαιώματα πού ἀπέκτησαν στίς περιοχές αὐτές κατοχυρώθηκαν στούς χρόνους τῆς βυζαντινῆς περιόδου, διατηρήθηκαν ἀπό τούς ὀθωμανούς καί ἀναγνωρίστηκαν νομοθετικά ἀπό τό νεοελληνικό Κράτος. Ἰδιαίτερα βέβαια στό ἑλληνικό Βυζάντιο, ὁπότε ἄνθησε ὁ μοναχισμός, λόγω καί τῆς συναλληλίας στή σχέση Ἐκκλησίας-Πολιτείας, εὐνοήθηκε ἡ ἀπόκτηση ἐκ μέρους τῶν Μοναστηριῶν σημαντικῆς ἀκίνητης περιουσίας, κυρίως ἀπό δωρεές αὐτοκρατόρων, αὐλικῶν, στρατηγῶν κ.λπ., ἀρκετοί ἀπό τούς ὁποίους ὑπῆρξαν καί κτίτορες ἤ εὐεργέτες, ἀκόμα καί ἡγούμενοι μεγάλων Μονῶν, ἀφοῦ πρῶτα παραιτήθηκαν ἀπό τίς ἀνώτατες θέσεις τους. Αὐτή ἡ περιουσία –πού καταλάμβανε ἐκτάσεις ἀκατοίκητες κατά κανόνα, ἀφοῦ τότε ὁ πληθυσμός ἦταν ἀραιός– διατηρήθηκε ἤ καί αὐξήθηκε στή διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας (15ος-19ος αἰῶνες), λόγω τῶν προνομίων πού δόθηκαν ἀπό τόν Μωάμεθ τόν κατακτητή στόν Πατριάρχη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Γεώργιος Φραντζής (στόν Χρονικόν Μέγα, 3,11), ὁ Πατριάρχης ἦταν «ἀναίτητος καί ἀφορολόγητος καί ἀδιάσειστος ἀπό παντός ἐναντίου, καί τέλους καί δόσεως, ... αὐτός τε καί οἱ μετ’ αὐτόν Πατριάρχαι..., ὁμοίως καί πάντες οἱ 12 ὑποτεταγμένοι αὐτῷ Ἀρχιερεῖς». Καί ὄχι μόνον! Διότι ἀκόμα καί σουλτάνοι καί ἄλλοι ὀθωμανοί ἀξιωματοῦχοι, παραχωροῦσαν μεγάλες ἐκτάσεις πρός διάφορα Μοναστήρια, ἐνῶ καί ἄτεκνοι χριστιανοί ἄφηναν, σέ ἀρκετές περιπτώσεις, τά κτήματά τους σέ ναούς ἤ μονές, μέ τόν ὅρο νά μνημονεύεται τό ὄνομά τους «εἰς τόν αἰῶνα». Μέ τήν περιουσία αὐτή τά Μοναστήρια εἶχαν καί ἀξιοποίησαν τή δυνατότητα νά ἱδρύσουν –σέ περιόδους χαλάρωσης τῆς σουλτανικῆς ἐξουσίας– σχολεῖα μέ περίφημους Δασκάλους τοῦ Γένους, νά διατηρήσουν τήν ἑλληνική γλώσσα καί τά γράμματα, νά προετοιμάσουν καί νά στηρίξουν τήν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821. Μόνο τυχαῖο, λοιπόν, δέν ἦταν τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία, καί κυρίως τά πολλά Μοναστήρια πού ὑπῆρχαν στόν ἑλλαδικό χῶρο, μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου (1828), κατεῖχε νόμιμα τό 25% περίπου τῆς γῆς (βλέπε Πρακτικά τῆς Ὁλομέλειας τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076). Καί νά πῶς ἡ τότε ὄντως ἀμύθητη περιουσία, πού ἀνῆκε κατά κυριότητα, νομή καί κατοχή στήν Ἐκκλησία καί τά Μοναστήρια της, σταδιακά καί μέ διάφορες κρατικές πιέσεις, ἀπειλές, μεθοδεύσεις, ἀπαλλοτριώσεις καί ἁρπαγές, ἀφαιρέθηκε.
4. Πῶς συντελέστηκε ἡ διαρπαγή της
α. Διάλυση 416 Μοναστηριῶν καί διαρπαγή τῆς περιουσίας τους.
Ἡ ἀλλοεθνής καί προτεσταντική Ἀντιβασιλεία τοῦ Ὄθωνος, πρεσβεύοντας τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἀποτελεῖ θησαυρό πού κληροδοτήθηκε ἀπό τούς προγόνους στό ἑλληνικό ἔθνος (!) καί διαγράφοντας τήν ἀνεκτίμητη προσφορά τῶν Μοναστηριῶν στούς παλαιότερους καί τούς νωπούς τότε ἀγῶνες, μέ βασιλικά διατάγματα τοῦ 1833 καί 1834 διέλυσε 416 Μοναστήρια καί διέθεσε τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία τους γιά τήν ἵδρυση τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου». Ἀλλά τό Ταμεῖο πού ἵδρυσε λειτούργησε μέ τρόπο τόσο ἀδιαφανή καί ἐπιπόλαιο, ὥστε τελικά σημειώθηκε διαρπαγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐνῶ οἱ ἐπιτήδειοι τῆς ἐποχῆς πωλοῦσαν στά παζάρια, γιά λογαριασμό τους, τά ἱερά σκεύη, τά κειμή-λια καί τά λείψανα ἁγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακάκου, Συμβολή εἰς τήν ἐκκλησιασικήν ἱστορίαν τῆς Μάνης, 1956, σ. 4 ἑξ.). Τό ἁμαρτωλό αὐτό Ταμεῖο, τό 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά τήν ἵδρυσή του) περιῆλθε στή διοίκηση καί διαχείριση τῆς ἐπί τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματείας τοῦ Κράτους καί οἱ πόροι του διατέθηκαν γιά τήν τακτοποίηση δικῶν του ἀναγκῶν... Ἀκόμα καί «ἅπαντα τοῦ Πανεπιστημίου [Ἀθηνῶν], τά ἀναλώματα» (δαπάνες) καλύπτονταν ἀπό τό Ταμεῖο τοῦτο, δηλαδή ἀπό τό ἀντίτιμο πώλησης μοναστηριακῶν κτημάτων.
β. Ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση τοῦ 1836.
Μέ τό Βασιλικό Διάταγμα τῆς 20.5/1.6.1836 «περί ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων» ἔγινε ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή ἀντιτίμου) καί ἄλλων τεραστίων σέ ἔκταση κτημάτων καί τῶν σέ λειτουργία Μονῶν, δῆθεν «χάριν θεαρέστων ἔργων καί πρός οἰκοδομήν ἱερῶν καί ἀγαθοεργῶν καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Τό ἀναπαλλοτρίωτον τῆς ἐκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51- 52). Στήν περιουσία πού ἀπέμεινε ἐπιβλήθηκε βαρύτατη ἔμμεση φορολογία, πού ὅταν αὐτή δέν ἦταν δυνατόν νά καταβληθεῖ, ὁδηγοῦσε σέ δημόσιους πλειστηριασμούς!
γ. Ὁ «ἀγροτικός» καί ἄλλοι νόμοι τῆς β΄ καί γ΄ δεκαετίας τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Ἡ ἀπαλλοτριωτική ἐπιβολή τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας συνέχισε νά δείχνει τό ἀνάλγητο πρόσωπό της καί κατά τά νεότερα χρόνια, ἰδιαίτερα δέ μετά 15 τούς βαλκανικούς πολέμους 1912-13. Ἔτσι, μέ τούς Νόμους 1072/1917 καί 2050/1920 (γνωστόν ὡς «ἀγροτικό νόμο»), ἀλλά καί ἄλλους πού ἀκολούθησαν (π.χ. 2189), ἐπιβλήθηκε ἡ ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση μοναστηριακῶν κτημάτων, ἄλλοτε γιά τήν ἀποκατάσταση προσφύγων ἤ ἀκτημόνων καί ἄλλοτε –ἀόριστα– γιά λόγους «προφανοῦς ἀνάγκης καί δημοσίας ὠφελείας». Καί ἐπειδή κατά κανόνα οἱ ἀριθμοί εἶναι πιό εὔγλωττοι, σημειώνουμε ὅσα ἀποκαλυπτικά ἀναφέρονται στό ὑπ’ ἀρ. 976/780/18.4.1947 ἔγγραφο τοῦ Ο.Δ.Ε.Π. πρός τή Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικοῦ τοῦ ὑπουργείου Οἰκονομικῶν, γιά τό μέγεθος τῆς ἀπαλλοτριωτικῆς ἐπιβολῆς τοῦ Κράτους: Ἀπό τό 1917 ὥς τό 1930 ἀπαλλοτριώθηκαν ἐκκλησιαστικές ἐκτάσεις ἀξίας ἄνω τοῦ 1.000.000.000 προπολεμικῶν δραχμῶν. Τό Κράτος καθόρισε αὐτό τό ἀντίτιμο, κατέβαλε στό Γενικό Ἐκκλ. Ταμεῖο τά 40 ἑκατομμύρια καί ὀφείλει ἀκόμα τά 960! Ἄν τολμᾶ τό ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν ἄς ὑπολογίσει τήν ἀνεξόφλητη αὐτή ὀφειλή του, ἀνάγοντάς την σέ σημερινές τιμές μέ τίς ἀνάλογες προσαυξήσεις τόκων κ.λπ. 16
δ. «Ρευστοποίηση» μέ τό Νόμο 4684/1931 καί καταποντισμός.
Μέ τό Νόμο αὐτό τό Κράτος ἐπέβαλε οὐσιαστικά τήν ἐκποίηση («ρευστοποίηση») ἑνός ἀκόμα μεγάλου τμήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, παρά τίς ἀντιρρήσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι εἰσπράχθηκε, τοποθετήθηκε σέ «ἐθνικά χρεώγραφα καί χρη- ματόγραφα» (μᾶς θυμίζουν μήπως τά σύγχρονα ὁμόλογα;), ἀλλά ἡ ἀξία τους ἐξανεμίστηκε, σχεδόν στό σύνολό της, ὅταν ἡ ἐθνική μας οἰκονομία καταποντίστηκε στή διάρκεια τοῦ Β΄ παγκόσμιου πολέμου, τῆς ξενικῆς Κατοχῆς καί τοῦ ἐμφυλίου πού ἀκολούθησε.
ε. Νέα πλήγματα καί ἡ Σύμβαση τοῦ 1952.
Ἡ Δ΄ Ἀναθεωρητική Βουλή (1946-50) καί ἡ εἰδική Ἐπιτροπή γιά τή σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στό ἄρθρο 143 προέβλεπε τήν πλήρη ἀπαλλοτρίωση ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, χωρίς ἀντάλλαγμα! Πρόσχημα; Ἡ ἀποκατάσταση ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί γεωργοκτηνοτρόφων. Ἡ Ἱεραρχία ἀντέδρασε, ἡ ἀπόπειρα ματαιώθηκε, ἀλλά τό Κράτος μέ τό Ν.Δ. 327/1947 καί αὐτό τῆς 29.10.1949 ἐπέφερε νέα πλήγματα. Ἡ κυβέρνηση Πλαστήρα, ἐνῶ τό Σύνταγμα καί τοῦ 1952 ὅριζε ὅτι «ἐπικρατοῦσα* θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξος», προέβαλε τήν ἀπαίτηση νά παραχωρηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία στό Κράτος, μέ τήν ἀπειλή μάλιστα διακοπῆς τῆς μισθοδοσίας τῶν ἐφημερίων (περί τῆς ὁποίας βλ. στή σελ. 22 ἑξ. τοῦ παρόντος). Οἱ ἀφόρητες πιέσεις τοῦ Κράτους εἶχαν ὡς ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τήν ὑπογραφή τῆς ἀπό 18.9.1952 «Συμβάσεως περί ἐξαγορᾶς ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί ἀκτημόνων γεωργικῶν κτηνοτρόφων», πού κυρώθηκε μέ τό Β.Δ. τῆς 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Ἡ Σύμβαση αὐτή ἦταν ἐπαχθής γιά τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὑποχρεώθηκε νά παραχωρήσει στό Κράτος τά 4/5 (80%) τῆς καλλιεργούμενης ἤ καλλιεργήσιμης ἀγροτικῆς περιουσίας της καί τά 2/3 τῶν βοσκοτόπων. Τό ἀντάλλαγμα; Μόλις τό 1/3 τῆς πραγματικῆς ἀξίας καί κάποια ἀστικά ἀκίνητα/ οἰκόπεδα. Τό σημαντικό στοιχεῖο στή Σύμβαση αὐτή, πού σκόπιμα παρασιωπᾶται γιά εὐνόητους λόγους (*Τό Σύνταγμα αὐτό, ὅπως καί τά μεταγενέστερα, ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «ἐπικρατοῦσα» θρησκεία, ὄχι μέ ποσοτική «ἀλλά καί μέ ποιοτική ἔννοια, ἀναφερομένη στήν πρόνοια αὐτοῦ νά παραμείνει ἐπικρατοῦσα» (Κων. Ραμιώτης)), ἀπό τούς καλοθελητές εἶναι ὅτι σ’ αὐτήν περιέχεται ἡ διακήρυξη τοῦ Κράτους ὅτι ἡ ἐν λόγω ἀπαλλοτρίωση εἶναι ἡ τελευταία καί δέν πρόκειται νά ὑπάρξει νεότερη στό μέλλον, ἐνῶ δεσμεύεται νά παρέχει καί κάθε ἀναγκαία ὑποστήριξη (ὑλική καί τεχνική), ὥστε νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά ἀξιοποιήσει τήν ἐλάχιστη ἐναπομείνασα περιουσία της. Ἀλλά, δυστυχῶς, τό Κράτος ἀποδείχθηκε καί στή δέσμευσή του αὐτή ἀναξιόπιστο. Διότι μέ νέα διοικητικά μέτρα ὄχι μόνο δέν ὑποστήριξε, ἀλλά δέν ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀξιοποιήσει ὅ,τι τῆς ἀπέμεινε. Οἱ κρατικές Ὑπηρεσίες, ἄλλοτε ἀμφισβητώντας τήν κυριότητα, μέ τό νά ζητοῦν τίτλους κυριότητας ἀπό ἐποχές πού τό Κράτος μας δέν ὑπῆρχε, ἄλλοτε μή δεχόμενο τήν ἐγκυρότητα ἤ τήν ἰσχύ αὐτοκρατορικῶν ἐγγράφων ἤ πατριαρχικῶν σιγιλίων καί σουλτανικῶν φιρμανίων, ἤ χαρακτηρίζοντας ὡς δασικές ἤ «διακατεχόμενες» τίς μοναστηριακές ἐκτάσεις, στήν πράξη ἐμπόδισαν καί ἐμποδίζουν τήν Ἐκκλησία νά ἀξιοποιήσει τήν λίγη περιουσία της. Καί τό πρόβλημα ἐπιτείνεται μέ τή συστηματική καλλιέργεια τῆς ἐντύπωσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει ἀμύθητη περιουσία, τήν ὁποία δῆθεν δέν διαθέτει ἤ δέν ἀξιοποιεῖ γιά τό καλό τοῦ λαοῦ! Καί ὄχι μόνον ἀναξιόπιστο ἀποδείχθηκε, ἀλλά συνέχισε τίς ἀπόπειρες γιά διαρπαγή καί τῆς ἐναπομείνασας περιουσίας.
στ. Κατά τήν τελευταία 35ετία.
Ἀπό τό 1975 καί μετά ἐντείνονται οἱ πιέσεις γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους», ἐνῶ τό 1976 ὁ τότε ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο γιά τήν παραχώρηση στό Κράτος τῶν 3/4 (75%) τῆς περιουσίας καί ἡ Ἐκκλησία νά κρατοῦσε τό ὑπόλοιπο 1/4 (25%). Ἡ προσπάθειά του ναυάγησε. Ὁ διάδοχός του στόν ὑπουργικό θῶκο (Ἰωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιό σκληρό σχέδιο: Τό Κράτος νά πάρει τά 4/5 (80%) καί στήν Ἐκκλησία νά μείνει τό 1/5 (20%). Κι αὐτό δέν ὑλοποιήθηκε. Τό 1985 ὁ ὑπουργός Παιδείας (Ἀπ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακῆς περιουσίας» καί τό ἑπόμενο ἔτος ὁ νέος ὑπουργός (Ἀντ. Τρίτσης) ἐμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων γιά ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί ἀξιοποίησή της ἀπό τούς ἀγροτικούς συνεταιρισμούς, πού θά ἀπέδιδαν 10% στήν Ἐκκλησία καί 5% στό Κράτος. Εὐτυχῶς πού καί τό σχέδιο αὐτό δέν ὑλοποιήθηκε, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ συνόλου σχεδόν τῶν καταχρεωμένων Συνεταιρισμῶν (ἐκτός ἐξαιρέσεων). Ἀλλά ὁ τότε ὑπουργός Τρίτσης ἐπέμεινε. Κατάρτισε καί ἔφερε στή Βουλή νομοσχέδιο, πού ψηφίστηκε ὡς Νόμος 1700/1987 καί ὑπῆρξε τό ἀποκορύφωμα τῆς κρατικῆς ἐπιβολῆς σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού εἶχε ἀπομείνει. Παρά τίς ἀντιδράσεις, ἡ πλειοψηφία τῆς Βουλῆς ψήφισε τό Νόμο, μέ τίς διατάξεις τοῦ ὁποίου θά ἄλλαζαν οἱ κανόνες διοίκησης, διαχείρισης καί ἐκπροσώπησης τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τό Κράτος θά διόριζε τό Διοικ. Συμβούλιο τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., γιά νά διοικεῖ τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἐνῶ γινόταν ἐπέμβαση καί στόν τρόπο διοίκησης καί διαχείρισης τῶν ἐνοριακῶν ναῶν κ.λπ. Ἡ τύχη τοῦ Νόμου αὐτοῦ εἶναι γνωστή: Το Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκύρωσε τήν Πράξη συγκρότησης τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ο.Δ.Ε.Π. (ἀπόφαση 5057/1987), τό Κράτος δέν τόλμησε νά ἐφαρμόσει τούς Νόμους 1700/1987 καί 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων γιά παραβίαση μέ τούς Νόμους αὐτούς ἄρθρων τῆς Διεθνοῦς Συμβάσεως τῆς Ρώμης καί τοῦ Πρώτου Πρωτοκόλλου της. Καί δικαιώθηκαν, διότι τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφασή του 10/1993/405/483/484/9.12.1994:
• Διαπίστωσε ὅτι ὁ Νόμος 1700 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα τῶν ἱερῶν Μονῶν γιά τά περιουσιακά τους δικαιώματα.
• Ἀνέτρεψε τή μέχρι τότε ὑπέρ τοῦ Κράτους νομολογία τῶν ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί ἐπέβαλε σ’ αὐτά πλήρη συμμόρφωση πρός τή Σύμβαση τῆς Ρώμης.
• Διακήρυξε ὅτι οἱ Μονές –καί ἄρα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος– δέν εἶναι κρατικοί ὀργανισμοί, ἔστω κι ἄν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
• Διασαφήνισε ὅτι οἱ Μονές μποροῦν νά ἐπικαλοῦνται κάθε τρόπο κτήσεως τῆς κυριότητας τῆς περιουσίας τους (καί μέ χρησικτησία), ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει κτηματολόγιο στήν Ἑλλάδα», καί διότι ἦταν ἀδύνατη ἡ μεταγραφή τίτλων πρό τοῦ 1856 καί ἡ μεταγραφή κληροδοσιῶν καί κληρονομιῶν πρό τοῦ 1846, καί
• Ἐπέλυσε τήν ἀμφισβήτηση, ὑπέρ τῶν ἱερῶν Μονῶν, τοῦ θέματος τῶν «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τά ὁποῖα νέμεται ἡ Ἐκκλησία, μέ τό τεκμήριο τῆς τακτικῆς ἤ ἔκτακτης χρησικτησίας.
Παρά τό «πάγωμα» τῶν δύο αὐτῶν Νόμων (1700 καί 1811), τό 1998 ἐπιχειρήθηκε ἀπό τή Γεν. Γραμματεία Δασῶν ἡ ἐνεργοποίηση τῆς Σύμβασης πού προέβλεπε ὁ δεύτερος Νόμος, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἀλλά δέν ἔπαψε ἡ ἀναμόχλευση τοῦ θέματος «ἐκκλησιαστική περιουσία», ὅπως συνέβη τό ἔτος 2000, ὅταν τό Πανελλήνιο βρισκόταν σέ ἀνησυχία καί ἀναστάτωση γιά τό ζήτημα τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στά νέου τύπου δελτία ταυτότητος, ἤ μετά τό 2009, ὅταν ξέσπασε ἡ οἰκονομική κρίση, ἦρθε στήν Ἑλλάδα τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί ἡ Εὐρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Τρόικα) καί ὑπογράφτηκε τό «Μνημόνιο...». Τότε ὄχι ξαφνικά, ἀφοῦ ἦταν ἀναμενόμενο, ξαναζεστάθηκε ἡ σούπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, σερβίρεται διαρκῶς ἀπό τά Μ.Μ.Ε. καί οἱ ἀγνοοῦντες τήν ἀλήθεια ἤ οἱ καλοθελητές ἀναμασοῦν τά ἴδια καί τά ἴδια, προβάλλοντας ὅμως καί δύο νέα ζητήματα: Γιατί οἱ κληρικοί νά μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Κράτος, καί Γιατί νά μή φορολογεῖται ἡ Ἐκκλησία. Στά δύο αὐτά δίδεται στή συνέχεια ἀπάντηση.
5. Γιατί οἱ Κληρικοί νά μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Κράτος;
Σέ περιόδους κρίσης εἶναι ἀναμενόμενο νά ἀκούγονται κραυγές τοῦ τύπου «τό Κράτος πληρώνει τούς μισθούς τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ», «πουθενά στόν κόσμο οἱ ἱερωμένοι δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι» (φυσικά, ἀφοῦ εἶναι λειτουργοί, ὅπως οἱ δικαστικοί, οἱ ἐκπαιδευτικοί κ.λπ.) καί ἀξιώνεται ἀπό κάποιους νά σταματήσει ἡ μισθοδοσία τους ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό καί τή δαπάνη νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία. Κάνοντας μία σύντομη ἀναδρομή στό θέμα σημειώνουμε ὅτι μέχρι τό 1945 οἱ ἱερεῖς ἀμείβονταν ἀπό τή λεγόμενη εἰσφορά τῶν ἐνοριτῶν. Τότε λοιπόν ἐκδόθηκε ὁ Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως τῶν ἀποδοχῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐφημεριακοῦ Κλήρου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ τρόπου πληρωμῆς αὐτῶν καί περί καλύψεως τῆς σχετικῆς δαπάνης». Καί ἀπό τήν 1.10.1945 ἄρχισε ὄχι μόνον ἡ μισθοδοσία ἀλλά καί ἡ «εἰσφορά 25% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων εἰσπράξεων τῶν ἐνοριακῶν καί συναδελφικῶν, ὡς καί τῶν ὑπό εἰδικῶν νόμων διεπομένων Ναῶν» (ἄρθρο 2, § 2Α). Ἡ εἰσφορά 25% αὐξήθηκε σέ 35% μέ διάταξη τοῦ Α.Ν. 469/1968, ἀλλά καταργήθηκε ἀπό 1.1.2004 (ἄρθρο 15 τοῦ Νόμου 3220/2004). Σημειώνεται ὅτι ἐπί 60 χρόνια ἡ εἰσφορά 25% καί 35% καταβαλλόταν ἀπό τούς Ναούς στά Δημόσια Ταμεῖα «ἀνά τρίμηνον». Ὑποστηρίζοντας τή θέση ὅτι τό Κράτος ὀφείλει νά μισθοδοτεῖ τούς ἐφημερίους καί 24 ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πλήν τῶν ἄλλων, ἐπικαλούμαστε δύο ἐπιχειρήματα: α. Ἀφοῦ τό ἑλληνικό Κράτος ἀπαλλοτρίωσε, οὐσιαστικά χωρίς ἀντάλλαγμα, τό μέγιστο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἔχει τήν ὑποχρέωση νά τηρήσει τή δέσμευσή του (βλέπε τή Σύμβαση τοῦ ἔτους 1952, σελ. 16 τοῦ παρόντος) ὅτι θά παρέχει τήν ἀναγκαία ὑποστήριξή του πρός τήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζεται καί στό Σύνταγμα (ἰσχύον καί προγενέστερα). Ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀπογυμνώθηκε ἀπό τήν περιουσία της, μέ τόν τρόπο πού ἀναφέρθηκε, ἀντικειμενικά δέν εἶναι δυνατόν νά σηκώσει τό βάρος τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου. β. Ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἔχει ἰδιαίτερη σημασία πόσο ἐνεργά ἤ συνειδητά εἶναι. Παράλληλα τυγχάνουν καί φορολογούμενοι πολίτες. Τό Κράτος ἔχει τήν ὑποχρέωση, ἀπό τούς φόρους πού εἰσπράττει, νά καλύπτει τίς ἀνάγκες ὑγείας, ἐκπαίδευσης, ἀσφάλειας, πολιτισμοῦ, ἄθλησης κ.λπ. τῶν πολιτῶν του. Γι’ αὐτό χτίζει καί λειτουργεῖ νοσοκομεῖα, σχολεῖα, πολιτιστικά καί ἀθλητικά κέντρα κ.ἄ. Ἀλλά, ἐμεῖς οἱ φορολογούμενοι πολίτες του, εἴμαστε καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί στήν πλειονότητά μας. Καί ὅπως θέλουμε καί ἀπαιτοῦμε ἀπό τό Κράτος νά μᾶς ἐξασφαλίζει –μέ τούς φόρους μας– τό δάσκαλο, τό γιατρό, τό δικαστή, τόν ἀστυνομικό, τό φρουρό τῆς Πατρίδας, ἔχουμε τήν ἀξίωση νά μισθοδοτεῖ καί τόν ἱερέα καί ἐπίσκοπό μας, γιά νά καλύπτουν τίς ψυχικές, πνευματικές καί μεταφυσικές ἀνάγκες μας. Καί ἄν θελήσει κάποιος νά ὑποστηρίξει τό ἀντίθετο, σημαίνει πώς ἀρνεῖται τήν ψυχοπνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ τό Κράτος νά διαθέτει μεγάλα ποσά γιά ἐπιχορηγήσεις ἀσήμαντων οὐσιαστικά δράσεων (δῆθεν πολιτιστικῶν, ἀθλητικῶν, καλλιτεχνικῶν κ.λπ.) καί νά ψάχνει τρόπους νά στερήσει, ἀπό τή συντριπτική πλειονότητα τῶν πολιτῶν του, τήν πνευματική καί θρησκευτική ποδηγέτησή τους.
6. Γιατί νά μή φορολογεῖται ἡ Ἐκκλησία;
Ἡ παραπληροφόρηση σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Ἀρκεῖ μία περιήγηση σέ διάφορες ἱστοσελίδες τοῦ Internet, γιά νά διαπιστώσει κανείς πόσα ψέματα, πόσες ἀνακρίβειες καί πόση χολή διαπερνοῦν πολλά ἀπό τά ἀναρτημένα κείμενα. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἰδιοκτήτης γῆς στή Ἑλλάδα, μεγαλομέτοχος ἐπιχειρήσεων καί μεγαλοκαταθέτης», γράφει κάποιος, χωρίς νά παραθέτει κανένα στοιχεῖο πού νά τεκμηριώνει τήν ἄποψή του. Ἄλλος προσθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπολαμβάνει «καθεστώς μόνιμης φορολογικῆς ἀσυλίας». Εἶναι ὅμως ἔτσι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι καί τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καταβάλλουν στό Δημόσιο Ταμεῖο ὅ,τι μέ τούς Νόμους καθορίζει ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων. Ἔτσι, τώρα πού συντάσσεται τό παρόν (τέλος Ὀκτωβρίου 2011), ἰσχύουν καί ἐφαρμόζονται τά ἑπόμενα γιά τή φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας:
1. «Τά εἰσοδήματα πού ἀποκτοῦν ἀπό τήν ἐκμίσθωση οἰκοδομῶν καί γαιῶν οἱ ἱεροί ναοί, οἱ ἱερές μητροπόλεις, οἱ ἱερές μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἱερά μονή Πάτμου, ἡ ἱερά μονή Σινᾶ, ἡ Ἀποστολική Διακονία, ὁ Πανάγιος Τάφος, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τά Πατριαρχεῖα Ἰεροσολύμων καί Ἀλεξανδρείας, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου καί οἱ ἱερές σταυροπηγιακές μονές Κύπρου, τά ἡμεδαπά νομικά πρόσωπα πού νόμιμα ἔχουν συσταθεῖ ἤ συνιστῶνται καί τά ὁποῖα ἐπιδιώκουν ἀποδεδειγμένα κοινωφελεῖς σκοπούς, καθώς καί τά ἡμεδαπά κοινωφελή ἱδρύματα, φορολογοῦνται μέ συντελεστή εἴκοσι τοῖς ἑκατό (20%) (ἄρθρο 12 § 4 τοῦ Νόμου 3842/23.4.2010, ΦΕΚ 58, τεῦχος Α΄).
2. Ἔκτακτο Εἰδικό Τέλος Ἠλεκτροδοτούμενων Δομημένων Ἐπιφανειῶν (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), «γιά ἐπιτακτικούς λόγους ἐθνικοῦ συμφέροντος πού συνίστανται στήν ἄμεση μείωση τοῦ δημοσιονομικοῦ ἐλλείματος... στίς ἠλεκτροδοτούμενες γιά οἰκιστική ἤ ἐμπορική χρήση δομημένες ἐπιφάνειες...», ἀνάλογα μέ τό ἐμβαδόν τῆς δομημένης ἐπιφάνειας, τό ὕψος τῆς τιμῆς ζώνης κ.λπ. (ἄρθρο 53 § 1-2 τοῦ Νόμου 4021/3.10.2011 ΦΕΚ 218, τεῦχος Α΄). Στό εἰδικό αὐτό τέλος δέν ὑπόκεινται φυσικά τά ἀκίνητα πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία «γιά νά ἐπιτελοῦν τό λατρευτικό, ἐκπαιδευτικό, θρησκευτικό καί κοινωφελές ἔργο τους» (ἄρθρο 53 § 5 β΄ καί γ΄ ἴδιου Νόμου καί ἄρθρο 29 § 1 ἐδάφια ια΄ καί ιγ΄ τοῦ Νόμου 3842/2010), ἐξαίρεση πού ἰσχύει καί γιά τό Δημόσιο, τά λοιπά ΝΠΔΔ, τούς ΟΤΑ καί τίς δημοτικές ἐπιχειρήσεις. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταβάλλει τό εἰδικό τέλος γιά τά λοιπά ἀκίνητά της.
3. Φόρο μέ συντελεστή 3‰ μέ βάση τήν ἀντικειμενική ἀξία τῆς ἀκίνητης περιουσίας (πλήν τῶν παραπάνω ἐξαιρέσεων).
4. Φόρο μέ συντελεστή 0,5% στήν ἀξία τῶν κληρονομιῶν καί δωρεῶν.
5. Τέλος χαρτοσήμου καί δικαιώματα ΟΓΑ (2,40%) στίς χρηματικές παροχές τῶν χριστιανῶν πρός τούς ἱερούς ναούς γιά ἱεροπραξίες.
6. Ἐπίσης παρακρατεῖ καί ἀποδίδει στίς ΔΟΥ τά ἑπόμενα:
α. Φόρο μισθωτῶν ὑπηρεσιῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων
β. ΦΠΑ μέ τούς προβλεπόμενους συντελεστές γιά ὑπηρεσίες καί ἀγαθά
γ. Φόρο εἰσοδήματος 8% σέ ὅλα τά τιμολόγια παροχῆς ὑπηρεσιῶν
δ. Φόρο εἰσοδήματος 4% γιά ὅλα τά δελτία ἀποστολῆς ἀγαθῶν καί 1% γιά τά ὑγρά καύσιμα.
Ἄς σημειωθεῖ ἐπιπλέον ὅτι πολλές Ἱ. Μητροπόλεις, Ναοί καί Μονές ἀπό 1.8.2011 ἐπιβαρύνονται μέ πολύ σημαντικά ποσά γιά τήν ταχυδρόμηση τῶν περιοδικῶν πού ἀποστέλλουν –κατά κανόνα δωρεάν– σέ πολλούς χριστιανούς στά πλαίσια τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου, μετά τήν ἔκδοση τοῦ Νόμου 3986/1.7.2011 (ΦΕΚ Α΄ 152) «Ἐπείγοντα μέτρα ἐφαρμογῆς μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικῆς στρατηγικῆς 2012-2015», οἱ διατάξεις τοῦ 29 ὁποίου κατάργησαν τό Εἰδικό Τιμολόγιο τῶν ἐκδοτῶν ἐντύπων γιά τά ταχυδρομικά τέλη. Πρός ἀπάντηση τέλος ἐκείνων πού παραποιοῦν τήν ἀλήθεια, παρατίθεται καί ἡ κατακλείδα Δελτίου Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (15.9.2011) περί φορολογήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀναφέρει: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμεῖ νά τονίσει ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό φόρο ἀκίνητης περιουσίας γιά τά ἀκίνητα λατρευτικῆς, θρησκευτικῆς καί κοινωφελοῦς χρήσεως ἰσχύει ἀπό τό ἔτος 2008 γιά ὅλα τά θρησκεύματα καί δόγματα πού ἔχουν ἀκίνητη περιουσία ἐντός τῆς Ἑλλάδος καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι, παρότι τά ἔσοδά της προέρχονται μέχρι σήμερα ἀπό τό ὑστέρημα τῶν πιστῶν καί χρησιμοποιοῦνται γιά τή συντήρηση τῶν θρησκευτικῶν καί κοινωφελῶν της ἱδρυμάτων, οὐδέποτε ζήτησε κάποια ἄνιση φορολογική μεταχείριση σέ σχέση μέ τούς ὑπόλοιπους φορολογούμενους μή κερδοσκοπικούς ὀργανισμούς τῆς Χώρας». Παρά τήν ἀπαλλοτρίωση ὅμως καί τή διαρπαγή τοῦ μέγιστου μέρους τῆς περιουσίας της, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἔπαψε νά στέκεται συμπαραστάτης τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν, τῶν ἐμπερίστατων ἀνθρώπων, τῶν ἀσθενῶν, τῶν φυλακισμένων, τῶν νέων, τῆς τρίτης ἡλικίας. Ἰδού ἕνα ἐντελῶς πρόσφατο παράδειγμα: Στίς 19 Ἰουλίου 2011 κηδεύθηκε πολιός Μητροπολίτης νησιωτικῆς Μητροπόλεως. Ὁ ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱ. Συνόδου πού ἐκφώνησε τόν ἐπικήδειο λόγο εἶπε μεταξύ ἄλλων: Σχολεῖα, παιδικοί σταθμοί, ἀθλητικοί χῶροι, ἐργατικαί κατοικίαι, ἱδρύματα καί πολιτιστικά κέντρα καί ἄλλα ἀνηγέρθησαν ἤ λειτουργοῦν εἰς χώρους ἐκκλησιαστικῆς ἤ μοναστηριακῆς ἰδιοκτησίας, οἱ ὁποῖοι μέ τήν προτροπήν τοῦ ἡμετέρου Ἐπισκόπου παρεχωρήθησαν δωρεάν πρός τόν σκοπόν αὐτόν. Ἀκόμη καί ἡ διάνοιξις ὁδῶν, ἡ δημιουργία πλατειῶν, ἔχει γίνει εἰς ἐκκλησιαστικούς χώρους τῇ προτροπῇ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου μας πρός ὄφελος τῶν πτωχῶν καί ἐν γένει τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἰδού, πῶς ἀξιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν περιουσίαν της! Γι’ αὐτό ἄς σταματήσουν ἐπιτέλους οἱ ἀνακρίβειες καί τά ψέματα γιά τά θέματα ἐκκλησιαστική περιουσία, φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας, μισθοδοσία τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν.