ε'. Έλεγαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι πήγαν μερικοί σ’ αυτόν, έχοντας ακουστά ότι ήταν στολισμένος με μεγάλη διάκριση. Και θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, του λέγουν : « Συ είσαι ο Αγάθων ; Ακούσαμε για σένα ότι είσαι ακόλαστος και περήφανος ». Και εκείνος τους λέγει : « Ναι, έτσι είναι ». Και του λέγουν : « Συ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και φιλοκατήγορος ;». Και τους αποκρίνεται : « Εγώ είμαι». Του λέγουν πάλι : «Συ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός ; ». Και αποκρίθηκε : « Δεν είμαι αιρετικός ». Τον παρακάλεσαν λοιπόν, λέγοντας :« Πες μας, γιατί τόσα σου είπαμε και τα παραδέχθηκες και το τελευταίο δεν το άντεξες ; ». Τους λέγει : « Τα πρώτα τα παίρνω επάνω μου. Γιατί χρέος είναι για την ψυχή μου. Άλλα το αιρετικός είναι χωρισμός από τον θεό και δεν θέλω να χωρισθώ από τον Θεό». Και εκείνοι, ακούοντάς τον, θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι.
στ’. Ιστόρησαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι έκαμε αρκετό καιρό χτίζοντας κελλί με τους μαθητές του. Και σαν αποτελείωσαν το κελλί, πήγαν, όπως ήταν επόμενο, να εγκατασταθούν εκεί. Αλλά διεπίστωσε κατά την πρώτη εβδομάδα κάτι οπού δεν τον ωφελούσε. Και λέγει στους μαθητές του : « Σηκωθήτε, να φύγουμε από εδώ ». Εκείνοι ταράχθηκαν παρά πολύ και του είπαν : « Αν είχες σκοπό να φύγουμε, γιατί να κάμουμε τόσο κόπο χτίζοντας το κελλί ; Οι άνθρωποι θα σκανδαλισθούν εξ αίτιας μας και θα πουν : Να, σηκώθηκαν και έφυγαν πάλι οι άστατοι». Βλέποντάς τους λοιπόν να λιποψυχούν, τους λέγει : « Μπορεί να σκανδαλισθούν μερικοί, άλλοι όμως θα οικοδομηθούν, λέγοντας : Μακάριοι αυτοί οι άνθρωποι, γιατί για χάρη του Θεού σηκώθηκαν και έφυγαν και όλα τα περιφρόνησαν. Λοιπόν, οποίος θέλει να έλθη, ας έλθη, εγώ πάντως φεύγω ». Τότε οι μαθητές του έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και του ζητούσαν επίμονα να τους συγχώρηση και να τους πάρη μαζί του.
ζ'. Είπαν πάλι γι’ αυτόν ότι πολλές φορές πήγε από τόπο σε τόπο, έχοντας το σκαλιστήρι του μόνο, στο ζεμπίλι.
η'. Ρωτήθηκε ο Αββάς Αγάθων τι είναι μεγαλύτερο ; Ο σωματικός κόπος ή το να προσεχή και να φυλάη τινάς τον εσωτερικό του κόσμο ; Και είπε ο γέρων : « Ο άνθρωπος μοιάζει με δένδρο. Ο σωματικός κόπος λοιπόν είναι τα φύλλα. Η δε προσοχή μέσα μας είναι ο καρπός. Επειδή δε, σύμφωνα με τη Γραφή, " παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται”, είναι φανερό ότι πρέπει να φροντίζουμε ολότελα για τον καρπό, ήγουν τη μέσα μας προσοχή. Αλλά χρειάζονται επίσης η σκέπη και η ομορφιά των φύλλων, όπου είναι ο σωματικός κόπος ».
Τον ρώτησαν πάλι οι αδελφοί, λέγοντας : « Ποιά αρετή είναι, πάτερ, στις μοναστικές πολιτείες, όπου απαιτεί περισσότερο κόπο ; ». Τους λέγει : « Με συμπαθάτε, αλλά νομίζω ότι δεν είναι άλλος κόπος σαν το να προσεύχεται τινάς στον θεό. Γιατί πάντα, όταν ο άνθρωπος θέλη να προσευχηθή, πασχίζουν οι εχθροί να τον ξεστρατίσουν απ’ αυτό το χρέος. Επειδή ξέρουν ότι το μεγάλο τους εμπόδιο είναι η προσευχή στον θεό. Και κάθε τρόπο ζωής αν μετέλθη ο άνθρωπος, εγκαρτερώντας, αποχτά ανάπαυση. Αλλά η προσευχή, έως τη στερνή μας πνοή, χρειάζεται αγώνα ».
ί . ΄Ηταν δε ο Αββάς Αγάθων σοφός κατά Θεόν στη διάνοια, ακούραστος στο σώμα και αυτάρκης σε όλα, ήγουν και στο εργόχειρο και στην τροφή και στον ρουχισμό.
ια΄. Ο ίδιος βάδιζε με τους μαθητές του. Και ένας απ’ αυτούς βρίσκει στον δρόμο ένα χλωρό αρακά και λέγει στον γέροντα : « Πάτερ, μου δίνεις την άδεια να το κρατήσω αυτό ; ». Τον κοίταξε λοιπόν ο γέρων απορώντας και του λέγει : « Συ το έβαλες αυτό εκεί ; ». Απαντά ο αδελφός : «όχι ». Τότε του λέγει ο γέρων : « Πώς λοιπόν θέλεις να πάρης κάτι οπού δεν το έβαλες εκεί ο ίδιος ; ».
ιβ΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Αγάθωνα και του είπε : « Άφησε με να κατοικώ μαζί σου ». Καθώς δε ερχόταν, βρήκε στον δρόμο ένα μικρό κομμάτι νίτρο. Και το έφερε. Του λέγει ο γέρων : « Που το βρήκες αυτό ; ». Λέγει ο αδελφός : « Στον δρόμο το βρήκα καθώς βάδιζα και το σήκωσα ». Του λέγει ο γέρων : «Αφού μαζί μου ήλθες να μείνης, ό,τι δεν έβαλες ο ίδιος, πώς το πήρες ; ». Και τον έστειλε να το πάη εκεί όπου το είχε βρή.
ιγ΄. Ένας αδελφός είπε στον γέροντα : « Εντολή μου δόθηκε και είναι πειρασμός οπού είναι εντολή, θέλω λοιπόν να φύγω εξ αιτίας της και φοβάμαι τον πειρασμό ». Και ο γέρων του λέγει : « Αν ήταν ο Αγάθων, θα έκανε την εντολή και θα νικούσε τον πειρασμό ».
ιδ'. Ο ίδιος Αγάθων, σαν έγινε συμβούλιο στη Σκήτη για κάποιο θέμα και διατυπώθηκε η απόφαση, πήγε υστέρα και τους λέγει : « Δεν διατυπώσατε καλά το ζήτημα ». Και εκείνοι του είπαν : « Συ ποιός είσαι και μιλάς ; ». Και τους αποκρίνεται : « Υιός ανθρώπου. Γιατί είναι γραμμένο : " Ει αληθώς άρα δικαιοσύνην λαλείτε, ευθείας κρίνατε υιοί των ανθρώπων” .
ιε'. ’Έλεγαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι πέρασε τρία χρόνια έχοντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του ώσπου κατώρθωσε να σιωπά.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.33-35)